Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Όσο υπάρχουν άνθρωποι… Αληθινές ιστορίες


Αληθινές ιστορίες...


Ο Δημήτρης, ο ηλεκτρολόγος - γκαραζιέρης με τα μουντζουρωμένα χέρια....

Κάθε Μεγάλη Εβδομάδα οι αμέτρητες πληγές του κόσμου βγαίνουν σεργιάνι στις ψυχές των ανθρώπων και ζητάνε λίγη ανθρωπιά, λίγη γιατρειά. Μαζί τους βγαίνουν σεργιάνι και οι έμποροι του πόνου μέσα από τα κανάλια, τα ραδιόφωνα, τους άμβωνες… Κηρύγματα αγάπης και συμπόνιας παντού! Απέναντι άνθρωποι που ακούν τα κηρύγματα και ικανοποιούνται που δεν λείπουν και από αυτή τη Βδομάδα των Παθών δηλώνοντας χωρίς ενοχή και το δικό τους παρών στον πόνο του κόσμου!

Κάποιοι πιο ικανοποιημένοι έχουν αναθέσει στα τηλεοπτικά κανάλια να αναδεικνύουν τον πόνο των ανθρώπων γιατί δεν …αντέχουν τόσο πόνο να κυκλοφορεί αδέσποτος και κανείς να μη τον καταγγέλλει! Άλλοι ανέθεσαν εργολαβικά την σωτηρία της ψυχής τους στους κήρυκες των εκκλησιών που λάβροι βγάζουν πύρινους λόγους με άσφαιρα πυρά κατά της κρίσης, του πολέμου, της αδικίας, της φτώχειας και της έλλειψης αγάπης στον σκληρό τούτο κόσμο και με ευκολία θυμίζουν ότι ο Χριστός θυσιάστηκε για τη δική μας σωτηρία.


Ύστερα όλοι μαζί αφού καθαγιαστούν από ψαλμωδίες και κηρύγματα ήσυχοι και ικανοποιημένοι που έκαναν το χριστιανικό τους καθήκον, αναμένουν το Πάσχα για να δείξουν πόσο χαίρονται για την Ανάσταση του Κυρίου που κάποτε θα αναστήσει και μας… Ένας κόσμος όμορφος με ήσυχες συνειδήσεις!



Ο Δημήτρης, ο ηλεκτρολόγος - γκαραζιέρης με τα μουντζουρωμένα χέρια που έστησε με μύριους κόπους ένα συνεργείο στο δρόμο για τη Δράμα, δεν δούλευε τη Μεγάλη Παρασκευή. Ήξερα όμως ότι θα τον βρω εκεί γύρω για να του ευχηθώ «Καλή Ανάσταση» όπως έκανα χρόνια τώρα όταν ερχόμουν για Πάσχα στις Σέρρες. Η αντάμωση αυτή ήταν πάντα σαν αντάμωση με όλους τους συγγενείς που ποτέ δεν προλάβαινα να δω. Με λύτρωνε.


Τον βρήκα έξω από το συνεργείο, έτοιμο να φύγει και μου έκανε εντύπωση που δεν έκρυψε τη βιασύνη του. Αγκαλιές φιλιά μετά από καιρό! Πρόσφατα έχασε τη μητέρα του και ήξερα ότι πονούσε πολύ. Τον συλλυπήθηκα και θυμήθηκα πόσες και πόσες φορές έφαγα θρεψίνι με ζεστό ψωμί από τα χέρια της εγώ και πολλά παιδιά στη γειτονιά.


Υπέθεσα ότι ήταν βιαστικός για να πάει στον τάφο της να τη χαιρετίσει με λίγα λουλούδια, μέρα που ήταν.


-Όχι, μου λέει, θα πάω στη κλινική...
-Μα, του λέω, τι να κάνεις εκεί αφού δεν είναι η μάνα σου.


Ήξερα ότι, χρόνια τώρα, έκλεβε κάθε μέρα ώρες από τη δουλειά και πήγαινε να προσέχει τη μάνα του στη κλινική εκεί κοντά στα ΚΤΕΛ. Να τη ταΐσει, να της μιλήσει, να τη καθαρίσει, να τη γεμίσει αγάπη… «Είναι ο καιρός μου» έλεγε. «Όταν ήταν ο καιρός της, αυτή έκανε το καθήκον της σαν μητέρα με το παραπάνω»! Συμφωνούσα και ‘γω που τη γνώρισα να είναι πραγματική μάνα. Όμως απορούσα τώρα με τον προορισμό του.


Με κοίταξε βαθειά στα μάτια με ένα πικρό χαμόγελο.
-Τόσα χρόνια πήγαινα εκεί. Νομίζεις ότι μόνο τη μάνα μου έβλεπα; Νομίζεις μόνο η μάνα μου πονούσε και ήθελε βοήθεια, αγάπη, παρηγοριά; Όχι, όλες οι γλυκές γιαγιούλες εκεί το ίδιο ήθελαν και εγώ σιγά, σιγά έγινα το παιδί τους, ο άνθρωπος τους γιατί ποτέ δεν τις ξεχώρισα από τη μάνα μου! Ορισμένες περίμεναν με αγωνία την επόμενη μέρα που θα πήγαινα. Ένα χαμόγελο, ένα νεράκι, μια κουταλιά γιαούρτι στο στόμα και αγαλλίαζε η ψυχή τους! Και πιο πολύ απ’ όλους χαίρονταν εκείνες που τους ξέχασαν οι δικοί τους. Σκέψου τώρα τις άγιες αυτές μέρες, αυτές τις γιαγιούλες εγκαταλειμμένες σαν σε αποθήκη ψυχών. Τι να νοιώθουν άραγε; Τι να περιμένουν όταν κανένας σχεδόν δεν τις θυμάται;


Έκανα μερικά βήματα πίσω. Τρόμαξα με ό,τι άκουγα. Τον ξανακοίταξα για να βεβαιωθώ ότι δεν είναι το εξαφανισμένο φάντασμα της αγάπης που όλοι δοξολογούν στις εκκλησίες τις μέρες αυτές αλλά αρνούνται να το δουν γιατί θα τους πνίξει στις ενοχές τους…


-Μα ποιος το κάνει αυτό σήμερα; του λέω.


Κατάλαβε την έκπληξή μου.


-Μη γελάς και δεν είμαι ο μόνος! Και κάποιοι άλλοι που δέθηκαν με αυτούς τους ανθρώπους για κάποια αιτία, έρχονται και μοιράζουν αγάπη και μετά, όταν πλέον έχουν εκλείψει οι λόγοι για τους οποίους ήρθαν την πρώτη φορά.
Ένας μάλιστα, αριστερός, κάνει και πλάκες με θεϊκές ευχές και μοιράζει σε κάθε μια γιαγιούλα ένα αυγό, αυτή είναι η παραγωγή του, αυτό έχει, αυτό μοιράζει!


Η έκπληξή μου μεγαλώνει. Εκεί που νόμισα ότι, αυτός που κάνει χαλάστρα στη πιάτσα των «καθωσπρέπει» κυρίων που δηλώνουν με κάθε επισημότητα «καλοί χριστιανοί» είναι μόνο, ένας και μόνος Δον Κιχώτης, μια παραξενιά ή παραφωνία έστω της αδιάφορης σερραϊκής κοινωνίας, βλέπω να ξεφυτρώνουν και άλλοι παράξενοι, αφανείς, άγνωστοι μα σπουδαίοι!

-Σαν «καλός χριστιανός»… του λέω με μια δόση ελέγχου και ειρωνείας.


-Μη το πεις αυτό, μου διαμαρτύρεται. Εγώ δεν έχω δηλώσει «καλός χριστιανός» ούτε ξέρω αν είμαι. Αλλά να σου πω κάτι; Και οι άλλοι που σαν και μένα έρχονται στη κλινική, ποτέ δε δήλωσαν «καλοί χριστιανοί», ούτε ακόμα και απλώς «χριστιανοί» και ίσως κάποιος να θυμώσει αν του το πεις. Αλώστε και ποιος ενδιαφέρεται να το μάθει αυτό; Δεν αρκεί αυτό που κάνουμε;


Η απορία μου μεγάλωσε. Συνεχίζει με ένα ύφος διαμαρτυρίας:


-Μα τι σημασία έχει τι δηλώνεις; Σημασία έχει τι κάνεις …


Με μια φράση μου έδωσε ένα καλό αλλά σκληρό μάθημα.


Ο Δημήτρης χωρίς άλλες εξηγήσεις μπήκε βιαστικά στο αυτοκίνητο μαζί με τη γυναίκα του και ξεκίνησε με ταχύτητα να πάει στη κλινική, να πάει στους ανθρώπους που τον περίμεναν με αγωνία και δεν τους ξεχνούσε ποτέ!


Έμεινα πίσω να σκέφτομαι. Μέσα στο κεφάλι μου στροβιλίζονταν χίλιες σκέψεις. Ο Δημήτρης που μικρός μάζευε αγάπη απ’ όλους μας γιατί ήταν «το καλύτερο παιδί» τώρα μοίραζε αυτός απλόχερα αγάπη με πλήρη συνείδηση της πράξης του! Έτσι, χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς να ζητά από κανέναν αναγνώριση και, κυρίως, χωρίς να εξαργυρώνει σε κανένα τηλεοπτικό κανάλι τη σεμνή προσφορά του.


Έφυγα και πήγα στους Επταμύλους να δω έναν φίλο που μόλις είχε εγχειρισθεί και ήθελε τόσο να πάρει δύναμη από έναν παλιό φίλο. Όση ώρα μιλούσαμε ο νους μου ήταν στον Δημήτρη. Μετά ξεκίνησα να πάω, όπως κατά παράδοση πήγαινα, στο μοναστήρι του Ι. Προδρόμου. Το αυτοκίνητο αγκομαχούσε. Οι σκέψεις μου ήταν εκτός πορείας. Έβλεπα τα άλλα αυτοκίνητα να προσπερνούν και να τρέχουν να φτάσουν στο μοναστήρι. Ίσως βιάζονταν να βρεθούν κοντά στο Θεό!


Για πρώτη φορά δεν ήμουν βέβαιος ότι ήθελα να πάω εκεί. Πέρασα τα υψώματα του Κουρ – Τεπέ και το Βυρό και όταν έφτασα στο ύψωμα πάνω από το μοναστήρι σταμάτησα να το δω από ψηλά. Το είδα κάτω γεμάτο αυτοκίνητα να κινούνται με νευρικότητα ανταγωνιζόμενα για πάρκιγκ. Κάποιοι άλλοι κατέβαιναν γρήγορα το καλντερίμι για να ανάψουν ένα κερί. Κάποιοι έκαναν φανερά τουρισμό. Δεν μου άρεσε η εικόνα.


Ένοιωθα ότι δεν ανήκω σ’ αυτούς τους ανθρώπους, μερικοί των οποίων δηλώνουν «καλοί χριστιανοί» για να πάνε στον Παράδεισο! Κάποιοι από αυτούς πάνε να ακούσουν τα θεία κηρύγματα και να αναθέσουν στους δεξιούς ψάλτες την αιώνια ζωή τους και στους αριστερούς ψάλτες να μιλάνε με συμπόνια για τα θύματα του πολέμου, τους φτωχούς, την πείνα, την κοινωνική αδικία, την εκμετάλλευση που ο Κύριος κάποτε θα διώξει… Ως τότε αυτοί μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι γιατί ξέρουν ότι ο Χριστός θυσιάστηκε για τη Σωτηρία του Κόσμου και αυτοί δεν έχουν λόγο να θυσιάσουν τίποτα!


Φούντωσα από θυμό! Γύρισα τη πλάτη μου, έκανα επί τόπου στροφή. Είχαν περάσει οι ώρες και έτρεχα σαν τρελός να προλάβω στη κλινική τον Δημήτρη, την ώρα που μοιράζει αγάπη και να κολλήσω δίπλα του να δώσω και ‘γω κάτι σ’ αυτούς τους άγνωστους ανθρώπους που έχουν ανάγκη και το ένα κάποιο χαμόγελο… ίσως και για να κλέψω λίγη από την άγνωστη «δόξα» του Δημήτρη!


Άργησα δυστυχώς. Ήταν πια απομεσήμερο και ο Δημήτρης είχε φύγει για τη μάνα του στα νεκροταφεία, να ανάψει ένα κερί, να της πει πως την αγαπά και να παρακολουθήσει σαν ένας απ’ όλους τη περιφορά του Επιταφίου. Έτρεξα και εγώ εκεί. Δεν ήξερα αν πήγαινα για τους δικούς μου νεκρούς ή γιατί κυνηγούσα την καλοσύνη του Δημήτρη αυτή που δεν μπόρεσα εγώ να δώσω. Ίσως και από ενοχή και ζήλεια που δεν είχα σκεφτεί σαν αυτόν. Σκέφθηκα ότι μπορεί να βλέπω και να μάχομαι την παγκόσμια αδικία αλλά αυτή η μικρή πράξη μου διέφευγε. Ο Δημήτρης δεν ήξερε πολλά για την παγκόσμια αδικία αλλά ήξερε καλά για την αδικία που βασιλεύει γύρω του και έκανε αυτό το μικρό και ταυτόχρονα πολύ μεγάλο που κάθε άνθρωπος θα ζήλευε. Μπορεί να είχε κάθε μέρα μουντζουρωμένα χέρια αλλά είχε πεντακάθαρη συνείδηση και καρδιά!


Έμεινα για λίγο απογοητευμένος που ξέμεινα στο περιθώριο. Μετά οι σκέψεις έφεραν ανάποδες στροφές και γέμισα αισιοδοξία.


Όσο υπάρχουν άνθρωποι σαν τον Δημήτρη, σκέφθηκα, η κοινωνία μας πάντα θα ελπίζει να γίνουν πολλοί και να αλλάξουν με τη δύναμή τους τον κόσμο. Και εμείς πάντα θα διδασκόμαστε την αγάπη και τη μάχη κατά της αδικίας και του πόνου όχι από κήρυκες αλλά από αφανείς και σιωπηλούς Ανθρώπους με καθαρή καρδιά.
 



25.4.2008

ΣΤΕ.
Δημοσιεύτηκε στον «Καθημερινό Παρατηρητή» των Σερρών



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου