Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι και το σοσιαλιστικό κίνημα στα Βαλκάνια (1ο μέρος)


Του Δημήτρη Αστερίου


Oι Βαλκανικοί πόλεμοι ήταν ο προτελευταίος κρίκος που μαζί με την τελική πράξη, τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, αποτέλεσαν την ντε φάκτο λύση του Ανατολικού ζητήματος.

Στην πορεία του 19ου αιώνα σημαντικά εδάφη από την ευρωπαϊκή επικράτεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας απελευθερώθηκαν μέσα από εθνικές επαναστάσεις και σχηματίστηκαν εθνικά κράτη. Ο Α΄ παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος και η Μικρασιατική εκστρατεία έδωσαν το τελικό κτύπημα για την κατάρρευση του «μεγάλου ασθενούς». Στα εδάφη της Μικράς Ασίας και στην Ανατολική Θράκη οι Τούρκοι συγκρότησαν το δικό τους εθνικό κράτος.
Ο νέος πολιτικός χάρτης που προέκυψε από τον Ευφράτη έως την Αδριατική ήταν αποτέλεσμα σκληρών αγώνων των λαών, επαναστάσεων και πολέμων.
Με ωμή βία και διακρατικές συμφωνίες μεγάλο μέρος των ντόπιων πληθυσμών εκδιώχθηκαν ή ανταλλάχθηκαν.
Ο 19ος αιώνας είναι ο αιώνας κατά τον οποίο αναδύεται το εθνικό ζήτημα. Οι λαοί οι οποίοι βρίσκονται υπό την κυριαρχία δυναστειών που εξουσιάζουν πολυεθνικές αυτοκρατορίες διαμορφώνουν εθνική συνείδηση και διατυπώνουν εθνικά αιτήματα. Φορείς αυτού του εθνικού σκιρτήματος είναι διανοούμενοι και ριζοσπάστες αστοί. Παράλληλα κάνει τα πρώτα βήματά του και το κίνημα της εργατικής τάξης.
Αυτό είναι το γενικό πλαίσιο στο οποίο στις βαλκανικές χώρες διαμορφώθηκε η εθνική συνείδηση και τέθηκε το ζήτημα της εθνικής ολοκλήρωσης. Ο στόχος για την απελευθέρωση και την ένωση εδαφών που ανήκαν ακόμη στην οθωμανική επικράτεια με τη «μητέρα πατρίδα» κυριαρχεί στα βαλκανικά κράτη. Το κάθε βαλκανικό κράτος είχε τα δικά του «ιστορικά και πληθυσμιακά» επιχειρήματα για να διατυπώσει τον δικό του μεγαλοϊδεατικό λόγο. Οι βαλκανικές δυναστείες, που συνδέονται με τη μία ή την άλλη μεγάλη δύναμη, ενθαρρύνονται σε αυτή την κατεύθυνση ή συγκρατούνται ανάλογα με την πολιτική των προστατών τους.


 

Τα Βαλκάνια και οι ανταγωνισμοί των Μεγάλων Δυνάμεων

Τα Βαλκάνια και η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούν πεδίο ανταγωνισμού ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης.
Με τη συνθήκη του Βερολίνου το 1878 η Γερμανία κινείται προς ανατολάς. Η Γερμανία, που γνωρίζει εντυπωσιακή βιομηχανική ανάπτυξη, αναζητά οικονομικές διεξόδους, μια και η διαμορφωμένη αρχιτεκτονική του αποικιακού μοιράσματος του κόσμου την τοποθετεί σε υποδεέστερη θέση. Η προσπάθεια του γερμανικού ιμπεριαλισμού είναι να αποσπάσει την Υψηλή Πύλη από τον εναγκαλισμό της Αγίας Πετρούπολης. Μέσω της Αυστροουγγαρίας και χρησιμοποιώντας τη σιδηροδρομική γραμμή Βιέννη – Θεσσαλονίκη- Κωνσταντινούπολη, η Γερμανία μεταφέρει μαζικά προϊόντα της στα Βαλκάνια και στην ανατολική επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία περνά υπό την επιρροή της Γερμανίας. Γερμανοί εκπαιδευτές στον οθωμανικό στρατό, αγορά πολεμικού εξοπλισμού, άδειες εγκατάστασης και εκμετάλλευσης των σιδηροδρόμων από το γερμανικό κεφάλαιο καθιστούν το Βερολίνο σημαντικό παίκτη στην Ανατολή.
Η γερμανική διείσδυση στον οθωμανικό χώρο οξύνει τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Η Βρετανία, που κατέχει ισχυρή και εδραιωμένη θέση στις ακτές του Περσικού Κόλπου, αισθάνεται να απειλείται από τη γερμανική διείσδυση. Το ίδιο ισχύει και για την τσαρική Ρωσία, που είναι εγκατεστημένη στην Κασπία και ασκεί επικυρίαρχο ρόλο στην Περσία. Αυτό οδηγεί στην προσέγγιση ανάμεσα στη τσαρική αυτοκρατορία και τη βρετανική αυτοκρατορία προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη γερμανική απειλή.
 «Ελλείψει παραδόσεων, οι Γερμανοί αξιοποίησαν την εξαιρετική τους οικονομική δραστηριότητα, τη βιομηχανική υπερπαραγωγή τους, που αναζητούσε συνεχώς διέξοδο σε καινούργιες αγορές, την ανάπτυξη του πληθυσμού τους, που απαιτούσε συνεχώς περισσότερη εργασία, που διεκδικούσε ένα μέρος, ένα μεγάλο μέρος από τα πλούτη της γης. Εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανών είχαν μεταναστεύσει από χρόνια στη Βόρεια ή Νότια Αμερική σε αναζήτηση του άρτου του επιούσιου∙ χαμένες δυνάμεις για τη μητέρα πατρίδα.»1
Η Γαλλία είχε μεγάλα συμφέροντα στη Συρία και στη Σμύρνη. Είχε κατακτήσει σημαντική οικονομική θέση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία της επέτρεπε να απαιτεί, σε αντάλλαγμα των δανείων που της χορηγούσε, την ανάθεση κρατικών έργων της αυτοκρατορίας σε γαλλικά κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα. Σε αυτόν τον τομέα η Γαλλία είχε την υποστήριξη της Ρωσίας, η οποία ήταν αντίθετη με τη γερμανική διείσδυση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Έτσι τα Βαλκάνια καθίστανται κομβικό σημείο των ενδοϊμπεριαλιστικών συγκρούσεων στην Ανατολή.

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι

Στις αρχές του 20ού αιώνα έχουν σχηματιστεί στην Ευρώπη δύο μεγάλοι συνασπισμοί, η Τριπλή Συμμαχία, στην οποία συμμετέχουν η Γερμανία, η Αυστροουγγαρία και η Ιταλία, και ένας δεύτερος συνασπισμός ανάμεσα στη Γαλλία και τη Ρωσία. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα η άλλη Μεγάλη Δύναμη, η Βρετανία, αρνούνταν συστηματικά τη συμμετοχή σε γενικές συμμαχίες. Όμως το 1904 και το 1907 η Βρετανία θα συνάψει ξεχωριστές συμφωνίες με τη Γαλλία και τη Ρωσία. Αυτές οι συμφωνίες διευθετούσαν τις εκκρεμείς διαφορές με τη Γαλλία και τη Ρωσία για το ζήτημα των αποικιών και αποτέλεσαν τη βάση της Τριπλής Συνεννόησης (Αντάντ).
Με την επανάσταση των Νεοτούρκων υπήρξε μια προσωρινή προσέγγιση ανάμεσα στους εταίρους των δύο συνασπισμών. Η Αυστροουγγαρία θα βοηθούσε τη Ρωσία στο άνοιγμα των Στενών για τα πολεμικά της πλοία και η Ρωσία θα υποστήριζε τη δυναστεία των Αψβούργων για την προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, η οποία ανήκε ακόμη στην Οθωμανική αυτοκρατορία και την οποία διεκδικούσε η Σερβία. Μετά τη λήξη αυτής της σύντομης προσέγγισης η Σερβία στρέφεται στη Ρωσία. Όμως ο Ρωσοϊαπωνικός πόλεμος, που οδήγησε στην ήττα της τσαρικής Ρωσίας και στο ξέσπασμα της επανάστασης του 1905, είχε ως συνέπεια να μην μπορεί ο τσάρος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της Σερβίας, αφού είχε αποδυναμωθεί η επιρροή του στις διεθνείς σχέσεις. Η υποχώρηση της Σερβίας στο τελεσίγραφο της Βιέννης για την προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στην αυτοκρατορία των Αψβούργων δεν ήταν μόνο μια ταπεινωτική ήττα της Σερβίας αλλά και μια διπλωματική ήττα της Ρωσίας. Η Ρωσία αντιδρά αρνούμενη πλέον κάθε συνεννόηση με την Αυστροουγγαρία για τις βαλκανικές υποθέσεις. Στο εξής η Ρωσία είναι διατεθειμένη να υποστηρίξει συμφωνίες με τις βαλκανικές χώρες, γεγονός που συνεπαγόταν το ξανάνοιγμα του Ανατολικού Ζητήματος.

 
Τον Οκτώβριο του 1909 ο τσάρος Νικόλαος Β΄ και ο βασιλιάς της Ιταλίας, Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄, ήρθαν σε συμφωνία για τα κοινά συμφέροντά τους στην περιοχή. Αυτή η συμφωνία έδωσε τη δυνατότητα στην Ιταλία να επιτεθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στη βόρεια Αφρική με στόχο την κατάκτηση της Τρίπολης. Η Ιταλία έμπαινε στον χορό για το ξαναμοίρασμα των αποικιών.
Από τη μεριά της η Ρωσία ενθαρρύνει τις βαλκανικές χώρες να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμμαχίας μεταξύ τους.
Η πρώτη συμφωνία υπογράφτηκε ανάμεσα στη Σερβία και τη Βουλγαρία τον Μάρτιο του 1912. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς η Ελλάδα και η Βουλγαρία προχωρούν σε παρόμοιο σύμφωνο. Ανοίγει πια ο δρόμος για τον πόλεμο στα Βαλκάνια.
Η Ιταλία, η οποία είχε αποκτήσει τον έλεγχο της Τρίπολης και της Κυρηναϊκής, χρησιμοποιεί ως αφορμή τον πόλεμο στα Βαλκάνια για να παγιώσει την κατοχή των Δωδεκανήσων, τα οποία είχε καταλάβει νωρίτερα.
Η γρήγορη νίκη των Βαλκάνιων συμμάχων έδειξε την αδυναμία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αποτέλεσε την αρχή του τέλους της που ήρθε σύντομα. Ταυτοχρόνως η Μακεδονία, η οποία και προηγουμένως ήταν το μήλον της έριδος ανάμεσα στην Ελλάδα, τη Σερβία και τη Βουλγαρία, αναδείχθηκε σε πεδίο μεγάλων συγκρούσεων ανάμεσα στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Σερβία για το μοίρασμά της.
Ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος έχει έναν ηττημένο, αυτή τη φορά έναν από τους συμμάχους του Α΄ Βαλκανικού πολέμου, τη Βουλγαρία. Αποκάλυψε τις βαθιές αντιθέσεις τις οποίες επικάλυπτε η συμμαχία των βαλκανικών κρατών στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο. Τώρα οι πρώην σύμμαχοι μάχονται για το μοίρασμα των εδαφικών κατακτήσεών τους. Στον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο οι Βούλγαροι ηττήθηκαν σε όλα τα μέτωπα και υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη γραμμή του Βαρδάρη. Η ήττα της Βουλγαρίας επέτρεψε στον τουρκικό στρατό να ανακαταλάβει το Λουλέ-Μπουργκάς, το Κιρκ-Κιλισέ (Σαράντα Εκκλησιές) και την Ανδριανούπολη. Η Βουλγαρία δεν υπέστη μόνο ήττα, αλλά κινδύνεψε και η ίδια. Κάτω από αυτή την απειλή ζήτησε ανακωχή. Οι συζητήσεις για τη σύναψη ειρήνης άρχισαν στις 31 Ιουλίου στο Βουκουρέστι και κατέληξαν στην υπογραφή της συμφωνίας στις 10 Αυγούστου 1913. Έτσι οι βλέψεις της Βουλγαρίας στη Μακεδονία και τη Θράκη ηττήθηκαν στρατιωτικά, γεγονός που κατέστησε τη Βουλγαρία ρεβανσιστικό παράγοντα στην περιοχή μέχρι και το τέλος του Β΄ παγκόσμιου πολέμου.
Το ζήτημα της Μακεδονίας, λόγω της πολυπλοκότητάς του και των πολλών παραγόντων που υπεισέρχονται, δεν μπορεί να εξεταστεί σε αυτό το άρθρο.
Έναν χρόνο και τρεις μήνες μετά τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων ξεσπά ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι αποδείχθηκαν εκ των πραγμάτων το πρελούδιο του Α΄ παγκόσμιου πολέμου, καθώς τα Βαλκάνια αποτελούσαν κομβικό σημείο των ενδοϊμπεριαλιστικών συγκρούσεων στην Ανατολή.


Κοινά προβλήματα και διαφορές μεταξύ των βαλκανικών χωρών

Οι εξελίξεις στα βαλκανικά κράτη από τον σχηματισμό τους έως και τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο χαρακτηρίζονται από κοινά προβλήματα αλλά και διακριτές διαφορές. Παρά τις ομοιότητες, οι διαφορές τόσο στο πολιτικό όσο και στο οικονομικό πεδίο ήταν πρόδηλες. Αν και οι βαλκανικές χώρες ήταν όλες αγροτικές, οι διαφοροποιήσεις στις αγροτικές σχέσεις, στην ιδιοκτησία και στις μορφές εκμετάλλευσης στην ύπαιθρο ήταν έντονες.
Στη Σερβία και τη Βουλγαρία τα κτήματα που ήταν πάνω από χίλια στρέμματα αποτελούσαν το 5 τοις εκατό της καλλιεργήσιμης γης. Το 70 τοις εκατό των αγροτικών νοικοκυριών κατείχαν κτήματα έως 20 στρέμματα. Στα χωριά επικρατούσαν συνθήκες φτώχιας και μεγάλης καθυστέρησης. Στη Βουλγαρία μέχρι το 1900 μόλις το 10 τοις εκατό των αγροτών χρησιμοποιούσε σιδερένιο αλέτρι. Ο αναλφαβητισμός στην ύπαιθρο ήταν σχεδόν καθολικός.
 Η αντίθετη κατάσταση ως προς την ιδιοκτησία της γης επικρατούσε στη Ρουμανία, όπου το 85 τοις εκατό των αγροτών ήταν ακτήμονες ή κατείχαν μικροσκοπικούς κλήρους, γεγονός που τους υποχρέωνε να δουλεύουν στα κτήματα των μεγάλων γαιοκτημόνων ή να μισθώνουν γη. Πέντε χιλιάδες μεγάλες ιδιοκτησίες κατείχαν το 55 τοις εκατό της καλλιεργήσιμης γης. Παρά τη συγκέντρωση της γης και την ύπαρξη μεγάλων αγροκτημάτων, οι μέθοδοι καλλιέργειας παρέμεναν πρωτόγονες. Οι περισσότεροι γαιοκτήμονες προτιμούσαν να μισθώνουν τη γη σε μεσάζοντες, οι οποίοι στη συνέχεια υπενοικίαζαν τη γη σε φτωχούς αγρότες με όρους επίμορτης καλλιέργειας. Οι διαχειριστές ενδιαφέρονταν αποκλειστικά για την αποκόμιση γρήγορου και υψηλού κέρδους και δεν είχαν συμφέρον από μακροχρόνιες και κοστοβόρες βελτιώσεις στην παραγωγή. Το σιτάρι και το καλαμπόκι, που αποτελούσαν το 80 τοις εκατό της αγροτικής παραγωγής, ήταν τα κύρια εξαγωγικά προϊόντα. Το ήμισυ περίπου αυτών των αγροτικών προϊόντων προορίζονταν για την εξωτερική αγορά.
Στην Ελλάδα το αγροτικό ζήτημα ήταν ιδιαιτέρως σύνθετο και δύσκολο. Μόνο το 20 τοις εκατό της γης ήταν καλλιεργήσιμο, ενώ η αύξηση του πληθυσμού περιέπλεκε και έκανε ακόμη πιο δυσεπίλυτο το πρόβλημα. Οι μικρές γεωργικές καλλιέργειες μόλις που εξασφάλιζαν την επιβίωση του αγροτικού πληθυσμού. Για τις διατροφικές ανάγκες του λαού εισάγονταν σιτηρά, ενώ το μόνο εξαγωγικό προϊόν ήταν η σταφίδα και αργότερα προστέθηκε ο καπνός. Μετά το 1881 με την προσάρτηση της Θεσσαλίας η χώρα απέκτησε μια μεγάλη γεωργική περιοχή και έκαναν την εμφάνισή τους οι μεγάλες γεωργικές ιδιοκτησίες. Με το πέρασμα στα χέρια Ελλήνων γαιοκτημόνων των μεγάλων μουσουλμανικών τσιφλικιών επεκτείνεται η επίμορτη εργασία των αγροτών, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να παραδίδουν στον γαιοκτήμονα το ένα τρίτο μέχρι το μισό της παραγωγής τους.
Πριν από τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο σε όλες τις βαλκανικές χώρες τα αρδευτικά έργα και οι τεχνολογικές και επιστημονικές βελτιώσεις της αγροτικής παραγωγής ήταν ελάχιστες και ανεπαρκείς. «Έτσι, με την αύξηση του πληθυσμού και τη συνεχή κατάτμηση της γης, το μέλλον για τους αγρότες στα Βαλκάνια ήταν ζοφερό. Ελάχιστα πράγματα μπορούσαν να κάνουν για να βελτιώσουν την κατάσταση. Ο δανεισμός θα μπορούσε να επιτρέψει τη βελτίωση της γης, την αγορά καλύτερου εξοπλισμού και την αύξηση της παραγωγής, δυστυχώς, όμως, οι όροι ήταν δυσβάστακτοι. Τα αγροτικά χρέη αποτελούσαν κοινό πρόβλημα σε ολόκληρη τη Βαλκανική. Συχνά τα δάνεια αντλούνταν απλώς για να στηρίξουν την οικογένεια από τη μια περίοδο στην επόμενη. Έτσι, χρησιμοποιούνταν όχι για τη βελτίωση των κτημάτων, αλλά για την κάλυψη φορολογικών υποχρεώσεων και άλλων ζωτικών αναγκών. Καθώς γενικά τα δάνεια αυτά συνάπτονταν με πολύ αυστηρούς όρους, μπορούσαν να κρατήσουν μια οικογένεια σε μόνιμο χρέος. Ελλείψει κεντρικών αγροτικών τραπεζών, οι αγρότες δανείζονταν συνήθως χρήματα από τοπικούς εμπόρους, πλούσιους γαιοκτήμονες και επιφανή πρόσωπα του χωριού. Αν αναλογιστεί κανείς ότι οι άνθρωποι αυτοί ασκούσαν επιρροή στο τοπικό πολιτικό σύστημα, γίνεται φανερό πόσο ευάλωτοι ήταν οι αγρότες στην οικονομική εκμετάλλευση.»2
Κατά τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού αιώνα οι προσπάθειες εκβιομηχάνισης στις βαλκανικές χώρες ήταν ισχνές. Ο αστικός πληθυσμός περιοριζόταν στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία στο 20 τοις εκατό και στην Ελλάδα στο 30 τοις εκατό. Όσον αφορά τη σύνθεση του πληθυσμού των πόλεων αποτελούνταν κατά το μεγαλύτερο μέρος από απασχολουμένους στον κρατικό μηχανισμό, στο μικρεμπόριο και στις μικρές βιοτεχνίες. Ακόμη και όταν γίνονταν έργα υποδομών, όπως κατασκευή σιδηροδρόμων, τα στελέχη, το διευθυντικό προσωπικό, το ειδικευμένο τεχνικό προσωπικό, ακόμη και εργάτες ήταν ξένοι. Η αδυναμία να απορροφηθεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού στην εγχώρια παραγωγή οδηγούσε στη μαζική μετανάστευση.
Το 1914 στη Ρουμανία, που σημείωσε τη μεγαλύτερη πρόοδο ως προς την εκβιομηχάνιση και εκμεταλλευόταν το πετρέλαιο στην περιοχή του Πλοέστι, μόνο το 1,5 τοις εκατό του εθνικού πλούτου αντιστοιχούσε στη βιομηχανία.
Ένα σημαντικό πρόβλημα στην Ελλάδα ήταν τα εξαιρετικά μεγάλα δάνεια από το εξωτερικό. Ανάμεσα στο 1879 και το 1890 το εξωτερικό χρέος της αυξήθηκε κατά 630 εκατομμύρια φράγκα. Αν προσθέσουμε και τα τοκοχρεωλύσια των προηγούμενων δανείων, η εξυπηρέτηση του χρέους απορροφούσε τη μερίδα του λέοντος του εθνικού προϋπολογισμού. Η ανάγκη να κατασκευαστούν δρόμοι, σιδηρόδρομοι και λιμάνια, καθώς και η Διώρυγα της Κορίνθου, και το κόστος για την αναδιοργάνωση του στρατού και του ναυτικού γονάτιζαν οικονομικά τη χώρα. Τα χρήματα για τις παραπάνω ανάγκες προέρχονταν από τους υπέρογκους φόρους που επιβάλλονταν στους αγρότες και στις φτωχότερες τάξεις του πληθυσμού. Η μικρή ελληνική υφαντουργία, η οποία προηγουμένως εξήγε μεταξωτά και βαμβακερά προϊόντα, δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί την προηγμένη βιομηχανία σε αυτούς τους τομείς της Βρετανίας και της Αυστροουγγαρίας, οι οποίες εξήγαν τα προϊόντα τους στην εσωτερική αγορά της Ελλάδας. Ενώ η βιομηχανία ζάχαρης που βασίζεται στα ζαχαρότευτλα είχε κάνει την εμφάνισή της στις άλλες βαλκανικές χώρες, στην Ελλάδα ήταν ανύπαρκτη. Στους άλλους βιομηχανικούς τομείς, όπως οικοδομικά υλικά, γυαλί, ξυλεία, κλπ., η ανάπτυξη ήταν περιορισμένη και η παραγωγή τους ήταν ανεπαρκής για τις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς.

Τα πρώτα βήματα του σοσιαλιστικού εργατικού κινήματος στα Βαλκάνια

Σε αυτό το πλαίσιο της βιομηχανικής καθυστέρησης και της κυριαρχίας του αγροτικού πληθυσμού κάνει τα πρώτα του βήματα το εργατικό κίνημα στις βαλκανικές χώρες.
Στη Βουλγαρία το Σοσιαλιστικό Κόμμα ιδρύθηκε το 1890 και το 1903 διασπάστηκε σε δύο ανεξάρτητες πτέρυγες. Από την αριστερή πτέρυγα, τους λεγόμενους «στενούς», με ηγέτη τον Δημήτρη Μπλαγκόεφ, πρόκυψε μετά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο γνώρισε γρήγορη ανάπτυξη. Το 1919 η εκλογική δύναμή του ήταν 115.831 ψήφοι έναντι 97.621 ψήφων για το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Στις εκλογές του 1924 το Κομμουνιστικό Κόμμα κέρδισε 238.237 ψήφους και εξέλεξε 32 βουλευτές, ενώ η πορεία του Σοσιαλιστικού Κόμματος ήταν φθίνουσα με 16.916 ψήφους και 5 βουλευτές.
Στη Ρουμανία υπήρχαν από το 1880 πολλές σοσιαλιστικές ομάδες, αλλά μετά τη μεγάλη αγροτική εξέγερση του 1907 και χάρη στις επίμονες προσπάθειες του Κριστιάν Ρακόφσκι σχηματίστηκε το 1911 το Ρουμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα με την προσχώρηση και συνδικάτων.
Στη Σερβία πριν από τον πόλεμο είχε αναπτυχθεί ένα σοσιαλιστικό κόμμα, όμως με περιορισμένη λαϊκή υποστήριξη. Από την ίδρυσή του το Σοσιαλιστικό Κόμμα επηρεαζόταν από την πορεία της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας και σε αυτό κυριαρχούσε η αριστερή πτέρυγά του. Την ημέρα της κήρυξης του Α΄ παγκόσμιου πολέμου η Κ.Ε. του κόμματος τάχθηκε με απόφασή της κατά του πολέμου. Ο ηγέτης του κόμματος, Ντουσάν Πόποβιτς, σε επιστολή του με την οποία εκφράζει τη θλίψη του για την υποστήριξη της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας στον πόλεμο, δηλώνει ότι ο χαρακτήρας του Α΄ παγκόσμιου πολέμου «είναι καθαρώς ιμπεριαλιστικός. Κατά συνέπειαν ημείς –ως μέρος της μεγάλης σοσιαλιστικής και προλεταριακής Διεθνούς- κατενοήσαμεν ότι το επιτακτικόν καθήκον μας ήτο να ταχθώμεν εναντίον του πολέμου.»3 Στις 30 Ιουνίου 1920 στο συνέδριο του Σοσιαλιστικού Κόμματος στο Βούκοβαρ η συντριπτική πλειοψηφία αποφασίζει την προσχώρηση στην Κομμουνιστική Διεθνή.
Στην Ελλάδα μέχρι το τέλος του Α΄ παγκόσμιου πολέμου δεν είχε σχηματιστεί Σοσιαλιστικό Κόμμα αντίστοιχο με εκείνα των άλλων βαλκανικών χωρών. Οι προσπάθειες διαφόρων σοσιαλιστών για την ένωση ομίλων και ομάδων δεν είχαν ευδοκιμήσει. Με τη νίκη του ελληνικού στρατού και των συμμάχων του επί της Οθωμανικής αυτοκρατορίας η Ελλάδα αποκτά εδάφη και πληθυσμό που την καθιστούν βιώσιμο κράτος.
Το 1918, όταν ιδρύεται το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Ελλάδος (ΣΕΚΕ), υπάρχουν οι προϋποθέσεις για τον σχηματισμό ενός εργατικού κόμματος που φιλοδοξεί να αγκαλιάσει μεγάλα τμήματα του νεαρού αλλά αναπτυσσόμενου ελληνικού προλεταριάτου. 



Δημοσιεύτηκε στη Μαρξιστική Σκέψη, τ. 11, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2013.

1 σχόλιο: