Τετάρτη 7 Ιουλίου 2021

Πόσο σύγχρονες είναι οι μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία; Η "συμβολή" του Χάγιεκ

Όλες οι μέχρι σήμερα απόπειρες «μεταρρύθμισης» της Παιδείας συνάντησαν ισχυρότατες κοινωνικές αντιστάσεις και χύθηκε και αίμα για να μη περάσουν. Γιατί; Είναι δυνατόν όλοι αυτοί επί δεκαετίες να μην αντιλαμβάνονται πόσο καλές είναι οι μεταρρυθμίσεις που προωθούν διαδοχικά οι κυβερνήσεις και αντιδρούν;

Τελευταία έκδοση των επάλληλων «μεταρρυθμίσεων» είναι η «μεταρρύθμιση Κεραμέως». Πολύς λόγος έγινε για νέες «σύγχρονες ιδέες» που μαζί με την κατάργηση κάθε ασύλου και την είσοδο της αστυνομίας στα εκπαιδευτικά ιδρύματα θα… αναβαθμίσουν την Παιδεία σε ευρωπαϊκή!

 

Η ευρωπαϊκή και παγκόσμια παιδεία βέβαια έχει προδιαγραφεί στις Οδηγίες και κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ και της ΕΕ καθώς και στις αποφάσεις της Μπολόνιας (1999) και της Πράγας (2001) και του Βερολίνου (2003). Τίποτα το προοδευτικό – δημοκρατικό, τίποτα το μεταρρυθμιστικό προς την πρόοδο δεν φέρουν. Τα μόνα στοιχεία που φέρουν πισω από τις ωραίες λέξεις, είναι η πλήρη τυπική, οικονομική, θεσμική, γραφειοκρατική και εκπαιδευτική υποταγή της παιδείας στις ανάγκες ανάπτυξης του κεφαλαίου!  Η ύπαρξη των σχολείων και των ΑΕΙ να εξαρτάται από το πόσο εργάζονται για τα μονοπώλια (δήθεν χορηγοί) ώστε να αποσπούν προγράμματα και «επενδύσεις» έρευνας και ακινοτομίας που τα μεν ιδρύματα θα τα οδηγήσουν να φυτοζωούν, τα δε μονοπώλια να αποκτούν τζάμπα τεράστια κέρδη από τις έρευνες - καινοτομίες που θα κατέχουν νόμιμα και τζάμπα την πατέντα, ενώ παράλληλα η Παιδεία θα παράγει μαζικώς «δουλάκια» για τις πολυεθνικές. Με απλά λόγια το πώς θα υποταχθούν τα πάντα στην ανταγωνιστικότητα του (ευρωπαϊκού) κεφαλαίου[1]. Πόσο σύγχρονο είναι αυτό[2];

 

Το πόσο σύγχρονο είναι μας το δείχνει ο Φ. Α. Χάγιεκ που σχεδόν όλα για μια Παιδεία υποταγμένη στο κεφάλαιο και στο νεοφιλελευθερισμό, τα διατύπωσε από το 1960! Τόσο μπροστά βρίσκονται και οι αποφάσεις της Μπολόνια και της Πράγας, οι Οδηγίες της ΕΕ και τα μεταρρυθμιστικά εκτρώματα τύπου Κεραμέως. Τίποτα καινούργιο δεν μας μεταφέρουν. Αντίθετα όποιος διαβάσει με προσοχή τον Χάγιεκ και τα νοήματα που αποπνέει την Παιδεία, την περιμένουν και άλλα πολύ χειρότερα βασανιστήρια. Γιατί το κεφάλαιο είναι αδύνατο να χορτάσει κέρδη αν δεν υποτάξει στο τέλος τα πάντα στην παραγωγή των κερδών του. Μετά από αυτό απομένει μόνο η φυσική δουλεία του ανθρώπινου παραγωγικού δυναμικού και της εργατικής τάξης (πνευματικής και χειρονακτικής) στην αέναη παραγωγή πλούτου που δεν θα ανήκει τίποτα στους παραγωγούς, παρά μόνο «ένα πιάτο (καλές!) φακές»! Όσοι δεν καταλαβαίνουν ότι πηγή κάθε μεταρρύθμισης της Παιδείας είναι ο βαθμός υποταγής της κοινωνίας στο κεφάλαιο και στους στόχους του, οι οποίοι παίρνουν πολιτική – νομοθετική, μορφή δεν θα καταλάβουν ποτέ πώς να αντιμετωπίσουν ριζικά το «Θέμα Παιδεία».

 

Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι από τα βιβλίο:

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ -1960 (Ο οδηγός της Θάτσερ…)

Του Φ. Α. Χάγιεκ, εκδ. «Καστανιώτη» και Ιδρύματος Κ. Καραμανλή. Δίπλα σε παρένθεση ο αριθμός της σελίδας της ελληνικής έκδοσης. Η μετάφραση είναι από το πρωτότυπο.

 

Ένας «θησαυρός» αποκάλυψης όλων των δήθεν εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων της  Παιδείας.

 

*Ο Χάγιεκ τιμήθηκε, για τις απάνθρωπες πολιτικές του, με βραβείο Νόμπελ το 1974!!!

Όπως και ο Πισσαρίδης…

 

 (σ. 511)

ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑ

 

Η γενική κρατική παιδεία δεν είναι τίποτε άλλο παρά επινόηση για να διαπλάθονται οι άνθρωποι έτσι ώστε να είναι ακριβώς όμοιοι μεταξύ τους και το καλούπι στο οποίο βάζει τους ανθρώπους είναι εκείνο το οποίο ικανοποιεί την κυρίαρχη δύναμη στην κυβέρνηση, είτε είναι κάποιος μονάρχης, ο κλήρος ή η αριστοκρατία είτε είναι η πλειοψηφία της υπάρχουσας γενιάς∙ στο μέτρο που η γενική κρατική παιδεία είναι αποδοτική και επιτυχής, επιβάλλει τον δεσποτισμό πάνω στον νου των ανθρώπων, οδηγώντας ως φυσική τάση στον δεσποτισμό πάνω στο κορμί των ανθρώπων.

 

ΤΖ. Σ. ΜΙΛ

 

1 (512) Σε σχέση με τα παιδιά το σημαντικό είναι φυσικά ότι δεν είναι υπεύθυνα άτομα στα οποία εφαρμόζεται πλήρως το επιχείρημα υπέρ της ελευθερίας. Αν και γενικά είναι προς το καλύτερο συμφέρον των παιδιών η σωματική και ψυχική ευημερία τους ν’ αφήνονται στη φροντίδα των γονέων ή των κηδεμόνων τους, αυτό δεν σημαίνει ότι οι γονείς πρέπει να έχουν απεριόριστη ελευθερία να μεταχειρίζονται τα παιδιά τους όπως τους αρέσει. Η ευημερία των παιδιών είναι γνήσιο διακυβευόμενο και για τα άλλα μέλη της κοινότητας. Υπάρχουν σαφώς πολλοί ισχυροί λόγοι για ν’ απαιτείται από τους γονείς ή τους κηδεμόνες να παρέχουν στα παιδιά που έχουν υπό τη φροντίδα τους ένα ορισμένο ελάχιστο επίπεδο παιδείας.1

 

Είναι σημαντικό ν’ αντιληφθούμε ότι η γενική παιδεία δεν είναι αποκλειστικά και ενδεχομένως δεν είναι κυρίως ζήτημα μεταβίβασης γνώσεων. Ορισμένες κοινές αξίες είναι αναγκαίες και, μολονότι η πολύ μεγάλη έμφαση σ’ αυτή την ανάγκη μπορεί να οδηγήσει σε πολύ ανελεύθερες συνέπειες, η ειρηνική συνύπαρξη θα ήταν σαφώς αδύνατη χωρίς αυτούς τους κοινούς κανόνες.

 

(513) Ωστόσο το γεγονός ότι η παιδεία οφείλει να καθοδηγείται από συγκεκριμένες αξίες αποτελεί επίσης πηγή πραγματικών κινδύνων σε οποιοδήποτε σύστημα δημόσιας παιδείας. Από αυτή την άποψη πρέπει να παραδεχθούμε ότι οι περισσότεροι φιλελεύθεροι του δέκατου ένατου αιώνα είχαν μια αφελή υπερβολική σιγουριά για το τι μπορούσε να πετύχει από μόνη της η μετάδοση γνώσεων. Με τον ορθολογικό φιλελευθερισμό τους παρουσίαζαν συχνά τα επιχειρήματα υπέρ της γενικής παιδείας σαν η διάδοση των γνώσεων να μπορούσε να λύσει όλα τα σημαντικά προβλήματα και σαν να αρκούσε απλώς να μεταδοθούν στις μάζες εκείνες οι λίγες πρόσθετες γνώσεις τις οποίες κατείχαν ήδη οι μορφωμένοι για να εγκαινιάσει η «καταπολέμηση της άγνοιας» μια νέα εποχή. Δεν υπάρχουν πολλοί λόγοι για να πιστεύουμε ότι σε οποιαδήποτε εποχή αν όλοι αποκτούσαν τις καλύτερες γνώσεις τις οποίες κατείχαν κάποιοι, το αποτέλεσμα θα ήταν μια πολύ καλύτερη κοινωνία. Η γνώση και η άγνοια είναι πολύ σχετικές έννοιες και υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι σε οποιαδήποτε εποχή η διαφορά γνώσεων ανάμεσα στους περισσότερο και στους λιγότερο μορφωμένους ανθρώπους της κοινωνίας μπορεί να έχει τόσο αποφασιστική επιρροή στον χαρακτήρα της κοινωνίας.

 

2. Αν δεχθούμε το γενικό επιχείρημα υπέρ της υποχρεωτικής παιδείας, παραμένουν τα εξής κύρια προβλήματα: Πώς θα παρέχεται αυτή η παιδεία; Πόσο μεγάλο μέρος της παιδείας θα παρέχεται σε όλους; Πώς θα επιλέγονται εκείνοι στους οποίους θα δοθεί περισσότερη παιδεία και με δαπάνες ποιου; Είναι πιθανόν αναγκαία συνέπεια της υιοθέτησης της υποχρεωτικής παιδείας ότι η παιδεία θα πρέπει να καλύπτεται με δημόσια κονδύλια για εκείνες τις οικογένειες για τις οποίες το κόστος θα ήταν σοβαρή επιβάρυνση.

 

(514) Πράγματι θα ήταν πολύ δύσκολο να επιβληθεί η παιδεία σ’ έναν λαό που σε μεγάλο βαθμό δεν θα γνώριζε τους θεσμούς της και τα πλεονεκτήματά της. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι σήμερα η υποχρεωτική παιδεία ή ακόμη και η χρηματοδοτούμενη από την κυβέρνηση γενική παιδεία απαιτούν να διαχειρίζεται η κυβέρνηση τα εκπαιδευτικά ιδρύματα.

 

(514) Είναι παράξενο ότι ένα από τα πρώτα αποτελεσματικά συστήματα υπό το οποίο η υποχρεωτική παιδεία συνδυάστηκε με την παροχή των περισσότερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από την κυβέρνηση δημιουργήθηκε από έναν από τους μεγάλους υπερασπιστές της ατομικής ελευθερίας, τον Βίλχελμ φον Χούμπολτ, μόλις δεκαπέντε χρόνια αφού είχε υποστηρίξει ότι η δημόσια παιδεία ήταν επιζήμια, επειδή εμπόδιζε την ποικιλία στα επιτεύγματα, και μη αναγκαία, επειδή σ’ ένα ελεύθερο έθνος δεν θα υπήρχε έλλειψη εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. «Η παιδεία», είχε πει, «μου φαίνεται ότι βρίσκεται εξ ολοκλήρου πέραν των ορίων στα οποία θα έπρεπε να περιορίζεται η πολιτική δράση.»3 Η κατάσταση της Πρωσίας στη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων και οι ανάγκες της εθνικής άμυνας έκαναν τον Χούμπολτ να εγκαταλείψει την προηγούμενη θέση του. Η επιθυμία για «την ανάπτυξη των ατομικών προσωπικοτήτων στη μεγαλύτερη ποικιλία τους», που είχε εμπνεύσει το προγενέστερο έργο του, έγινε δευτερεύουσα, όταν η επιθυμία για ένα ισχυρό οργανωμένο κράτος τον οδήγησε να αφιερώσει μεγάλο μέρος της μετέπειτα ζωής του στην οικοδόμηση ενός συστήματος κρατικής παιδείας, το οποίο έγινε πρότυπο για τον υπόλοιπο κόσμο. Δύσκολα μπορούμε ν’ αρνηθούμε ότι το γενικό επίπεδο παιδείας το οποίο πέτυχε με αυτόν τον τρόπο η Πρωσία ήταν μία από τις κύριες αιτίες της ταχείας οικονομικής ανόδου της Πρωσίας και αργότερα της Γερμανίας. Ωστόσο μπορούμε ν’ αναρωτηθούμε μήπως αυτή η επιτυχία επιτεύχθηκε με πολύ υψηλό τίμημα. Ο ρόλος τον οποίο έπαιξε η Πρωσία στη διάρκεια διαδοχικών γενιών μας κάνει ν’ αμφιβάλλουμε αν ο Πρώσος δάσκαλος, που τόσο επαινέθηκε, ήταν ευλογία και μόνο για τον κόσμο ή έστω για την Πρωσία.

Το ίδιο το μέγεθος της εξουσίας πάνω στα μυαλά των ανθρώπων την οποία δίνει στις αρχές ένα εξαιρετικά συγκεντρωτικό και ελεγχόμενο από την κυβέρνηση σύστημα παιδείας οφείλει να μας κάνει να διστάζουμε προτού αποδεχθούμε πολύ εύκολα ένα τέτοιο σύστημα. Μέχρι ένα σημείο τα επιχειρήματα που δικαιολογούν την υποχρεωτική παιδεία απαιτούν να ορίζει η κυβέρνηση μέρος του περιεχομένου αυτής της παιδείας. Όπως αναφέραμε ήδη, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το επιχείρημα υπέρ του να παρέχουν οι αρχές ένα κοινό πολιτισμικό υπόβαθρο σε όλους τους πολίτες είναι πολύ ισχυρό.

 

(515) Εντούτοις πρέπει να θυμόμαστε ότι η παροχή της παιδείας από την κυβέρνηση δημιουργεί προβλήματα, όπως εκείνα του φυλετικού διαχωρισμού των νέγρων στις Ηνωμένες Πολιτείες –δύσκολα προβλήματα σε σχέση με εθνοτικές ή θρησκευτικές μειονότητες, τα οποία προκύπτουν αναγκαστικά όταν η κυβέρνηση ελέγχει τα κύρια εργαλεία μεταβίβασης της κουλτούρας. Στα πολυεθνικά κράτη το πρόβλημα του ποιος ελέγχει το εκπαιδευτικό σύστημα τείνει να γίνει η κύρια αιτία προστριβών ανάμεσα στις εθνότητες. Για κάποιον που γνώρισε αυτή την κατάσταση σε χώρες όπως η παλιά Αυστροουγγαρία, υπάρχει μεγάλη δύναμη στο επιχείρημα ότι μπορεί να είναι καλύτερα να μην παρέχεται σε μερικά παιδιά τυπική παιδεία παρά να σκοτώνονται για το ποιος θα την ελέγχει.4

Ωστόσο ακόμη και σε εθνοτικά ομοιογενή κράτη υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα ενάντια στο ν’ ασκεί η κυβέρνηση εκείνον τον βαθμό ελέγχου του περιεχομένου της παιδείας τον οποίο θα διαθέτει, αν διοικεί άμεσα τα περισσότερα σχολεία τα οποία είναι προσιτά στις μεγάλες μάζες. Ακόμη και αν η παιδεία ήταν μια επιστήμη που μας παρείχε τις καλύτερες μεθόδους για να επιτυγχάνουμε ορισμένους σκοπούς, δεν θα επιθυμούσαμε να εφαρμόζονται καθολικά αυτές οι μέθοδοι και ν’ αποκλείονται πλήρως άλλες μέθοδοι και ακόμη λιγότερο θα επιθυμούσαμε να είναι οι σκοποί ομοιόμορφοι

 

(517) Πράγματι μπορεί σύντομα ν’ ανακαλύψουμε ότι η λύση έγκειται στο να πάψει η κυβέρνηση να είναι ο κύριος χορηγός παιδείας και να γίνει ο αμερόληπτος προστάτης του ατόμου εναντίον όλων των χρήσεων αυτών των δυνάμεων τις οποίες ανακαλύψαμε πρόσφατα.

Τα επιχειρήματα εναντίον της διαχείρισης των σχολείων από την κυβέρνηση είναι τώρα ισχυρότερα παρά ποτέ, αλλά και επιπλέον εξέλιπαν οι περισσότεροι λόγοι που στο παρελθόν είχαν προβληθεί υπέρ της διεύθυνσης των σχολείων από την κυβέρνηση. Ό,τι και αν συνέβαινε στο παρελθόν, σήμερα ελάχιστη αμφιβολία υπάρχει ότι, με τις παραδόσεις και τους θεσμούς της καθολικής εκπαίδευσης στέρεα καθιερωμένους και με τις σύγχρονες μεταφορές οι οποίες λύνουν τις περισσότερες δυσκολίες που προκύπτουν από την απόσταση, όχι μόνο δεν είναι πια αναγκαίο να χρηματοδοτείται η παιδεία από την κυβέρνηση, αλλά ούτε καν να παρέχεται από αυτή.

 

Όπως έδειξε ο καθηγητής Μίλτον Φρίντμαν,5 τώρα θα ήταν εντελώς εφαρμόσιμο να πληρώνονται τα κόστη της γενικής παιδείας με δημόσια κονδύλια χωρίς να υπάρχουν κυβερνητικά σχολεία, δίνοντας στους γονείς κουπόνια τα οποία θα καλύπτουν το κόστος εκπαίδευσης του κάθε παιδιού και που οι γονείς θα μπορούσαν να τα δίνουν σε σχολεία της επιλογής τους. Μπορεί να εξακολουθήσει να είναι επιθυμητό να παρέχει άμεσα η κυβέρνηση σχολεία σε μερικές απομονωμένες κοινότητες, στις οποίες ο αριθμός των παιδιών είναι πολύ μικρός (και επομένως το μέσο κόστος της παιδείας πολύ υψηλό) για ιδιωτικά σχολεία. Όμως σε σχέση με τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού θα ήταν αναμφίβολα δυνατό να αφεθεί η οργάνωση και η διεύθυνση της παιδείας εξ ολοκλήρου στις ιδιωτικές προσπάθειες, με την κυβέρνηση να παρέχει απλώς τη βασική χρηματοδότηση και να εξασφαλίζει ένα ελάχιστο επίπεδο για όλα τα σχολεία στα οποία θα μπορούσαν να δαπανηθούν τα κουπόνια. Ένα άλλο μεγάλο πλεονέκτημα αυτού του σχεδίου είναι ότι οι γονείς δεν θα αντιμετώπιζαν πια το δίλημμα είτε ν’ αποδέχονται την όποια παιδεία παρέχει η κυβέρνηση είτε να πληρώνουν οι ίδιοι το συνολικό κόστος της διαφορετικής και ελαφρώς ακριβότερης παιδείας∙ αν εφαρμοζόταν αυτό το σχέδιο και οι γονείς επέλεγαν ένα ακριβότερο σχολείο, θα απαιτούνταν να πληρώνουν μόνο το πρόσθετο κόστος.

 

4.(518)  Ένα πολύ πιο δύσκολο πρόβλημα είναι πόση εκπαίδευση θα πρέπει να παρέχεται με δημόσιες δαπάνες και σε ποιους θα πρέπει να παρέχεται εκπαίδευση με δημόσιες δαπάνες πέρα από το ελάχιστο που εξασφαλίζεται σε όλους

 

Επίσης είναι πιθανό ότι μια κοινωνία η οποία επιθυμεί να έχει μέγιστη οικονομική απόδοση με περιορισμένες δαπάνες για την παιδεία θα πρέπει πάντα να επικεντρώνεται στην ανώτατη παιδεία μιας συγκριτικά μικρής ελίτ,6 επιλογή που σήμερα θα σήμαινε ότι μάλλον πρέπει ν’ αυξηθεί εκείνο το μέρος του πληθυσμού στο οποίο παρέχεται ανώτατη παιδεία παρά ν’ αυξηθούν τα χρόνια της παιδείας για τους πολλούς. Εντούτοις με την κυβερνητική παιδεία αυτό δεν θα ήταν εφαρμόσιμο σε μια δημοκρατία ούτε θα ήταν επιθυμητό ν’ αποφασίζουν οι αρχές ποιος θα έχει μια τέτοια παιδεία.

 

(519) Η καλύτερη λύση θα ήταν να δίνεται σ’ εκείνους στους οποίους μια τέτοια επένδυση φαίνεται να υπόσχεται τη μεγαλύτερη απόδοση η δυνατότητα να δανείζονται το κεφάλαιο και αργότερα να το εξοφλούν με τα αυξημένα εισοδήματά τους, μολονότι μια τέτοια διευθέτηση θα αντιμετώπιζε σημαντικές πρακτικές δυσκολίες.7

 

Ωστόσο είναι διαφορετικό ζήτημα το να θεωρούμε ότι όλοι όσοι είναι πνευματικά ικανοί για ανώτατη παιδεία έχουν αξίωση σε αυτή. Δεν είναι με κανέναν τρόπο προφανές ότι είναι προς το γενικό συμφέρον να δίνεται σε όλους τους ιδιαίτερα ευφυείς η δυνατότητα να μορφωθούν ή ότι όλοι θα επωφεληθούν υλικά από μια τέτοια προηγμένη παιδεία ή ότι μια τέτοια παιδεία θα πρέπει να περιορίζεται σ’ εκείνους που έχουν αδιαμφισβήτητη ικανότητα γι’ αυτή και η ανώτατη παιδεία να γίνει ο φυσιολογικός ή ενδεχομένως ο αποκλειστικός δρόμος για ανώτερες θέσεις. Όπως επισημάνθηκε πρόσφατα, μπορεί να δημιουργούνταν πολύ εντονότερη διαίρεση ανάμεσα στις τάξεις και οι λιγότερο τυχεροί μπορεί να παραμελούνταν σοβαρά, αν όλοι οι πιο ευφυείς σχεδιασμένα και επιτυχώς περιλαμβάνονταν στην ομάδα των πλουσίων και γινόταν όχι μόνο γενική παραδοχή αλλά καθολικό γεγονός ότι οι σχετικά φτωχοί είναι λιγότερο έξυπνοι. Υπάρχει επίσης ένα άλλο πρόβλημα που πήρε σοβαρές διαστάσεις σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες και το οποίο οφείλουμε να έχουμε στο μυαλό μας και αυτό είναι το πρόβλημα ότι έχουμε περισσότερους διανοουμένους από ό,τι μπορούμε ν’ απασχολήσουμε επικερδώς. Ελάχιστοι κίνδυνοι είναι μεγαλύτεροι για την πολιτική σταθερότητα από την ύπαρξη ενός πνευματικού προλεταριάτου που δεν βρίσκει καμιά διέξοδο για τη μόρφωσή του.

 

(520) Επομένως το γενικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σε σχέση με την ανώτατη παιδεία είναι το εξής: Με ποια μέθοδο πρέπει να επιλέγονται ορισμένοι νέοι σε μια ηλικία στην οποία δεν μπορούμε να ξέρουμε με οποιαδήποτε σιγουριά ποιος θα επωφεληθεί περισσότερο, για να τους δοθεί μια παιδεία που θα τους επιτρέπει να κερδίζουν υψηλότερο εισόδημα από ό,τι οι υπόλοιποι και για να δικαιολογείται η επένδυση, πρέπει να επιλέγονται με τέτοιον τρόπο ώστε συνολικά να έχουν τα προσόντα να κερδίζουν υψηλότερο εισόδημα. Τέλος πρέπει ν’ αποδεχθούμε το γεγονός ότι αφού κατά κανόνα κάποιος άλλος θα πρέπει να πληρώνει για την παιδεία, εκείνοι που θα επωφεληθούν από αυτή θα απολαμβάνουν ένα όφελος το οποίο «δεν κέρδισαν».

 

 (522) Πάντως το γεγονός ότι ορισμένα πλεονεκτήματα πρέπει να περιορίζονται σε μερικούς δεν σημαίνει ότι μία μόνο αρχή πρέπει να έχει την αποκλειστική εξουσία ν’ αποφασίζει σε ποιους πρέπει να πηγαίνουν αυτά τα πλεονεκτήματα. Δεν είναι πιθανό ότι μια τέτοια εξουσία στα χέρια των αρχών θα προωθούσε πραγματικά την παιδεία μακροπρόθεσμα ή ότι θα δημιουργούσε κοινωνικές συνθήκες οι οποίες θα θεωρούνταν πιο ικανοποιητικές ή δίκαιες από τις συνθήκες που θα υπήρχαν διαφορετικά. Για το πρώτο ζήτημα πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι καμιά αρχή δεν πρέπει να έχει το μονοπώλιο να κρίνει πόσο πολύτιμο είναι ένα συγκεκριμένο είδος παιδείας και πόσα πρέπει να επενδυθούν για περισσότερη παιδεία ή σε ποια από τα διαφορετικά είδη παιδείας. Σε μια ελεύθερη κοινωνία δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει ένα μόνο κριτήριο με το οποίο μπορεί ν’ αποφασιστεί η σχετική σημασία διαφορετικών σκοπών ή ο σχετικά επιθυμητός χαρακτήρας διαφόρων μεθόδων. Ίσως σε κανένα άλλο πεδίο η συνεχής διαθεσιμότητα εναλλακτικών τρόπων δεν είναι τόσο σημαντική όσο στο πεδίο της παιδείας, στο οποίο το καθήκον είναι να προετοιμάζονται νέοι άνθρωποι για έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο.

 

(524) Η παθιασμένη επιθυμία για γνώσεις ή ο ασυνήθιστος συνδυασμός ενδιαφερόντων μπορεί να είναι κάτι πιο σημαντικό από πιο ορατά χαρίσματα ή ελέγξιμες ικανότητες και ένα υπόβαθρο γενικών γνώσεων και ενδιαφερόντων ή η υψηλή εκτίμηση για τις γνώσεις την οποία παρήγαγε το οικογενειακό περιβάλλον συχνά συμβάλλουν περισσότερο σε επιτεύγματα παρά η φυσική ικανότητα. Μερικοί άνθρωποι που απολαμβάνουν τα πλεονεκτήματα ενός ευνοϊκού οικογενειακού περιβάλλοντος είναι για την κοινωνία περιουσιακό στοιχείο, το οποίο οι εξισωτικές πολιτικές μπορούν να καταστρέψουν, αλλά το οποίο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς την εμφάνιση άδικων ανισοτήτων. Και αφού η επιθυμία για γνώσεις είναι μια έφεση η οποία πιθανόν μεταβιβάζεται μέσω της οικογένειας, αυτό αποτελεί ισχυρό επιχείρημα υπέρ του να δίνεται στους γονείς οι οποίοι νοιάζονται πολύ για την παιδεία η δυνατότητα να την εξασφαλίζουν με υλικές θυσίες στα παιδιά τους, ακόμη και αν για άλλους λόγους αυτά τα παιδιά αξίζουν λιγότερο από ό,τι άλλα παιδιά που δεν θα αποκτήσουν αυτή την παιδεία.9

 

(526)  Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος αυτού που αποκαλείται ακόμη «πανεπιστημιακή εργασία» είναι ως προς τον χαρακτήρα και την ουσία του απλώς συνέχεια της σχολικής εκπαίδευσης. Μόνο τα «μεταπτυχιακά» τμήματα –στην πραγματικότητα μόνο τα καλύτερα από αυτά- ασχολούνται ακόμη κυρίως με το είδος της εργασίας που χαρακτήριζε τα πανεπιστήμια της ηπειρωτικής Ευρώπης τον προηγούμενο αιώνα.

 

(527) Ωστόσο δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι δεν χρειαζόμαστε εξίσου τον πιο προηγμένο τύπο εργασίας. Το γενικό επίπεδο της πνευματικής ζωής μιας χώρας εξακολουθεί να εξαρτάται κυρίως από αυτό το είδος εργασίας. Και ενώ στις πειραματικές επιστήμες ερευνητικά ινστιτούτα, στα οποία οι νέοι επιστήμονες κάνουν τη μαθητεία τους, εκπληρώνουν σε κάποιο μέτρο αυτή την ανάγκη, υπάρχει ο κίνδυνος σε ορισμένα πεδία γνώσεων η δημοκρατική διεύρυνση της παιδείας να είναι επιβλαβής για την επιδίωξη εκείνης της πρωτότυπης εργασίας που διατηρεί τη γνώση ζωντανή.

 

Όσο και αν η πρόοδος προς μια γνωστή κατεύθυνση μπορεί να επιταχυνθεί χάρη στη σχεδιασμένη οργάνωση της εργασίας η οποία στοχεύει σε κάποιον γνωστό στόχο, τα αποφασιστικά και απρόβλεπτα βήματα στη γενική πρόοδο συνήθως δεν πραγματοποιούνται μέσα από την επιδίωξη συγκεκριμένων σκοπών, αλλά μέσα από την εκμετάλλευση εκείνων των ευκαιριών που ο τυχαίος συνδυασμός συγκεκριμένων γνώσεων και χαρισμάτων, ειδικών συνθηκών και επαφών έβαλε στον δρόμο κάποιου ατόμου.

 

(529) Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι εκείνοι που απέδειξαν ήδη την αξία τους στα μάτια του ομοτίμων τους και γι’ αυτό τον λόγο απέκτησαν ανώτερες θέσεις, στις οποίες μπορούν να καθορίζουν τόσο τη δική τους εργασία όσο και εκείνη των νεοτέρων, θα πρέπει να έχουν μόνιμη θέση. Αυτό είναι ένα προνόμιο το οποίο παρέχεται για λόγους παρόμοιους με εκείνους που έκαναν επιθυμητή τη μονιμότητα των δικαστών και δεν παρέχεται για το συμφέρον του ατόμου, αλλά επειδή σωστά θεωρείται ότι άτομα σ’ αυτές τις θέσεις θα υπηρετήσουν συνολικά το δημόσιο συμφέρον καλύτερα αν προστατεύονται από τις πιέσεις εξωτερικών απόψεων. Φυσικά δεν είναι απεριόριστο προνόμιο και σημαίνει απλώς ότι από τη στιγμή που θα δοθεί, δεν θα μπορεί να αφαιρεθεί παρά μόνο για λόγους οι οποίοι ορίζονται συγκεκριμένα κατά τον αρχικό διορισμό.

 

Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο αυτοί οι όροι δεν θα πρέπει ν’ αλλάζουν για τους νέους διορισμούς, αφού αποκτούμε νέες εμπειρίες, αν και αυτοί οι νέοι όροι δεν θα μπορούν να εφαρμόζονται σε όλους όσοι κατέχουν ήδη αυτό που στις Ηνωμένες Πολιτείες αποκαλείται «tenure». Για παράδειγμα, οι πρόσφατες εμπειρίες μοιάζει να δείχνουν ότι οι όροι του διορισμού θα πρέπει να ορίζουν συγκεκριμένα ότι ο κάτοχος μιας τέτοιας θέσης χάνει το προνόμιο, αν στηρίζει ενσυνειδήτως ή προσχωρήσει σε οποιοδήποτε κίνημα αντιτίθεται στις αρχές στις οποίες στηρίζεται αυτό το προνόμιο. Η ανοχή δεν πρέπει να περιλαμβάνει την υποστήριξη της μη ανοχής. Γι’ αυτόν τον λόγο θεωρώ ότι δεν θα πρέπει να δίνεται μόνιμη θέση σε κάποιον κομμουνιστή, αν και, από τη στιγμή που του δόθηκε μόνιμη θέση χωρίς τέτοιους ρητούς περιορισμούς, αυτός ο διορισμός θα πρέπει είναι σεβαστός, όπως οποιοσδήποτε άλλος παρόμοιος διορισμός.

 

(530) Ωστόσο σήμερα ο κίνδυνος δεν έγκειται τόσο στη φανερή εξωτερική παρέμβαση όσο στον αυξανόμενο έλεγχο τον οποίο δίνουν οι αυξανόμενες οικονομικές ανάγκες της έρευνας σ’ εκείνους που κρατούν το βαλάντιο. Αποτελεί πραγματική απειλή για τα συμφέροντα της επιστημονικής προόδου, επειδή ακόμη και μερικοί επιστήμονες συμμερίζονται το ιδανικό της ενιαίας και συγκεντρωτικής διεύθυνσης όλων των επιστημονικών προσπαθειών που μπορούν να εξυπηρετήσουν την επιστημονική πρόοδο. Αν και αποκρούστηκε επιτυχώς η πρώτη μεγάλη επίθεση, η οποία εξαπολύθηκε τη δεκαετία του 193016 στο όνομα του σχεδιασμού της επιστήμης και υπό ισχυρή μαρξιστική επιρροή, και οι συζητήσεις τις οποίες πυροδότησε επέτρεψαν να κατανοήσουμε καλύτερα τη σημασία την οποία έχει η ελευθερία σ’ αυτό το πεδίο, οι προσπάθειες να «οργανωθεί» η επιστημονική προσπάθεια και να κατευθυνθεί σε συγκεκριμένους στόχους είναι πιθανό να επανεμφανιστούν με νέες μορφές.

 

(531) Ένας άλλος παράγοντας ο οποίος συνέβαλε στην πεποίθηση ότι η διευθυνόμενη έρευνα είναι ανώτερη είναι η αντίληψη που υπερβάλλει κάπως την έκταση στην οποία η σύγχρονη βιομηχανία οφείλει την πρόοδό της στην οργανωμένη ομαδική εργασία των μεγάλων βιομηχανικών εργαστηρίων. Στην πραγματικότητα, όπως αποδείχθηκε πρόσφατα κάπως λεπτομερειακά,18 ακόμη και οι κύριες πρόσφατες τεχνολογικές πρόοδοι προέρχονται από ατομικές προσπάθειες σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από ό,τι πιστεύεται γενικά, συχνά από ανθρώπους που είχαν ερασιτεχνικό ενδιαφέρον ή οδηγήθηκαν τυχαία ν’ ασχοληθούν με αυτά τα προβλήματα. Και αυτό που φαίνεται ότι ισχύει στα πιο εφαρμοσμένα πεδία σίγουρα ισχύει ακόμη περισσότερο στη βασική έρευνα, στην οποία είναι πιο δύσκολο να προβλέψουμε τις σημαντικές προόδους λόγω της ίδιας τους της φύσης. Σ’ αυτό το πεδίο η έμφαση που δίνεται τώρα στην ομαδική εργασία και στη συνεργασία περικλείει πράγματι κινδύνους και στο καθαυτό πεδίο της βασικής έρευνας ο μεγαλύτερος ατομικισμός του Ευρωπαίου (ο οποίος οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι ο Ευρωπαίος χρησιμοποιείται λιγότερο και επομένως εξαρτάται λιγότερο από ευρεία υλική στήριξη) μπορεί να του δίνει ακόμη κάποιο πλεονέκτημα έναντι του Αμερικανού επιστήμονα.

 

(532) Όπως και αλλού, η προστασία της ελευθερίας στο πεδίο του νου και του πνεύματος θα εξαρτηθεί μακροπρόθεσμα από τον διασκορπισμό του ελέγχου των υλικών μέσων και από τη συνεχιζόμενη ύπαρξη ατόμων τα οποία είναι σε θέση να αφιερώνουν μεγάλα ποσά σε σκοπούς που τους φαίνονται σημαντικοί.

 



[1] «Βεβαίως και συνειδητοποιούμε την ανάγκη να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης – όπως εξάλλου είχε εκφραστεί εξ’ αρχής στη Διακήρυξη της Μπολώνιας –, ταυτόχρονα όμως τονίζουμε την ανάγκη να ισορροπηθεί, ή να εξισορροπηθεί, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας με την παράλληλη ενδυνάμωση των κοινωνικών χαρακτηριστικών του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευση».

https://dsep.uop.gr/attachments/Anakoinwseis/eisagwgi_stin_ekpaideutiki_politiki_k5.pdf

 

[2]Το «ρυθμιστικό κράτος» ξαναχτυπά από τ’ αριστερά! Ο νέος νόμος για τα ΑΕΙ

 http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=1428&Itemid=29

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου