Ένα καθόλου παραμύθι...
Αγροτικό το σπίτι και παλιός νερόμυλος. Κτίστηκε στο δάσος για τις ανάγκες της οικογένειας με υλικά που τα πιο πολλά τα έβρισκαν στη φύση. Πέτρες από το ποτάμι, ξύλα από τα δέντρα, καλάμια και καλαμωτές, χώμα για πλιθιά, κοκκινόχωμα για το δάπεδο και… αγορασμένα παλιά κεραμίδια.
Άνθρωποι και ζώα, κότες, κατσίκες, γαϊδούρια, περιστέρια, κουνέλια, γουρούνια, σκυλιά, γατιά, όλα ένα τουρλομπούκι στο σπίτι και στα παραπήγματα…
Απ’ έξω κουνάβια, αλεπούδες, νυφίτσες, αδέσποτα και προπαντός ποντίκια που πάσχιζαν όλα να μπουν μέσα για να πάρουν κάτι να φάνε, μέσα στη φτώχεια των ανθρώπων.
Τα ποντίκια όμως δεν ήταν ακριβώς έξω. Ήταν και μέσα. Κι όσο και αν τα διώχναμε αυτά επανέρχονταν από τις παλιές πόρτες ή από διάφορες τρύπες που έκαναν στους τοίχους που κτίστηκαν με λάσπη από χώμα. Κι όσο και αν οι γάτες τα κυνηγούσαν, τόσο αυτά γεννοβολούσαν σε μεγαλύτερο αριθμό. Αν δε βοηθούσαν οι νυφίτσες και οι αλεπούδες θα είχαμε τη γενική επικράτηση των ποντικών! Ευτυχώς.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα μαζί τους. Έβλεπα τον πατέρα μου που τα κλωτσούσε να φύγουν και το έκανα κι εγώ. Δεν ήταν ο θάνατός τους στο νου γιατί δεν είχε νόημα. Μόνο να φοβούνται θέλαμε και να πλάσουν «συνείδηση» ότι τα κυνηγάμε μας έφτανε.
Τα ποντίκια βέβαια επέμεναν στις επιδρομές τους. Όταν ο πατέρας βαριόταν να τα διώχνει από το καμαράκι, φώναζε στη μάνα μας:
-Μαρί Βαγγελί, έλα μαρί να πάρεις τα ποντίκια σου…
-γιατί; μόνο δικά μου είναι;
Και αντάλλασσαν κατηγορίες ποιανού είναι τα… ποντίκια, τα οποία δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για το σε ποιόν «ανήκουν».
Οι φίλοι μου με ρωτούσαν πως ζούσαμε με ποντίκια, αλλά εγώ νόμιζα πως έτσι είναι όλα τα αγροτικά σπίτια. Και δεν είχα άδικο όταν άκουγα και άλλους αγρότες να μιλάνε για μάχες με τα ποντίκια στα σπίτια τους.
Έτσι κυλούσαν τα πρώτα χρόνια μέχρι που αποφασίστηκε να κτιστεί και δεύτερος όροφος.
Υποτίθεται ότι τώρα θα αποκλείονταν τα ποντίκια από τη ζωή μας. Και οι μαστόροι έκαναν ό,τι μπορούσαν με τα ασβεστοκονιάματα. Πάλι όμως τα ποντίκια έβρισκαν κάποιες τρύπες κι έμπαιναν. Κι εμείς όλο κλείναμε τις τρύπες. Ακήρυχτος πόλεμος.
Κράτησε δεκαετίες αυτή η μάχη. Τελικά αποκλείστηκαν τα ποντίκια έξω και μόνο ευκαιριακά τρύπωναν μέσα. Τα κυνηγούσα κι έφευγαν. Αυτό ήταν όλο!
Αποφάσισαν τα ποντίκια ότι δεν είναι γι’ αυτούς καλό να μπαίνουν μέσα και να τα κυνηγάμε. Βρήκαν άλλο χώρο! Τα ταβάνια του σπιτιού! Τεράστια ευκαιρία! Κάθε βράδυ έστηναν το δικό τους πανηγύρι. Ε, αυτό το αποδεχτήκαμε. Ήταν ο χώρος τους! Σιγά μην ανεβαίνουμε στο ταβάνι να τα διώχνουμε.
Τρεξίματα, τσιτσιρίσματα, μαλώματα, άνω-κάτω κάθε βράδυ. Τραγουδούσαν κιόλας στη δική τους γλώσσα. Βαρούσαμε από κάτω το ταβάνι με κανα ξύλο αλλά η ησυχία κρατούσε μόνο μισό λεπτό. Πάλι μετά το ίδιο πανηγύρι, ο ίδιος χορός!
Δεν ξέρω τι και γιατί έτρεχαν και χόρευαν επάνω. Όποτε επιχειρούσα να δω από το άνοιγμα του ταβανιού, έπεφτε «σύρμα» και άκρα σιωπή! Όλα στις κρυψώνες τούς!
Τακτικά έμπαιναν στο ταβάνι από τα ανοίγματα της σκεπής και οι γάτες. Τότε γινόταν μικρή σφαγή. Αλλά σε αυτή τη μάχη νικητές ήταν πάντα τα ατελείωτα ποντίκια! Ο χώρος αυτός τους ανήκε και κάθε που έμπαινε γάτα βαρούσε συναγερμός και οι τρύπες γινόταν τα καταφύγιά τους. Ανίκητοι ιδιοκτήτες!
Μου έλεγαν οι φίλοι, «κάνε κάτι να τα διώξεις» και μου έδιναν διάφορες «τελικές λύσεις»! Εγώ δεν ήξερα γιατί να τα εξοντώσω. Στο ταβάνι ήταν, δεν με πείραζαν. Άστα στα πανηγύρια τους!
Κάποιοι μου είπαν να βάλω ηλεκτρονικούς ποντικοδιώκτες! Είχε πλάκα γιατί τα ποντίκια στα τρεξίματα μεταξύ τους, τα ανέτρεπαν σαν να μην υπάρχουν!
Το σπίτι κάποτε έμεινε μόνο. Άλλοι έφυγαν για τους ουρανούς, άλλοι φύγαμε για άλλα μέρη να ζήσουμε. Μόνο περιστασιακά γινόταν οι επισκέψεις.
Χειμώνα επανήλθα στο πατρικό για τις συνήθεις επισκευές και έλεγχο. Το πανήγυρι των ποντικών στα ταβάνια είχε μεγαλώσει!
Οι γάτες, αδέσποτες πλέον, ήταν πιο παχιές απ’ όταν κάποτε τις ταΐζαμε! Μυστήριο. Η εξήγηση ήταν ότι τα ποντίκια ήταν ατελείωτα και η καλύτερη τροφή τους χειμώνα - καλοκαίρι! Και παρά τις γάτες, αυτά πληθαίναν και κυριαρχούσαν στα ταβάνια!
Κάθε βράδυ το πανηγύρι τελειωμό δεν είχε. Μέχρι το πρωί! Μετά έδιναν λιγότερα σημεία ζωής και τρεξίματα.
Παράξενα πράγματα. Στην εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών δούλευα τα βράδια με το ηλεκτρονικό ποντίκι ακούγοντας και τα τρεξίματα των πραγματικών από πάνω…
Τι μου ήρθε και σκέφτηκα ότι σε αυτό το σπίτι δεν θα μπορούσα ποτέ να φιλοξενήσω φίλους, ανυποψίαστους από ποντίκια. Θα νόμιζαν ότι όπου να ‘ναι θα εφορμήσουν από πάνω να τους φάνε!
Κακή επιλογή να σκέφτεται μόνο τους ανθρώπους και όχι τη ζωή των άλλων.
Αμφιταλαντεύθηκα. Θα ήταν καλύτερα χωρίς τα ποντίκια; Ποτέ σε αυτό το σπίτι δεν έλειπαν!
Αποφάσισα να πάω σε ένα κατάστημα αγροτικών εφοδίων και να ζητήσω πονικοφάρμακο. Ο ιδιοκτήτης άρχισε να παινεύει με ύφος διδάκτορα τα είδη του ποντικο-θανάτου… πήρα το πιο φθηνό, ε, δεν θα πεθάνουν όλα έλεγα, ας τρέχει και κανένα στο ταβάνι. Μεσοβέζικες λύσεις ανομολόγητης ενοχής…
Σκόρπισα τα κομμάτια με το ποντικοφάρμακο το απόγευμα. Προφανώς έκανα λάθος υπολογισμό στο κακό που σκορπούσα.
Τα ποντίκια «μου», εντελώς αμάθητα από δηλητήρια εφόρμησαν και εξαφάνισαν τα δολώματα! Σε λίγη ώρα έπεσε άκρα (πραγματικού) τάφου σιωπή!
Μα είναι δυνατόν να εξαφανιστούν τα ποντίκια; Και τώρα;;; τι δηλαδή δεν θα τρέχουν; Δεν θα με ξυπνούν με τα τελευταία πηδήματα το πρωί; Μα είναι δυνατόν αυτό;
Η νύχτα ήταν παράξενη. Το σπίτι χωρίς ίχνος θορύβου. Τα ποντίκια «έφυγαν». Γάτες δεν έμπαιναν, τι να κάνουν σε άδεια ταβάνια; ούτε νυφίτσες έρχονταν να κυνηγήσουν. Μαζί με τα ποντίκια με εγκατέλειψαν και τα άλλα ζώα!
Άρχισα να φοβάμαι. Μείνατε ποτέ μόνοι στο πουθενά χωρίς γνωστούς ήχους; Μάλλον ανατριχίλα σας κυριεύει! Εγώ που δεν φοβόμουν τα φαντάσματα του νερόμυλου, τα ποντίκια, τις αλεπούδες και κάθε ζώο που έχει η φύση γύρω μας, ένοιωθα σαν ανοχύρωτη πόλη. Κάτι δεν πήγαινε καλά.
Ακατανόητο! Παλιό αγροτικό σπίτι χωρίς ποντίκια; Πού ακούστηκε;
Το πρωί, με μηδέν βαθμούς, άναψα τη σόμπα. Ζεστάθηκα. «Α, ωραία ε; κάτσε μόνος τώρα» είπα αυτοκριτικά μέσα μου. Και τα ποντίκια που έμμεσα ζεσταίνονταν στο ταβάνι, όταν άναβα σόμπα, δεν υπήρχαν, θαφτήκαν στις μαύρες τρύπες τους. Οι γάτες έμειναν χωρίς σίγουρη τροφή και σύντομα θα αδυνατίσουν. Και οι νυφίτσες θα ξενιτευτούν για αλλού κι όταν γυρίσουν τα ποντίκια δεν θα υπάρχουν για να ρυθμίζουν τον πληθυσμό τους.
Κοίταξα για μια στιγμή το ηλεκτρονικό ποντίκι με μίσος!
-Άϊ παράτα μας κι εσύ!
Το πανηγύρι των ποντικών έπαψε να υπάρχει! Η φύση έγινε πιο φτωχή κι εγώ πιο μόνος…
Θα ξανάρθουν, είπα μέσα μου για να ξεφύγω από τις ερινύες!
Για την αντιγραφή: Στέργιος Βασιλείου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου