Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

Η αντίσταση στη ναζιστική Γερμανία




της Ελένης Αστερίου*

Το κύριο χαρακτηριστικό ενός κλάδου της πρόσφατης διεθνούς ιστοριογραφίας είναι η προσπάθεια να ελαχιστοποιήσει την κτηνώδη τρομοκρατία του ναζιστικού καθεστώτος στο εσωτερικό της Γερμανίας και να υποστηρίξει αντίθετα ότι το ναζιστικό καθεστώς αντλούσε τη δύναμή του από τη στήριξη και τη συναίνεση της συντριπτικής πλειοψηφίας του γερμανικού λαού, περιλαμβανόμενης της γερμανικής εργατικής τάξης. Πρόκειται για επικίνδυνη φιλολογία, που προσπαθεί να αποκρύψει την ταξική φύση του φασισμού και να εξωραΐσει το ναζιστικό καθεστώς επιρρίπτοντας τις κύριες ιστορικές ευθύνες στον ίδιο τον γερμανικό λαό. Στο παρόν άρθρο, παίρνοντας αφορμή από το έργο του Γκετζ Άλυ, θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε τις πραγματικές διαστάσεις της ναζιστικής τρομοκρατίας και της αντίστασης της γερμανικής εργατικής τάξης και του γερμανικού λαού γενικότερα. 
 
Ο Γκετζ Άλυ και ο νέος «αναθεωρητισμός» για τον ναζισμό

Προσφάτως εξέχουσα θέση στον «αναθεωρητισμό» της ιστοριογραφίας για τον ναζισμό, «αναθεωρητισμό» στον οποίο πρωτοπόρο ρόλο έπαιξε ο Ερνστ Νόλτε, έχει καταλάβει ο πολυβραβευμένος Γερμανός δημοσιογράφος και ιστορικός Γκετζ Άλυ, ο οποίος μετά την έκδοση το 2005 του βιβλίου του Το λαϊκό κράτος του Χίτλερ γίνεται όλο και συχνότερη βιβλιογραφική αναφορά. 

 
Από την αρχή του βιβλίου του ο Άλυ δίνει το στίγμα της τοποθέτησής του: «Η μετέπειτα Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας διέθετε για τον έλεγχο των 17 εκατομμυρίων κατοίκων της 190.000 πλήρως εργαζομένους και εξίσου πολλούς απασχολούμενους σε δεύτερο επάγγελμα χαφιέδες της ΣΤΑΖΙ. Η Γκεστάπο διέθετε το 1937, συμπεριλαμβανόμενων των γραμματέων και των διοικητικών υπαλλήλων, μόλις 7.000 συνεργάτες, ενώ η υπηρεσία Ασφαλείας (SD) σαφώς λιγότερους. Επαρκούσαν για να παρακολουθούν τα 60 εκατομμύρια. Οι περισσότεροι δεν χρειάζονταν καμιά επιτήρηση. (…) Επειδή ο Χίτλερ έφθασε στις επιτυχίες εύκολα και με παιδιάστικο τρόπο και παρ’ όλο που την οικονομική άνοδο δεν τη χρηματοδότησε και τόσο αξιοπρεπώς, η δημοτικότητά του αυξήθηκε. Σύντομα ξεπέρασε κατά πολύ τους οπαδούς του κόμματος και αφαίρεσε από την εσωτερική γερμανική αντιπολίτευση τις βάσεις της. Μέχρι το 1938 σταθεροποιήθηκε μια πολιτική κατάσταση την οποία ο Μουσολίνι χαρακτήρισε εύστοχα ως “democrazia totalitaria”. Mετά τα χρόνια του εμφυλίου, του ταξικού μίσους και των κομματικών πολιτικών αποκλεισμών η ανάγκη για λαϊκή ενότητα συσπείρωσε τους Γερμανούς.»1
Ο Άλυ υπερβαίνει τον «αναθεωρητισμό» του Νόλτε. Το ναζιστικό καθεστώς δεν ήταν απλώς απάντηση στη σοβιετική και κομμουνιστική απειλή, αλλά προϊόν της ανάγκης των Γερμανών «για λαϊκή ενότητα». Οι περισσότεροι Γερμανοί «δεν χρειάζονταν καμιά επιτήρηση», αφού για ίδιον συμφέρον στήριζαν το ναζιστικό καθεστώς. Δια της παράθεσης και της σύγκρισης παραποιημένων στοιχείων (στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια του άρθρου) το ναζιστικό καθεστώς εξωραΐζεται, μια και του αρκούσαν οι 7.000 συνεργάτες της Γκεστάπο. Ας επισημάνουμε παρεμπιπτόντως την υιοθέτηση ως «εύστοχου» του χαρακτηρισμού του ναζιστικού καθεστώτος ως «ολοκληρωτικής δημοκρατίας» (!) και την παραπομπή διά της «λαϊκής ενότητας [που] συσπείρωσε τους Γερμανούς» στη ναζιστική ιδεολογία περί «λαϊκής κοινότητας» και υπέρβασης των ταξικών συγκρούσεων μέσω του «εθνικού γερμανικού συμφέροντος».
Ας πάμε όμως στην ουσία της θέσης του Άλυ. Το σχήμα του Άλυ εννοεί ότι η ίδια η εργατική τάξη ένιωσε την ανάγκη «ενότητας των Γερμανών» και στήριξε το ναζιστικό κόμμα και στη συνέχεια το ναζιστικό καθεστώς. Μάλιστα επωφελήθηκε τα μέγιστα από αυτό το καθεστώς, το οποίο, κατά τον Άλυ, εφάρμοσε ευρεία πολιτική κοινωνικών παροχών για την εργατική τάξη, ζήτημα που αποτελεί κύριο θέμα του βιβλίου του. Ο Άλυ πιστεύει περισσότερο από ό,τι οι ίδιοι οι εθνικοσιαλιστές στον «σοσιαλιστικό» χαρακτήρα της πολιτικής τους γράφοντας: «Τα ευρήματα αποδεικνύουν την υψηλή και επιτυχή σοσιαλιστική τακτική ευστροφία των ηγετών των Ναζί.» Η επιτυχημένη οικονομική πολιτική της ναζιστικής ηγεσίας τα χρόνια 1933-1935 «στερέωσε στο εσωτερικό τη βάση της εξουσίας της». Η δύναμη του ναζιστικού καθεστώτος απέρρεε από την «κερδοσκοπική συμπαιγνία μεταξύ λαού και ηγεσίας» εις βάρος των περιουσιών των εβραίων και της καταλήστευσης των κατακτημένων χωρών στον πόλεμο. Μάλιστα ο Άλυ συγκρίνει τη λεγόμενη «αριοποίηση» των εβραϊκών περιουσιών με την «κρατικοποίηση ξένης περιουσίας»: «Η αριοποίηση των περιουσιών και των αντικειμένων των Ευρωπαίων Εβραίων ανήκει στην επαναλαμβανόμενη αλυσίδα των ιδιοκτησιακών επαναστάσεων.» Aκόμη και το έγκλημα του ναζισμού για λογαριασμό του μεγάλου κεφαλαίου πρέπει να φορτωθεί στην εργατική τάξη και την επαναστατική πάλη της για την απαλλοτρίωση της αστικής τάξης, την «ιδιοκτησιακή επανάσταση», όπως την αποκαλεί ο Άλυ. Γι’ αυτό και ο Άλυ θεωρεί ότι «η δικτατορική τρομοκρατία» του ναζιστικού καθεστώτος είναι «υπερτονισμένη» και ότι το έργο του, δείχνοντας τα οφέλη που είχαν η γερμανική εργατική τάξη και ο γερμανικός λαός από το ναζιστικό καθεστώς και την καταλήστευση των κατακτημένων χωρών, καθιστά «ασταθή [τη] θέση για τον κρατικομονοπωλιακό - καπιταλιστικό χαρακτήρα του ναζισμού».2

 
Σε άρθρο του στο Der Spiegel τον Οκτώβριο του 2005 ο Άλυ υποστήριζε ότι οι πολιτικές του Χίτλερ «ωφέλησαν περίπου το 95 τοις εκατό όλων των Γερμανών. Οι Γερμανοί δεν βίωσαν τον εθνικοσοσιαλισμό ως σύστημα τυραννίας και τρόμου αλλά ως καθεστώς κοινωνικής θαλπωρής, ως ένα είδος δικτατορίας που δημιουργούσε αίσθημα άνεσης και θαλπωρής.»3 

Ναζισμός και εργατική τάξη
Εξαρχής το ναζιστικό κόμμα προσέφυγε στη μαζική βία και τρομοκρατία, οι οποίες ήταν αναγκαίες για να εκφοβίσει τα εκατομμύρια των Γερμανών και να εδραιώσει την εξουσία του. Τα γεγονότα διαψεύδουν κατάφωρα όλους όσοι ισχυρίζονται ότι οι ναζιστές δεν χρειάστηκε να εξαπολύσουν βίαιη επίθεση, γιατί μπορούσαν να οικοδομήσουν το καθεστώς τους στηριζόμενοι εξαρχής στην υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας.
Κύριος στόχος του ναζιστικού καθεστώτος ήταν η εργατική τάξη και οι πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις της. Αυτή η στοχευμένη επίθεση είναι μία βασική πλευρά που καταδεικνύει την ταξική φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Ήδη τη νύχτα μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ οι ναζιστές συλλαμβάνουν 1.000 κομμουνιστές και τρεις ημέρες αργότερα τον ηγέτη του KPD, Ερνστ Tαίλμαν. Την επόμενη ημέρα υιοθετείται το «Διάταγμα για την προστασία του λαού και του κράτους», που καταλύει τις βασικές πολιτικές ελευθερίες και αποτελεί τη βάση για τη λεγόμενη «προστατευτική κράτηση» (Schutzhaft), βάσει της οποίας οι συλληφθέντες μπορούσαν να κρατούνται επ’ αόριστον χωρίς κατηγορητήριο και χωρίς δίκη. Μέχρι τις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933 οι συλληφθέντες ανέρχονται σε 5.000 χιλιάδες, για να μη μιλήσουμε για τις άλλες απαγορεύσεις και την αιματηρή βία των Ταγμάτων Εφόδου (SA). Είναι μόνο το πρελούδιο του ολοκληρωτικού πολέμου τον οποίο θα εξαπολύσει το ναζιστικό καθεστώς εναντίον των πολιτικών αντιπάλων του.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1933 η Γερμανία σαρώνεται από κύμα ναζιστικών επιθέσεων, που εστιάζουν κυρίως στις «μεγάλες πόλεις και τις βιομηχανικές περιοχές, λόγω του μεγάλου μεγέθους της εργατικής αντιπολίτευσης».4 Στόχος των ναζιστών είναι να συντρίψουν τη ραχοκοκκαλιά των οργανώσεων της εργατικής τάξης, προκειμένου να εξουδετερώσουν τις δυνατότητες αντίστασής της στον ναζισμό. Το KPD και το SPD τίθενται εκτός νόμου. Η σοσιαλδημοκρατική εργατική συνομοσπονδία ADGB διαλύεται, η ηγεσία της συλλαμβάνεται, τα γραφεία της και οι αγωνιστές της δέχονται τις δολοφονικές επιθέσεις των Ταγμάτων Εφόδου. Μέσα στο 1933 οι κρατούμενοι ανέρχονται σε 200.000, από τους οποίους η συντριπτική πλειοψηφία είναι μέλη του ΚPD, του SPD, συνδικαλιστές, κυρίως κομμουνιστές. Δεκάδες χιλιάδες είναι θύματα απαγωγών των SA και των SS.
Τους πρώτους μήνες του 1933 δημιουργούνται τουλάχιστον 70 στρατόπεδα συγκέντρωσης, παράλληλα με άγνωστο αριθμό κελιών βασανιστηρίων και φυλακών στα γραφεία των Ταγμάτων Εφόδου. Μόνο στο Βερολίνο τα SA και τα SS δημιούργησαν πάνω από 170 κελιά βασανιστηρίων.5 Αρκετές εκατοντάδες πεθαίνουν από τα βασανιστήρια.6 Toν Μάρτιο του 1933 ο Χίμλερ δημιουργεί το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Νταχάου.
Το ναζιστικό καθεστώς προβάλλει την ύπαρξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Για παράδειγμα, το άνοιγμα το 1933 του στρατοπέδου συγκέντρωσης στο Νταχάου, που διευθυνόταν από SS, προβλήθηκε από τον τύπο, παράλληλα με ειδήσεις ότι κομμουνιστές, μέλη της Reichsbanner (πολιτιφυλακή του SPD) και «μαρξιστές» (όπως αποκαλούσαν οι ναζιστές τους σοσιαλδημοκράτες) είχαν εγκλειστεί εκεί και ο αριθμός τους αυξανόταν κατά εκατοντάδες.7 Aυτή η προβολή αποβλέπει να καλλιεργήσει τον γενικευμένο τρόμο, τον οποίο επέτειναν τόσο η απαγόρευση γνωστοποίησης του τι συνέβαινε μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης όσο και η άσχημη φυσική και ψυχική κατάσταση εκείνων που αφήνονταν ελεύθεροι.
Παρ’ όλα αυτά η δυσαρέσκεια και η αντίθεση των εργατών στο ναζιστικό καθεστώς θα συνεχίσουν να εκφράζονται σε όλη τη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ παίρνοντας ποικίλες μορφές, όπως αποχή από την εργασία, βιομηχανικό σαμποτάζ, άρνηση να υπηρετήσουν στον γερμανικό στρατό και να κάνουν τον χιτλερικό χαιρετισμό. Σύμφωνα με τα αρχεία της Γκεστάπο, υπήρξαν εκτεταμένες εργατικές διαμαρτυρίες για την άνοδο των τιμών των τροφίμων το 1935, απεργίες των εργατών που δούλευαν στην κατασκευή των αυτοκινητοδρόμων στα μέσα της δεκαετίας του 1930, σχεδιασμένη επιβράδυνση της εργασίας σε πολεμικές βιομηχανίες.8
Στις εκλογές που οργανώνουν το 1934 και το 1935 οι ναζιστές στα εργοστάσια για την εκλογή «εργατικών αντιπροσώπων» οι εργάτες αντιδρούν με μαζική αποχή, λευκά και άκυρα ψηφοδέλτια. Οι ναζιστές δεν ανακοινώνουν τα αποτελέσματα των εκλογών και στη συνέχεια καταργούν τη διαδικασία.9
Η Γκεστάπο έσπευδε αμέσως στα εργοστάσια σε περιπτώσεις εκδήλωσης δυσαρέσκειας των εργατών ή απεργίας, ενώ από το 1938 η διατήρηση της εργασιακής πειθαρχίας έγινε κεντρική αρμοδιότητα της Γκεστάπο. Επιπλέον μικρά στρατόπεδα συγκέντρωσης (Αrbeitserziehungslager) ήταν προσαρτημένα σε σημαντικές βιομηχανικές επιχειρήσεις. Μέχρι τα μέσα του πολέμου υπήρχαν 165 στρατόπεδα συγκέντρωσης αυτού του είδους. Μέχρι το 1938-39 η Γκεστάπο συνελάμβανε τουλάχιστον 1.000 ακτιβιστές της εργατικής τάξης τον μήνα.10
Η βίαιη καταστροφή των οργανώσεων της εργατικής τάξης με την άνοδο των ναζιστών στην εξουσία και στη συνέχεια η διαρκής απεξάρθρωση των αντιστασιακών οργανώσεων με τις συλλήψεις, τις δολοφονίες και τις εκτελέσεις των αγωνιστών τους σε ένα πλαίσιο γενικευμένης τρομοκρατίας και ελέγχου υπό το Τρίτο Ράιχ δημιούργησαν ένα μοιραίο χάσμα ανάμεσα στην αντίθεση των εργατών στο ναζιστικό καθεστώς και την πολιτική αντίσταση εναντίον του ναζιστικού καθεστώτος. Η ναζιστική τρομοκρατία κατάφερε να εξουδετερώσει τη δυνατότητα μαζικής και οργανωμένης αντίστασης της εργατικής τάξης αλλά τίποτα παραπάνω.
Υπό το Τρίτο Ράιχ η συντριπτική πλειοψηφία των κρατουμένων για πολιτική αντιπολίτευση στα σωφρονιστικά ιδρύματα της Γερμανίας καταγράφονται ως «βιομηχανικοί εργάτες».11 Η «συναίνεση» με τον ναζισμό και η «ευρεία αποδοχή» του ναζιστικού καθεστώτος πρέπει να αναζητηθoύν σε άλλες κοινωνικές τάξεις και κοινωνικά στρώματα και όχι στη γερμανική εργατική τάξη. 
Σε μια μελέτη του για τη γερμανική κοινή γνώμη πριν από τον πόλεμο, ο Ian Kershaw συμπεραίνει: «Το επιχείρημα ότι η εργατική τάξη είχε κερδηθεί σε μεγάλη έκταση από το καθεστώς λόγω των υψηλότερων μισθών, της παροχής απασχόλησης και των πλεονεκτημάτων της εθνικοσοσιαλιστικής κοινωνικής πολιτικής… δεν είναι βάσιμο.»12
Από την άνοδό του έως το τέλος του το ναζιστικό καθεστώς θεωρούσε την εργατική τάξη ως τη μόνη απειλητική συλλογικότητα και ενήργησε αναλόγως. Άλλες κοινωνικές τάξεις και κοινωνικά στρώματα (μεσαία τάξη, αγρότες) στήριξαν ή αποδέχθηκαν το ναζιστικό καθεστώς. Άτομα αυτών των κοινωνικών ομάδων μπορεί να εχθρεύονταν τους ναζιστές ή να συμμετείχαν στη μια ή την άλλη μορφή αντίθεσης ή αντίστασης στο καθεστώς, αλλά αυτά τα στρώματα ως συλλογικότητες δεν αντιτάχθηκαν στο καθεστώς και ούτε θεωρήθηκαν απειλή από το ίδιο. Το γεγονός αυτό αποτελούσε αρνητικό παράγοντα για την γερμανική εργατική τάξη, που ήταν υποχρεωμένη να δράσει σε συνθήκες σχετικής κοινωνικής απομόνωσης.

Ο τρομοκρατικός μηχανισμός του Τρίτου Ράιχ
Ας αρχίσουμε από την Γκεστάπο. Ο Γκαίρινγκ υπό την ιδιότητα του πρωθυπουργού της Πρωσίας δημιουργεί στις 30 Νοεμβρίου 1933 μια ξεχωριστή αστυνομική δύναμη, τη Μυστική Κρατική Αστυνομία (Geheime Staatspolizei, από όπου προέρχεται η συντομογραφική ονομασία Γκεστάπο). Βάση της Γκεστάπο ήταν το τμήμα της πολιτικής αστυνομίας του Βερολίνου που λειτουργούσε ως κέντρο συγκέντρωσης πληροφοριών για τους κομμουνιστές υπό τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Στις 20 Απριλίου 1934 ο Γκαίρινγκ διορίζει επικεφαλής της Γκεστάπο τον Χάινριχ Χίμλερ, ηγέτη των Ες-Ες. Νόμος της 10ης Φεβρουαρίου 1936 θέτει την Γκεστάπο εκτός της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων. Με άλλα λόγια, κανείς δεν μπορούσε να προσφύγει στη δικαιοσύνη εναντίον των ενεργειών της Γκεστάπο. Στις 17 Ιουνίου 1936 ο Χίτλερ διορίζει αρχηγό όλων των αστυνομικών δυνάμεων της Γερμανίας τον Χίμλερ, ο οποίος με τη σειρά του ορίζει υπαρχηγό του τον Ράινχαρντ Χάυντριχ, τον επονομαζόμενο «σφαγέα της Πράγας», ο οποίος τον Ιανουάριο του 1942 προήδρευσε της λεγόμενης διάσκεψης της Βάνζεε για την «τελική λύση του εβραϊκού ζητήματος». Τα Ες Ες (Schutzstaffel, Tάγμα Προστασίας), που ξεκίνησαν ως κλάδος των Ταγμάτων Εφόδου (SA), μετά τη «νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» το 1934 εξελίχθηκαν σε αυτόνομη και πανίσχυρη οργάνωση, που αριθμούσε σχεδόν ένα εκατομμύριο μέλη. Τα Τάγματα Θανάτου, σώμα των Ένοπλων Ες Ες (Waffen-SS), ήταν υπεύθυνα για τη διοίκηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Μεταξύ των πηγών χρηματοδότησης των Ες Ες ήταν και οι «Φίλοι του Reichsführer-SS» (δηλαδή του Χίμλερ), στους οποίους περιλαμβάνονταν ο τραπεζίτης Φρήντριχ Φλικ, ο διευθυντής της IG Farben Χάινριχ Μπύτεφις, εκπρόσωποι εταιρειών όπως η Siemens-Schückert, η Deutsche Bank, η Rheinmetall-Borsig, η ναυτιλιακή εταιρεία Αμβούργο-Αμερική, κ.ά. Οι συνεισφορές των «Φίλων του Reichsführer-SS» ανέρχονταν σε μισό έως ένα εκατομμύριο Reichsmark ετησίως.13
Στις 24 Απριλίου 1934 ο Χίτλερ δημιούργησε ένα Λαϊκό Δικαστήριο για την εκδίκαση πολιτικών υποθέσεων. Το Λαϊκό Δικαστήριο ήταν επικεφαλής ενός ολόκληρου συστήματος Ειδικών Δικαστηρίων σε όλη τη χώρα που εκδίκαζαν πολιτικά αδικήματα, στα οποία περιλαμβάνονταν ακόμη και ανέκδοτα για τον Φύρερ και άλλους ναζιστές ηγέτες. Από το 1934 έως το 1939 σχεδόν όλοι όσοι δικάστηκαν από το Λαϊκό Δικαστήριο ήταν κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες.
Αυτά τα δικαστήρια δεν είχαν το μονοπώλιο των δικών εναντίον των αντιπάλων του ναζιστικού καθεστώτος και της δίωξης ακόμη και της παραμικρής εκδήλωσης αντίθεσης ή κριτικής στο καθεστώς. Ολόκληρο το προϋπάρχον δικαστικό και σωφρονιστικό σύστημα υποτάχθηκε στο ναζιστικό πολιτικό καθεστώς. Μεγάλος αριθμός πολιτικών αδικημάτων εκδικαζόταν από τα τακτικά δικαστήρια, που επέβαλλαν και τη θανατική ποινή με βάση ναζιστικούς νόμους. Επιπλέον μετά την πρώτη περίοδο οι επίσημες κρατικές φυλακές έγιναν ο κύριος χώρος κράτησης των εχθρών του ναζιστικού καθεστώτος. Εισαγγελείς παρέδιδαν άτομα στην αστυνομία για εγκλεισμό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, αν δεν είχαν αποδείξεις για παραπομπή τους σε δίκη. Οι διευθυντές των φυλακών διέθεταν κελιά ή ολόκληρες πτέρυγες φυλακών στην αστυνομία και στα Ες Ες για κρατουμένους υπό «προστατευτική κράτηση». Δικαστικοί έστελναν οδηγίες σε διευθυντές φυλακών να παραδίδουν μετά την έκτιση της ποινής τους «επικίνδυνους κρατουμένους» στην Γκεστάπο, η οποία τους έθετε και πάλι υπό «προστατευτική κράτηση» ή τους έστελνε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.

 
Ένα ολόκληρο οπλοστάσιο νόμων (της 21ης Μαρτίου 1933, της 4ης Απριλίου 1933, της 13ης Οκτωβρίου 1933, της 24ης Απριλίου 1934 και της 20ής Δεκεμβρίου 1934) όριζε τη θανατική ποινή για μια σειρά πολιτικά αδικήματα. Σύμφωνα με τον νόμο της 24ης Απριλίου 1934, όποιος μοίραζε προκηρύξεις κατά του ναζιστικού καθεστώτος μπορούσε να καταδικαστεί σε θάνατο, αφού η κριτική στο καθεστώς μπορούσε να ερμηνευτεί ως «σχεδιασμός» για την αλλαγή του καθεστώτος. Η θανατική ποινή επιφυλασσόταν κυρίως για τους κομμουνιστές.
Τα βασανιστήρια των κρατουμένων από την αστυνομία θεσμοθετούνται με τη μορφή επίσημης συμφωνίας ανάμεσα στο υπουργείο Δικαιοσύνης του Τρίτου Ράιχ και στην αστυνομία με την ονομασία «verschärfte Vernehmung» (εντατικοποιημένη ανάκριση).
Πλάι σε αυτούς τους μηχανισμούς καταστολής και διώξεων θα πρέπει να προσθέσουμε και τον μηχανισμό επιτήρησης των οικοδομικών τετραγώνων, τον οποίο απάρτιζαν μέλη του Ναζιστικού Κόμματος. Σε τοπικό επίπεδο τον κύριο ρόλο τρομοκράτησης και ελέγχου έπαιζαν τα Τάγματα Εφόδου. Στις παραμονές του πολέμου αυτός ο μηχανισμός επανδρωνόταν από περίπου 2.000.000 μέλη και ήταν ιδιαιτέρως μισητός στις εργατικές συνοικίες.14 Στα εργοστάσια και στους χώρους εργασίας αυτόν τον ρόλο επιτήρησης έπαιζαν το ναζιστικό Εργατικό Μέτωπο, οι εργοδότες, οι επιστάτες και η Υπηρεσία Ασφάλειας.
Όσον αφορά τις καταδόσεις στην Γκεστάπο, και σε αυτό το πεδίο υπάρχει ταξική διαφοροποίηση. Οι καταδότες προέρχονταν κυρίως από την κατώτερη μεσαία τάξη και οι περισσότεροι καταγγελλόμενοι ήταν εργάτες. Ο αριθμός των καταδόσεων ήταν μικρότερος σε περιοχές με παράδοση εργατικής αλληλεγγύης και υψηλότερος σε περιοχές όπου οι ναζιστές είχαν μεγάλη υποστήριξη.
Αν αυτοί που παραβίαζαν τον νόμο για τις «κακόβουλες φήμες» προέρχονταν από τη μεσαία και την ανώτερη τάξη, αντιμετωπίζονταν με επιείκεια από την Γκεστάπο και τα δικαστήρια, ενώ αντίθετα με σκληρότητα και ποινές φυλάκισης αν ανήκαν στην εργατική τάξη.
Στα τέλη του 1934 είχαν τεθεί τα θεμέλια για ένα εθνικό σύστημα στρατοπέδων συγκέντρωσης υπό τη διοίκηση των Ες Ες. Το 1937 τα στρατόπεδα είχαν συγκεντροποιηθεί σε ένα σύστημα τεσσάρων μεγάλων στρατοπέδων συγκέντρωσης (Νταχάου, Ζάξενχαουζεν, Μπούχενβαλτ και Λίχτενμπουργκ, το οποίο ήταν στρατόπεδο για τις γυναίκες και το 1939 αντικαταστάθηκε από το Ράβενσμπρυκ), στα οποία προστέθηκαν το 1938 δύο νέα στρατόπεδα συγκέντρωσης, το Φλόσενμπυργκ και το Μάουτχαουζεν, που διευθυνόταν από τα Ες Ες, αλλά συνδεόταν με την εταιρεία Deutsche Erd- und Steinwerke GmbH, για την οποία ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται οι έγκλειστοι του στρατοπέδου. Παρομοίως είχε ανοίξει παράρτημα του Ζάξενχαουζεν στο οποίο οι έγκλειστοι ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται για την παραγωγή τούβλων. Η καταναγκαστική εργασία γινόταν όλο και σημαντικότερη λειτουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Η αρχική σύνθεση των εγκλείστων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που ήταν κυρίως εργάτες, κομμουνιστές, σοσιαλιστές, συνδικαλιστές, αρχίζει να τροποποιείται από το 1936 όταν στους τροφίμους τους προστίθενται τα «αντικοινωνικά» κατά τους ναζιστές στοιχεία και από το 1938 οι εβραίοι. Τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης προηγούνται του Β΄ παγκόσμιου πολέμου και του Ολοκαυτώματος. Όταν το 1940 άνοιξε το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς, το στρατόπεδο του Νταχάου είχε ιστορία επτά και πάνω ετών.
Το 1939 η Γκεστάπο είχε 20.000 άνδρες. Μόνο για την Γκεστάπο του Βερολίνου, ο προϋπολογισμός της αυξήθηκε από 1 εκατομμύριο Reichsmark το 1933 σε 40 εκατομμύρια Reichsmark το 1937.15
Η Γκεστάπο ήταν απλώς τμήμα ενός πολύ ευρύτερου μηχανισμού επιτήρησης, τρομοκρατίας, διώξεων και εξόντωσης των αντιπάλων του ναζιστικού καθεστώτος, ο οποίος περιλάμβανε το σύνολο των Ες Ες, τα Τάγματα Εφόδου, τον δικαστικό και σωφρονιστικό μηχανισμό, το Ναζιστικό Κόμμα και τις ποικίλες οργανώσεις του, τους επιτηρητές των οικοδομικών τετραγώνων, ακόμη και πολιτικά ουδέτερους κρατικούς οργανισμούς, όπως σιδηροδρόμους, ταχυδρομεία, κοινωνικές υπηρεσίες που παρείχαν πληροφορίες στην Γκεστάπο.
Η αποκλειστική αναφορά από τον Άλυ μόνο στην Γκεστάπο και μάλιστα υποβαθμίζοντας τη δύναμή της σε «7.000 συνεργάτες» αποτελεί συνειδητή διαστρέβλωση. Η ιστορική πραγματικότητα διαψεύδει κατάφωρα την εικόνα την οποία θέλουν να παρουσιάζουν ο Άλυ και οι όμοιοί του περί «αυτοεπιτηρούμενης» κοινωνίας. Η γερμανική κοινωνία υφίστατο την επιτήρηση, την τρομοκρατία, τη βία και την κτηνωδία του τεράστιου και τερατώδους κατασταλτικού μηχανισμού του Τρίτου Ράιχ. Και η προβολή αυτής της καταστολής, η καλλιέργεια της εικόνας μιας πανταχού παρούσας Γκεστάπο στόχευαν στο να αποτρέπουν τη μεγάλη μάζα των Γερμανών από την αντίσταση, όταν ήξεραν ότι ακόμη και η κριτική στο καθεστώς συνεπαγόταν τη σύλληψη, τα βασανιστήρια, τη φυλακή ή το στρατόπεδο συγκέντρωσης, τον θάνατο. Ο φόβος και ο τρόμος ήταν πολιτικά εργαλεία του ναζιστικού καθεστώτος από την αρχή έως το τέλος του.
Μέχρι τις αρχές του πολέμου περίπου ένα εκατομμύριο άτομα είχαν συλληφθεί από τη ναζιστική αστυνομία, ενώ χιλιάδες άτομα είχαν εξαφανιστεί χωρίς να αφήσουν ίχνη.16
Σύμφωνα με έγγραφο της Γκεστάπο με ημερομηνία 10 Απριλίου 1939, εκείνη την ημερομηνία υπήρχαν 162.734 άτομα υπό προσωρινή κράτηση, για πολιτικούς λόγους 27.369 άτομα ήταν σε διαδικασία δίκης και 112.432 άτομα είχαν καταδικαστεί.17
Το αξιοσημείωτο είναι ότι παρ’ όλα αυτά υπήρξε γερμανική αντίσταση στον ναζισμό. Μπορεί η δύναμη και η κτηνωδία του ναζιστικού κατασταλτικού μηχανισμού να είχαν ως συνέπεια την αναποτελεσματικότητα και την αδυναμία συγκεντρωτικής δράσης των αντιστασιακών οργανώσεων, όμως υπήρξε αντιναζιστική αντίσταση παρά τη διαχρονική προσπάθεια να αποσιωπηθεί η ύπαρξή της.

Σοσιαλιστική αντίσταση
Ήδη και πριν από την επίσημη απαγόρευση του SPD τον Ιούνιο του 1933, το ναζιστικό καθεστώς είχε αρχίσει τις συλλήψεις ηγετών και βουλευτών του. Οι αυτοεξόριστοι ηγέτες του SPD μεταφέρουν την έδρα της ηγεσίας στην Πράγα. Μέχρι τον Αύγουστο του 1933 όσοι ηγέτες δεν είχαν διαφύγει στο εξωτερικό ήταν στη φυλακή ή σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Μέρος των αγωνιστών του κόμματος που ήθελαν να συνεχίσουν τη δράση στις νέες συνθήκες απέρριπταν τη ρεφορμιστική παράδοση του SPD και αναζητούσαν έναν άλλον δρόμο. Υπό αυτή την πίεση η εξόριστη Εκτελεστική Επιτροπή του SPD (Sopade) στην Πράγα περιλαμβάνει στις γραμμές της εκπροσώπους της αριστερής πτέρυγας και τον Ιανουάριο του 1934 εκδίδει το λεγόμενο Μανιφέστο της Πράγας, που μιλούσε για την απαλλοτρίωση των μεγάλων επιχειρήσεων και γαιοκτησιών μετά την ανατροπή του Χίτλερ. Το ΚPD, επιμένοντας στην παλιά γραμμή του, αδυνατεί να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για ενιαίο μέτωπο χαρακτηρίζοντας την άποψη της σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς μη ειλικρινή και επικίνδυνη. Στο κεφάλαιο για την κομμουνιστική αντίσταση θα αναφερθούμε πιο αναλυτικά στην αρνητική στάση της Sopade απέναντι στις προτάσεις του ΚPD για ενιαίο εργατικό μέτωπο το 1935.
Η εξόριστη ηγεσία δεν επιδίωξε να δώσει στη σοσιαλιστική αντίσταση συγκεντρωτικό χαρακτήρα. Οι σοσιαλιστικές αντιστασιακές οργανώσεις δεν ξεπέρασαν τις τοπικές, χαλαρά οργανωμένες ομάδες.
Η περιφερειακή επιτροπή του Βερολίνου του SPD, με τη στήριξη της Sopade, εκδίδει στην παρανομία την εφημερίδα Sozialistische Aktion, που κυκλοφορούσε τοπικά. Τον Ιανουάριο του 1935 η Γκεστάπο συλλαμβάνει τα μέλη της επιτροπής. Στο Ανόβερο ο νεαρός Βέρνερ Μπλούμπεργκ δημιουργεί μια παράνομη οργάνωση, το Σοσιαλιστικό Μέτωπο, που εκδίδει σε πολυγραφημένη μορφή το έντυπο Sozialistische Blätter. Παρόμοιες μικρότερες ομάδες δημιουργούνται στο Άουγκσμπουργκ, το Ρέγκενσμπουργκ και το Μόναχο.18
Η αντιστασιακή οργάνωση Roter Stosstrupp είχε περίπου 3.000 μέλη και αποτελούνταν κυρίως από φοιτητές στην περιοχή του Βερολίνου. Εξέδιδε κάθε 10 ημέρες την εφημερίδα Der rote Stosstrupp. Tα άρθρα της εφημερίδας υποστήριζαν ότι το ναζιστικό καθεστώς θα ανατρεπόταν από την επαναστατική δράση της γερμανικής εργατικής τάξης. Τον Δεκέμβριο του 1933 η Γκεστάπο συλλαμβάνει τους ηγέτες της οργάνωσης και τους στέλνει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Oι σοσιαλιστές εργάτες συμμετέχουν στην πάλη για την καταψήφιση των ναζιστών υποψηφίων στις εκλογές «εργατικών αντιπροσώπων» το 1934 και το 1935.
Παράνομες ομάδες σοσιαλδημοκρατών με αφισέτες και προκηρύξεις κάνουν καμπάνια για το «όχι» στο δημοψήφισμα της 19ης Αυγούστου 1934 που οργανώνει το ναζιστικό καθεστώς για την «επικύρωση» της συγκέντρωσης των εξουσιών του αρχηγού του κράτους και του πρωθυπουργού στα χέρια του Χίτλερ. Το καθεστώς απαντά με μαζικές συλλήψεις σε όλη τη Γερμανία. Μόνο στο Ρουρ και στην περιοχή του Ρήνου συλλαμβάνονται 1.200 σοσιαλδημοκράτες αγωνιστές. Νέο κύμα συλλήψεων ακολουθεί το μοίρασμα από τη σοσιαλδημοκρατική αντίσταση προκήρυξης για την Πρωτομαγιά του 1935. Στα τέλη του 1935 οι αντιστασιακές σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις έχουν εξαρθρωθεί.
Η εξόριστη ηγεσία του SPD θεωρεί ότι η συνέχιση των παράνομων αντιστασιακών δραστηριοτήτων, περιλαμβανόμενων των αντιναζιστικών προκηρύξεων και εντύπων, ήταν επικίνδυνη και ατελέσφορη απέναντι στην ισχύ και την καταστολή του ναζιστικού καθεστώτος και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μόνο ο στρατός θα μπορούσε να ανατρέψει τον Χίτλερ.19
Στη σοσιαλιστική αντιναζιστική αντίσταση θα πρέπει να αναφέρουμε την ομάδα Νέο Ξεκίνημα (Neu Beginnen). H oμάδα πήρε το όνομά της από μια μπροσούρα γραμμένη το 1932 από έναν ηγέτη της στην οποία υποστήριζε την ενότητα των σοσιαλδημοκρατών και των κομμουνιστών για την καταπολέμηση του ναζισμού. Το 1935 η σύλληψη των πιο δραστήριων μελών της εξαρθρώνει την οργάνωση, ενώ νέο κύμα συλλήψεων το 1938 αποδεκατίζει την ήδη εξαιρετικά αποδυναμωμένη ομάδα.
Παρομοίως μέχρι το 1935 η καταστολή έχει εξαρθρώσει το SAP (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα), αριστερή διάσπαση του SPD το 1931.


Αντιναζιστική αντίσταση στη νεολαία
Οι αντιστασιακές δραστηριότητες στη νεολαία αναπτύσσονται κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και στη διάρκεια του πολέμου. Το γεγονός είναι αξιοσημείωτο, γιατί σημαίνει ότι οι νέοι και οι νέες που συμμετείχαν στην αντιναζιστική πάλη το μόνο που είχαν γνωρίσει ήταν το καθεστώς του Τρίτου Ράιχ, την πανταχού παρούσα προπαγάνδα του, από το σχολείο μέχρι τις ναζιστικές οργανώσεις νέων (Νεολαία Χίτλερ για τα αγόρια, Ένωση Γερμανίδων Κορασίδων) και δεν είχαν καμιά εμπειρία από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, την πολιτική πάλη και το οργανωμένο εργατικό κίνημα.
Oι Πειρατές των Εντελβάις
Οι Πειρατές των Εντελβάις δημιουργούνται στα τέλη της δεκαετίας του 1930 στις εργατικές συνοικίες μιας σειράς δυτικογερμανικών πόλεων, κυρίως στην Κολωνία, στο Ντύσελντορφ, στο Έσεν, στο Βούπερταλ και στο Ντούισμπουργκ. Αποτελούνταν από αγόρια ηλικίας 12 έως 18 ετών και σε μικρότερο βαθμό από κορίτσια. Ντύνονταν αντισυμβατικά για να τονίσουν την επιθυμία τους για ελευθερία και πήραν το όνομά τους από το μεταλλικό σήμα με ένα εντελβάις που φορούσαν. Ένα από τα κύρια συνθήματα που έγραφαν στους τοίχους ήταν «Αιώνιος πόλεμος εναντίον της Νεολαίας Χίτλερ».
Οι αντιστασιακές δραστηριότητες των Πειρατών των Εντελβάις αναπτύχθηκαν κυρίως στη διάρκεια του πολέμου. Στις πόλεις συγκρούονταν με μέλη της Νεολαίας Χίτλερ και έγραφαν συνθήματα όπως «Κάτω ο Χίτλερ. Θέλουμε ελευθερία», «Μετάλλια για φόνο» και «Κάτω η ναζιστική κτηνωδία».
Ομάδες των Πειρατών των Εντελβάις οργάνωσαν επίσης ένοπλες επιθέσεις εναντίον της μισητής Γκεστάπο.20
Σε μερικές περιπτώσεις συνεργάστηκαν με άλλες αντιστασιακές ομάδες, κυρίως κομμουνιστικές, σε ενέργειες βιομηχανικού σαμποτάζ. Την τελευταία περίοδο του πολέμου προστάτευαν Γερμανούς λιποτάκτες στρατιώτες. Οι νέοι Πειρατές των Εντελβάις συμμετείχαν σε αυτές τις ενέργειες παρότι ήξεραν ότι συνεπάγονταν τον κίνδυνο ακόμη και της εκτέλεσής τους.
Οι Πειρατές των Εντελβάις, έκφραση της αναπτυσσόμενης αποξένωσης της εργατικής νεολαίας από το ναζιστικό καθεστώς, αντιμετωπίστηκαν δεόντως από την Γκεστάπο. Τον Δεκέμβριο του 1942 εκατοντάδες Πειρατές των Εντελβάις συλλαμβάνονται στο Ντύσελντορφ, στο Έσεν, στο Βούπερταλ και στο Ντούισμπουργκ και στέλνονται σε «στρατόπεδο επανεκπαίδευσης». Τον Οκτώβριο του 1944 τα Ες Ες εκδίδουν διάταγμα για την «καταπολέμηση των νεολαιίστικων συμμοριών» που οδηγεί σε νέο κύμα συλλήψεων Πειρατών των Εντελβάις. Τον Νοέμβριο του 1944 οι ηγέτες των Πειρατών των Εντελβάις στην Κολωνία απαγχονίζονται δημοσίως.21
Το Λευκό Ρόδο
Το Λευκό Ρόδο ήταν οργάνωση φοιτητών με κύριο πυρήνα στο Μόναχο και γνωστότερους ηγέτες τον Χανς Σολ και τη μικρότερη αδελφή του, Σόφι Σολ. Ο Χανς Σολ, που τα πρώτα χρόνια του πολέμου είχε υπηρετήσει ως φοιτητής της ιατρικής στο ιατρικό σώμα του στρατού στο ανατολικό μέτωπο, γνώρισε τις ωμότητες του γερμανικού στρατού εναντίον των εβραίων και των αιχμαλώτων πολέμου. Όταν επιστρέφει στο Μόναχο το 1942, είναι αποφασισμένος να συμμετάσχει στην αντίσταση εναντίον του ναζιστικού καθεστώτος. Η Σόφι, επίσης φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, συμμετέχει στην ομάδα του αδελφού της. Χαρακτηριστική της στάσης της Σόφι ενάντια στον πόλεμο ήταν η άρνησή της να συμμετάσχει στην καμπάνια του χιτλερικού καθεστώτος τον χειμώνα του 1941-42 για τη συγκέντρωση ζεστών ρούχων για τους Γερμανούς στρατιώτες στο ανατολικό μέτωπο λέγοντας: «Δεν έχει σημασία αν Γερμανοί ή Ρώσοι στρατιώτες πεθαίνουν από το κρύο, είναι εξίσου τρομερό. Όμως πρέπει να χάσουμε τον πόλεμο. Αν συμβάλουμε με ζεστά ρούχα, θα τον παρατείνουμε.»22
Από το καλοκαίρι του 1942 έως τον Φεβρουάριο του 1943 το Λευκό Ρόδο έβγαλε έξι φυλλάδια, που μοιράστηκαν στην Κολωνία, στο Ίνσμπουργκ, στο Έσεν, στο Ανόβερο, στη Στουτγάρδη, στη Φρανκφούρτη, στη Νυρεμβέργη και στο Μόναχο. Η ομάδα έγραφε επίσης αντιναζιστικά συνθήματα σε δημόσια κτήρια πόλεων. Το πρώτο φυλλάδιo το καλοκαίρι του 1942 παρακινεί τον γερμανικό λαό να σαμποτάρει την πολεμική βιομηχανία, να μποϊκοτάρει τις συγκεντρώσεις του ναζιστικού κόμματος και γενικά να αποδυναμώσει την πολεμική μηχανή του καθεστώτος. Το τελευταίο φυλλάδιο βγήκε λίγες ημέρες μετά την ήττα των γερμανικών στρατευμάτων στο Στάλινγκραντ τον Φεβρουάριο του 1943 και δήλωνε ότι ο Χίτλερ δεν μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο. Επίσης το Λευκό Ρόδο καταγγέλλει στα φυλλάδιά του τα ναζιστικά εγκλήματα εναντίον των εβραίων στην ανατολική Ευρώπη. 
 
Τον Φεβρουάριο του 1943 ο γκάουλαϊτερ του Μονάχου κάνει ομιλία στο Πανεπιστήμιο στην οποία καλεί τις φοιτήτριες να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους και «να κάνουν ένα παιδί για τον Χίτλερ». Πολλές φοιτήτριες γιουχάρουν την ομιλία και αποχωρούν από την αίθουσα. Η Γκεστάπο τις συλλαμβάνει κατά την έξοδό τους. Ακολουθεί αντιναζιστική διαδήλωση στην πανεπιστημιούπολη και στη συνέχεια στους δρόμους του Μονάχου, η πρώτη δημόσια διαδήλωση από το 1933.23
Στις 3 Φεβρουαρίου το γερμανικό ραδιόφωνο αναγγέλλει τη γερμανική ήττα στο Στάλινγκραντ. Την ίδια νύχτα ο Χανς και η Σόφι Σολ γράφουν αντιναζιστικά συνθήματα στα πανεπιστημιακά κτήρια. Νωρίς το πρωί της 18ης Φεβρουαρίου ενώ ο Χανς και η Σόφι πετούν προκηρύξεις στον διάδρομο του κύριου κτηρίου του πανεπιστημίου εντοπίζονται από τον ένοπλο αρχιφύλακα, που τους συλλαμβάνει και τους παραδίδει στην Γκεστάπο. Ακολουθούν συλλήψεις και άλλων αγωνιστών του Λευκού Ρόδου. Παρά τις ανακρίσεις δεν αποκαλύπτουν τα ονόματα άλλων μελών της οργάνωσής τους. Στις 22 Φεβρουαρίου στη δίκη από ειδικό «Λαϊκό Δικαστήριο» ο Χανς Σολ, η Σόφι Σολ και ο Κρίστοφ Προμπστ φέρνουν φανερά σημάδια των βασανιστηρίων που έχουν υποστεί κατά την ανάκριση. Και οι τρεις καταδικάζονται σε θάνατο και εκτελούνται το ίδιο βράδυ.
Και άλλες νεολαιίστικες ομάδες συνδέουν την αντιναζιστική πάλη με την ήττα της Γερμανίας στον πόλεμο. Η ομάδα του Άλφρεντ Σμιτ-Σας στο Βερολίνο αποτελούνταν από νέους 19 έως 21 ετών. Το 1942 οι αφισέτες τους, τις οποίες κολλούσαν πάνω στις ναζιστικές αφίσες, έγραφαν: «Για την ελευθερία και τη νίκη: πόλεμο στην τρέλα του πολέμου», «Νίκη του Χίτλερ: αιώνιος πόλεμος. Νίκη του λαού: τέλος του πολέμου», «Εργάτες, επιβραδύνετε τον ρυθμό εργασίας! Μη δίνετε τίποτα στους εράνους των ναζιστών! Στηρίξτε τις οικογένειες των συλληφθέντων συντρόφων!» Στη δίκη μελών της ομάδας τον Οκτώβριο του 1942 πέντε νέοι καταδικάζονται σε θάνατο.24
 
 
Η κομμουνιστική αντίσταση
Η περίοδος 1933-1935
Αμέσως μετά τις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933 το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD) υπέστη όλη τη ναζιστική κτηνωδία για τη βίαιη διάλυσή του με μαζικές συλλήψεις, εγκλεισμό των αγωνιστών του σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, κατασχέσεις τυπογραφικών μηχανημάτων, πολυγράφων, έντυπου υλικού. Στόχος των ναζιστών ήταν να τσακίσουν το ηθικό όλης της εργατικής τάξης και να καταστήσουν το KPD ανίκανο να αναλάβει οποιαδήποτε αντιναζιστική δραστηριότητα. Αυτές οι επιθέσεις παίρνουν στις εργατικές συνοικίες τη μορφή επιχειρήσεων στρατιωτικού τύπου («μπλόκων») από τις δυνάμεις των Ες Ες και των Ταγμάτων Εφόδου. Οι μεγαλύτερες απώλειες του KPD είναι σε επίπεδο πόλεων και συνοικιών, τοπικών οργανώσεων, δημοτικών συμβούλων και δημόσιων προσώπων του. Στην πρώτη φάση μέρος των στελεχών του κόμματος διαφεύγει τη σύλληψη, καθώς είχε αρχίσει ήδη η διαδικασία περάσματος στην παρανομία.
Σε αυτή τη φάση το πρώτιστο καθήκον ήταν η επιβίωση και η αναδιοργάνωση του κόμματος. Επαγγελματικά στελέχη στέλνονταν σε πόλεις στις οποίες είναι άγνωστα με στόχο να συνδεθούν με αξιόπιστους αγωνιστές οι οποίοι έχουν διαφύγει τη σύλληψη για να ανασυγκροτήσουν την οργάνωση στην παρανομία.
Η παθητικότητα επηρεάζει μόνο την περιφέρεια του κόμματος. Σημαντικό τμήμα των μελών του κόμματος συνεχίζει να εκφράζει την αφοσίωσή του στην υπόθεση πληρώνοντας συνδρομές στο κόμμα και αγοράζοντας τα έντυπά του. Οι κίνδυνοι τους οποίους συνεπάγονταν αυτές οι πράξεις τις καθιστούν πολιτικό γεγονός μεγάλης σημασίας. Το καλοκαίρι του 1933 το 50 τοις εκατό των μελών του KPD εξακολουθούσε να πληρώνει τη συνδρομή του στο κόμμα.
Το δεύτερο καθήκον ήταν να διατηρήσουν την επαφή με τις μάζες. Εκδίδονται αντιναζιστικές προκηρύξεις σε χιλιάδες αντίτυπα, τις οποίες μοιράζουν οι τοπικές ομάδες. Ένας τρόπος μοιράσματος των προκηρύξεων ήταν η τοποθέτησή τους στα γραμματοκιβώτια. Αναρτούν την κόκκινη σημαία σε ψηλά κτήρια, κολλούν αφισέτες, γράφουν συνθήματα σε τοίχους. Η προσπάθεια να διατηρήσουν την επαφή με τις μάζες εκφράζεται στη συνεχή ροή προκηρύξεων του ΚPD και στον μεγάλο αριθμό τους. Την περίοδο 1933-1935 το KPD παρήγαγε και διένειμε πάνω από ένα εκατομμύριο αντιναζιστικές προκηρύξεις. Σύμφωνα με εκθέσεις της Γκεστάπο, το 1934 1,2 εκατομμύριο κομμουνιστικά αντιναζιστικά φυλλάδια έπεσαν στα χέρια της αστυνομίας στα σύνορα στην προσπάθεια αγωνιστών να τα εισαγάγουν παράνομα στη Γερμανία και το 1935 1,67 εκατομμύριο.25
Η εφημερίδα του KPD, Rote Fahne,  συντασσόταν στο εξωτερικό, αλλά τυπωνόταν σε μια σειρά κέντρα εντός της χώρας, όπως για παράδειγμα στο παράνομο τυπογραφείο στο Σόλινγκεν-Όλιγκς, που τύπωνε περίπου 10.000 αντίτυπα της κάθε έκδοσης μία ή δύο φορές τον μήνα. Συνολικά τυπώνονταν εντός της Γερμανίας περίπου 60.000 αντίτυπα της Rote Fahne. Eκτός από τη Rote Fahne και άλλες περιφερειακές κομμουνιστικές εφημερίδες τυπώνονταν και μοιράζονταν παράνομα από το 1933 έως το 1935.
Σε ορισμένα μέρη της Γερμανίας οι κομμουνιστές οργάνωσαν μυστικές συγκεντρώσεις για την Πρωτομαγιά. Στις «εκλογές» για τους εργατικούς αντιπροσώπους στα εργοστάσια τις οποίες οργανώνουν οι ναζιστές καλούν με προκηρύξεις στην καταψήφιση των ναζιστών υποψηφίων. Στο δημοψήφισμα τον Αύγουστο του 1934 μοιράζουν προπαγανδιστικό υλικό για το «όχι». Στα μέσα του 1934 στο Έσεν 7.000 εργάτες διαδηλώνουν στον τάφο ενός κομμουνιστή που είχε πεθάνει στη διάρκεια της κράτησής του.
Το 1935 η επαναφορά από το ναζιστικό καθεστώς της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας δίνει την ευκαιρία στους κομμουνιστές για ζύμωση στη νεολαία. Προκήρυξη της Κομμουνιστικής Νεολαίας που κυκλοφορεί στη συνοικία Πάνκοφ του Βερολίνου εξηγεί ότι το μέτρο δεν αποβλέπει στην εθνική άμυνα, όπως ισχυρίζεται το καθεστώς, αλλά εξυπηρετεί τους στόχους της ιμπεριαλιστικής κατάκτησης και επίθεσης.26
Η δίκη του Δημητρόφ και των συντρόφων του για τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, η οποία διεξήχθη από τον Σεπτέμβριο έως τον Δεκέμβριο του 1933, ήταν μια πολιτική μάχη κρίσιμης σημασίας. Σε όλη τη διάρκεια της δίκης εκδίδονταν φυλλάδια, αρχικά δύο φορές την εβδομάδα και αργότερα μία φορά, με ενημέρωση για τη δίκη και άλλο υλικό, όπως η ομιλία του Δημητρόφ. Επίσης μοιράστηκαν χιλιάδες αντίτυπα της Φαιάς Βίβλου για την τρομοκρατία του Χίτλερ και την πυρκαγιά του Ράιχσταγκ, που κομμουνιστές αγωνιστές έφεραν παράνομα στη Γερμανία. Η Φαιά Βίβλος είχε τυπωθεί με τον αθώο τίτλο Elektrowärme im Haushalt (Οικιακή θέρμανση με ηλεκτρισμό) στο εξώφυλλό της, πρακτική που χρησιμοποιήθηκε και για άλλες κομμουνιστικές εκδόσεις. Η παγκόσμια δημοσιότητα η οποία δόθηκε στη δίκη, την οποία ο Δημητρόφ μετέτρεψε σε κατηγορητήριο εναντίον των ναζιστών γελοιοποιώντας τον Γκαίρινγκ o οποίος κατέθεσε ως μάρτυρας, και η αθώωση των κατηγορούμενων κομμουνιστών ήταν μια σημαντική πολιτική νίκη για το KPD, που προετοιμαζόταν για ανάλογη καμπάνια σε σχέση με τη δίκη του Ερνστ Ταίλμαν. Όμως οι ναζιστές είχαν βγάλει τα συμπεράσματά τους από τη δίκη του Δημητρόφ. Η δίκη του Ταίλμαν αναβλήθηκε επ’ αόριστον και δεν έγινε ποτέ. Στο εξής η δημοσιότητα των δικών ελεγχόταν αυστηρά, η νομοθεσία έγινε σκληρότερη και παρόμοιες υποθέσεις παραπέμπονταν στο Λαϊκό Δικαστήριο και στα Ειδικά Δικαστήρια. Εξάλλου η δολοφονία κομμουνιστών ηγετών, η «αυτοκτονία» τους στο κελί των βασανιστηρίων ή η «εξαφάνισή» τους ήταν πιο βολική μέθοδος για τους ναζιστές από την παραπομπή τους σε δημόσια δίκη.
Ήδη στα τέλη Μαΐου 1933 το Πολιτικό Γραφείο αποφασίζει να διαιρεθεί σε δύο τμήματα: μια ηγεσία του εσωτερικού (Inlandsleitung) με έδρα το Βερολίνο στην οποία ηγείται ο Σερ, και μια ηγεσία του εξωτερικού (Auslandsleitung), που απαρτίζεται από τον Πηκ, τον Ντάλεμ και τον Φλόριν, με έδρα το Παρίσι. Το φθινόπωρο του 1933 η θέση των μελών του Π.Γ. που έχουν μείνει στη Γερμανία είναι πολύ επισφαλής και αποφασίζεται να φύγουν από τη Γερμανία. Ο Σερ παραμένει για να αναδιοργανώσει τη νέα ηγεσία του εσωτερικού από αγωνιστές που είχαν αποδείξει τις ικανότητές τους στην παράνομη δουλειά. Στις 13 Νοεμβρίου 1933 ο Σερ και τα νέα μέλη της ηγεσίας του εσωτερικού συλλαμβάνονται και εκτελούνται χωρίς δίκη. Αντικαθίστανται από νέα ηγεσία του εσωτερικού, η οποία λειτουργεί ως ομάδα ολόκληρο το 1934. Σύμφωνα με τις αναφορές της προς τη γραμματεία στο εξωτερικό είχε ρίξει το βάρος στην ανασυγκρότηση σε βιομηχανικές περιοχές.27
Η διατήρηση της παράνομης δομής του KPD απαιτεί μια τεράστια προσπάθεια από την πλευρά των στελεχών και των αγωνιστών του, μια καθημερινή πάλη για να ξεφύγουν από τον τεράστιο ναζιστικό μηχανισμό επιτήρησης. Ο μέγιστος χρόνος που κάποιος κομμουνιστής αγωνιστής ο οποίος δραστηριοποιούνταν στην παράνομη αντιστασιακή πάλη μπορούσε να περάσει απαρατήρητος από την αστυνομία ήταν οι έξι μήνες. Το 1934 και το 1935 ο κλοιός της Γκεστάπο γύρω από το KPD σφίγγει όλο και περισσότερο. Το κρίσιμο σημείο εξάρθρωσης των παράνομων οργανώσεων του KPD μέσω μαζικών συλλήψεων σε όλη τη Γερμανία είναι ο χειμώνας του 1934-1935. Οργανώσεις πόλεων και περιοχών διαλύονται από τα κτυπήματα της καταστολής, όπως και η Κόκκινη Βοήθεια, που στήριζε τις οικογένειες των κρατουμένων. Ανάλογα κτυπήματα δέχεται και ο «τεχνικός κλάδος» (Die Technik), δηλαδή ο μηχανισμός εκτύπωσης των εντύπων του κόμματος. Τον χειμώνα του 1934-35 η Γκεστάπο ανακαλύπτει το τυπογραφείο στο Σόλινγκεν-Όλιγκς, όπως και το τυπογραφείο στην Κολωνία. Στις 27 Μαρτίου 1935 συλλαμβάνεται όλη η νέα εθνική εσωτερική ηγεσία του KPD στο Βερολίνο.
Οι λέξεις «μαζική δουλειά» και «μαζικές οργανώσεις» χαρακτήριζαν τις τακτικές των κομμουνιστών μέχρι το καλοκαίρι του 1934. Αυτές απέρρεαν από μια αντίληψη που υποτιμούσε το μέγεθος της ήττας την οποία είχε υποστεί η εργατική τάξη αλλά και το ίδιο το KPD με την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία το 1933 και στηρίζονταν στη συνέχιση της γραμμής της περιόδου μετά το 1928. Η ίδια λανθασμένη εκτίμηση διατυπωνόταν σε δύο διακηρύξεις της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς για την κατάσταση στη Γερμανία στις 5 Μαρτίου και την 1η Απριλίου 1933, καθώς και στην απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς στη 13η Ολομέλειά της τον Δεκέμβριο του 1933. Στο οργανωτικό επίπεδο αυτή η λανθασμένη εκτίμηση εκφράστηκε στη διατήρηση της συγκεντρωτικής δομής του κόμματος στις συνθήκες της παρανομίας. Αν και το KPD περίμενε τη βίαιη καταστολή του ναζιστικού καθεστώτος, τόσο το μέγεθός της όσο και η θηριωδία της ξεπέρασαν τις όποιες προβλέψεις.
Η κριτική στη λανθασμένη γραμμή του KPD δεν υποβαθμίζει ούτε τον ηρωισμό των αγωνιστών του ούτε τη σημασία της πάλης τους ενάντια στον ναζισμό. Ακόμη και αστοί ιστορικοί (φυσικά όχι της σχολής του Νόλτε και του Άλυ), όπως ο Ρίτσαρντ Έβανς, αναγνωρίζουν: «Από όλες τις ομάδες που αντιστάθηκαν στον ναζισμό τα πρώτα χρόνια του Τρίτου Ράιχ, οι κομμουνιστές ήταν οι πιο επίμονοι και οι πιο ατρόμητοι. Κατά συνέπεια πλήρωσαν το μεγαλύτερο τίμημα.»28
Βαθμιαία ηγεσία και αγωνιστές είναι υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουν, μέσα από την ίδια την πάλη τους για την επιβίωση του κόμματός τους, το μέγεθος της ήττας του 1933 και, μέσα από τη διάψευση των προσδοκιών τους της πρώτης περιόδου, ότι η πάλη κατά του ναζισμού θα ήταν πολύ πιο μακροχρόνια και δυσκολότερη από ό,τι είχαν προβλέψει.

Αλλαγή γραμμής
Στις 30 Ιανουαρίου 1935 η Κεντρική Επιτροπή του ΚPD υιοθετεί απόφαση με τίτλο «Προλεταριακό Ενιαίο Μέτωπο και Αντιφασιστικό Λαϊκό Μέτωπο για την ανατροπή της φασιστικής δικτατορίας». Στις 11 Φεβρουαρίου 1935 η ηγεσία του ΚPD απευθύνει στην Εκτελεστική Επιτροπή του SPD ανοιχτή επιστολή ζητώντας διαπραγματεύσεις για ενιαία δράση. Όμως οι συνθήκες είναι λιγότερο ευνοϊκές από ό,τι έναν χρόνο νωρίτερα. Η αριστερή πτέρυγα του SPD, η οποία εκπροσωπούνταν στην Εκτελεστική Επιτροπή του SPD από τον Άουφχοϋσερ και τον Μπέχελ και ευνοούσε την ενότητα με το ΚPD, είχε αρχίσει να χάνει έδαφος εντός του SPD. Η πλειοψηφία της Εκτελεστικής Επιτροπής του SPD είχε πάρει το πάνω χέρι εγκαταλείποντας ταυτοχρόνως ακόμη και τη φραστική επίκληση του Μανιφέστου της Πράγας. Η ηγεσία του SPD όχι μόνο αρνείται την πρόταση του KPD, αλλά και διαγράφει τον Άουφχοϋσερ και τον Μπέχελ.
Σε ορισμένες περιοχές στις οποίες οι τοπικές παράνομες οργανώσεις του SPD ήταν διατεθειμένες για κοινή δράση με τους κομμουνιστές, αλλά δεν ήθελαν να έρθουν σε ανοιχτή ρήξη με την εξόριστη ηγεσία τους, η Κόκκινη Βοήθεια υποκατέστησε το KPD στις συμφωνίες για κοινή δράση. Για παράδειγμα, τον Ιανουάριο του 1935 κυκλοφόρησε με τη μορφή προκήρυξης κάλεσμα για κοινή δράση το οποίο υπέγραφαν οι ηγεσίες του SPD και της Κόκκινης Βοήθειας για το Μπάντεν του κέντρου και του νότου, ενώ στις 26 Ιουνίου 1935 κυκλοφόρησε ανάλογη προκήρυξη την οποία υπέγραφαν το SPD και το προεδρείο της Κόκκινης Βοήθειας του Βερολίνου-Βραδεμβούργου. Το σημαντικότερο επίτευγμα ενιαίου μετώπου στο δυτικό τμήμα της Γερμανίας, η ενότητα που είχε επιτευχθεί μεταξύ των κομμουνιστών και των σοσιαλδημοκρατών εργατών στο Βούπερταλ, συντρίβεται με μαζικές συλλήψεις, οι οποίες συμπίπτουν χρονικά με την απόρριψη της πρότασης του KPD από την εξόριστη ηγεσία του SPD.29
Μετά τα πλήγματα του 1935 στο οργανωτικό επίπεδο δεν γίνεται καμιά προσπάθεια ανασυγκρότησης της συγκεντρωτικής εσωτερικής ηγεσίας του KPD στο Βερολίνο. Εισάγεται ένα αποκεντρωμένο σύστημα στη βάση της διαίρεσης σε έξι τομείς, που ο καθένας διευθύνεται από την ηγεσία του τομέα σε μια γειτονική χώρα. Toν Οκτώβριο του 1935 συγκαλείται η λεγόμενη συνδιάσκεψη των Βρυξελλών του KPD (στην πραγματικότητα έγινε στη Μόσχα) με τη συμμετοχή 38 αντιπροσώπων με δικαίωμα ψήφου, από τους οποίους οι 22 αντιπρόσωποι προέρχονται από τις παράνομες οργανώσεις στη Γερμανία. Εκλέγεται νέα Κεντρική Επιτροπή 18 μελών και εννεαμελές Πολιτικό Γραφείο (στο οποίο περιλαμβάνεται ο Ταίλμαν), του οποίου πέντε μέλη είναι υπεύθυνα για την παράνομη δουλειά στη Γερμανία. Ένα τμήμα του Π.Γ. παραμένει στη Μόσχα και ένα άλλο τμήμα εγκαθίσταται αρχικά στην Πράγα και στη συνέχεια στο Παρίσι υπό την ευθύνη του Ντάλεμ και από το 1937 θεωρείται η γραμματεία της Κ.Ε.
Στο εσωτερικό της Γερμανίας οι παλιές συγκεντρωτικές δομές αντικαθίστανται από μικρές, μη συντονισμένες μεταξύ τους και χαλαρά δομημένες ομάδες, από τις οποίες άλλες διατήρησαν την επαφή με την εξόριστη ηγεσία του κόμματος και άλλες όχι. Μετά τις βαριές απώλειες των προηγούμενων ετών και τη μείωση των εφεδρειών εμφανίζεται μια κάμψη της κομμουνιστικής δραστηριότητας, η οποία δεν έχει πια τον μαζικό χαρακτήρα των τριών πρώτων ετών. Πολλές τοπικές οργανώσεις του κόμματος έχουν διαλυθεί. Δίνεται έμφαση στη δουλειά στα εργοστάσια. Την περίοδο 1936-37 το μεγαλύτερο κέντρο κομμουνιστικής δραστηριότητας είναι το Βερολίνο, όπου οι παράνομες ομάδες ήταν επαρκώς πολυάριθμες για να σχηματίσουν επτά νέες αχτίδες παραδοσιακού τύπου. Κομμουνιστικοί πυρήνες υπήρχαν στο εργοστάσιο της Siemens, όπου μοιραζόταν το κομμουνιστικό έντυπο Lautsprecher, και στο εργοστάσιο παραγωγής μηχανών και όπλων Alfred Teves.
Σύμφωνα με εκθέσεις της Γκεστάπο για αυτή την περίοδο, η πολιτική αντιπολίτευση προερχόταν κυρίως από την εργατική τάξη και από τους εργάτες που συνελήφθησαν το 1937 για πολιτικά αδικήματα δεκαπλάσιος αριθμός χαρακτηρίζονται ως κομμουνιστές από ό,τι ως «μαρξιστές».30
Μπροστά στην επιταχυνόμενη πορεία προς τον πόλεμο συγκαλείται τον Ιανουάριο του 1939 η συνδιάσκεψη της Βέρνης, όπως αποκαλούνταν για λόγους ασφάλειας, η οποία έγινε παράνομα στο Παρίσι. Η απόφαση καλούσε σε αντιφασιστική ενότητα για να εμποδίσει τους ναζιστές να σύρουν τη Γερμανία σε πόλεμο. Τόνιζε ότι το ενιαίο μέτωπο θα παρείχε την πρακτική εμπειρία στη βάση της οποίας θα μπορούσε να δημιουργηθεί στην πορεία ένα ενιαίο κόμμα της εργατικής τάξης. Η νέα Κεντρική Επιτροπή περιλάμβανε τόσο τους βετεράνους της ηγεσίας πριν από το 1933 που είχαν καθοδηγήσει τη μετάβαση από την παλιά στη νέα γραμμή του 1935 (Ντάλεμ, Φλόριν, Μέρκερ, Πηκ, Ούλμπριχτ) όσο και νεότερα στελέχη με πρόσφατη εμπειρία από την παράνομη δουλειά στη Γερμανία (Άκερμαν, Κνέχελ, Mέβις, Σμιτ, Βένερ, Βίατρεκ). Η συνδιάσκεψη θέτει ως στόχο τη συγκρότηση μιας νέας κεντρικής εσωτερικής ηγεσίας και ενός δικτύου ομάδων σε σημαντικά εργοστάσια και χώρους εργασίας. Στις 3 Απριλίου 1939 στη βάση της απόφασης της συνδιάσκεψης της Βέρνης για το ενιαίο εργατικό μέτωπο ο Ντάλεμ απευθύνει επιστολή στον Χανς Φόγκελ, πρόεδρο της Εκτελεστικής Επιτροπής του SPD, με την οποία προτείνει κοινή δράση για την αποτροπή του πολέμου. Η πρόταση δεν βρίσκει καμιά ανταπόκριση από την πλευρά της ηγεσίας του SPD.
 
Από το 1933 έως το 1939 εκατόν πενήντα χιλιάδες κομμουνιστές κλείστηκαν στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζιστών και 30.000 εκτελέστηκαν, δολοφονήθηκαν ή πέθαναν λόγω κακομεταχείρισης σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. (Τα μέλη του KPD από 120.000 το 1928 είχαν ανέλθει τον Μάρτιο του 1932 σε 287.000 και κατ’ εκτίμηση στα τέλη του 1932 σε 360.000.)

Το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο
To γερμανοσοβιετικό σύμφωνο τον Αύγουστο του 1939 αιφνιδίασε την ηγεσία του γερμανικού κόμματος και προκάλεσε σύγχυση μεταξύ των κομμουνιστών στη Γερμανία. Στις 25 Αυγούστου 1939 η Γραμματεία της Κεντρικής Επιτροπής του KPD, η οποία λειτουργούσε παράνομα στο Παρίσι, εξέδωσε ανακοίνωση η οποία χαιρέτιζε το σύμφωνο και καλούσε σε ανανεωμένες προσπάθειες για ειρήνη. «Η εξωτερική και εσωτερική κατάσταση την οποία δημιούργησε το σύμφωνο θέτει όλους τους αντιφασίστες Γερμανούς, όλους τους Γερμανούς οι οποίοι αγαπούν την ειρήνη και την ελευθερία μπροστά σε μεγάλα καθήκοντα, που μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο με την εντατικοποίηση του αγώνα εναντίον της ναζιστικής δικτατορίας.» Αν παρ’ όλες τις προσπάθειες να εμποδίσουν τον πόλεμο, οι ναζιστές βύθιζαν την  Ευρώπη στον πόλεμο, το Κομμουνιστικό Κόμμα καλούσε τα μέλη του να αγωνιστούν για την ήττα των ναζιστών.31 Η ανακοίνωση της Γραμματείας ήταν το τελευταίο κομματικό ντοκουμέντο που έφθασε στις ηγεσίες των τομέων του KPD και μέσω αυτών στις παράνομες κομμουνιστικές ομάδες στη Γερμανία, καθώς το ξέσπασμα του πολέμου έπληξε τις επικοινωνίες. Ανακοίνωση εκ μέρους της Κ.Ε. του KPD που δημοσιοποιήθηκε στη Στοκχόλμη στις 3 Σεπτεμβρίου 1939 καλούσε στην ενότητα της εργατικής τάξης για την ανατροπή της ναζιστικής δικτατορίας.
Με το ξέσπασμα του πολέμου ο Ντάλεμ και οι σύντροφοί του στη Γραμματεία του Παρισιού, θεωρώντας αντιφασιστική πάλη τον πόλεμο κατά της ναζιστικής Γερμανίας, βγαίνουν από την παρανομία και καταγράφονται επισήμως. Όμως η κυβέρνηση Νταλαντιέ θα τους συλλάβει μαζί με άλλους κομμουνιστές στο πλαίσιο της αντικομμουνιστικής υστερίας εκείνης της περιόδου.32

Αντίσταση στη διάρκεια του πολέμου
Το φθινόπωρο του 1939 οι ναζιστές ανησυχούν σοβαρά για τα σημάδια της αυξανόμενης εργατικής δυσαρέσκειας. Υπουργική συνδιάσκεψη αποσύρει ή τροποποιεί τα δρακόντεια οικονομικά μέτρα που είχαν ληφθεί εις βάρος των εργατών, αλλά ταυτοχρόνως ενισχύει τον κατασταλτικό μηχανισμό. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1939 οι υπηρεσίες ασφάλειας του κράτους και του ναζιστικού κόμματος ενοποιούνται σε ένα νέο Κεντρικό Γραφείο Ασφάλειας του Ράιχ και αυξάνονται οι θανατικές καταδίκες για πολιτικά αδικήματα. Ενώ ξετυλίγεται η επίθεση στην Πολωνία, η Γκεστάπο συλλαμβάνει 2.000 κομμουνιστές, μερικοί από τους οποίους είχαν απελευθερωθεί πρόσφατα μετά από μακροχρόνια κράτηση.
Ήδη τις πρώτες μέρες του πολέμου εκφράστηκε η κομμουνιστική θέση εναντίον του μιλιταρισμού και του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Τις πρωινές ώρες της 9ης Σεπτεμβρίου 1939 οι εργάτες του Νόυκελν και του Τέμπελχοφ, παίρνοντας το τραμ για τη δουλειά τους, βρήκαν στο κάθισμά τους προκηρύξεις οι οποίες κατάγγελναν τον πόλεμο, τους ηγέτες που οδηγούσαν τον λαό σε νέα αιματοχυσία, καθώς και τα ψέματα του Χίτλερ και κατονόμαζαν τους μεγιστάνες της πολεμικής βιομηχανίας που πλούτιζαν από τον πόλεμο. Και η προκήρυξη κατέληγε: «Μόνο η ανατροπή του Χίτλερ και της συμμορίας του των πολεμοκάπηλων μπορεί να φέρει την ειρήνη. Ένωση Κομμουνιστικής Νεολαίας, Νότιο Βερολίνο.»33 Επρόκειτο για την ομάδα την οποία είχε οργανώσει ο 27χρονος κομμουνιστής Χάιντς Κάπελε, ο οποίος είχε εκτίσει ποινή φυλάκισης από το 1934 έως το 1936, αλλά μετά την απελευθέρωσή του είχε οργανώσει μια αντιστασιακή οργάνωση νέων. Ο Κάπελε και πέντε σύντροφοί του συνελήφθησαν. Αφού υπέστη επί μήνες τα βασανιστήρια της «εντατικοποιημένης ανάκρισης» χωρίς να προδώσει τους συντρόφους του, ο Κάπελε εκτελέστηκε τον Ιούλιο του 1941.
Αφού σε συνθήκες πολέμου δεν μπορούσε να λειτουργήσει πλέον το σύστημα των έξι τομέων, το φθινόπωρο του 1939 το Πολιτικό Γραφείο του KPD αποφασίζει να αναδιοργανώσει μια εσωτερική κεντρική ηγεσία, η οποία να αποκαταστήσει την επαφή με τις παράνομες οργανώσεις και να βρει επαφή με οργανώσεις που λειτουργούσαν ανεξάρτητα. Κομμουνιστές που στέλνονται από το εξωτερικό για αυτό τον στόχο αποκαθιστούν αρκετές επαφές, αλλά μετά από κάποιο διάστημα πέφτουν στα χέρια της αστυνομίας. Από αυτούς ο Άρτουρ Έμερλιχ ξεφεύγει από τη σύλληψη για μεγαλύτερο διάστημα. Φθάνοντας στο Βερολίνο τον Αύγουστο του 1940, επανεκδίδει μια μικρή εφημερίδα με τίτλο Rote Fahne, η οποία έβγαινε μέχρι τη σύλληψη του Έμερλιχ τον Μάιο του 1941. Την ίδια περίοδο εκδιδόταν στο Βερολίνο και μια άλλη παράνομη κομμουνιστική εφημερίδα, η Berliner Rundbriefe.
Η σημαντικότερη παράνομη κομμουνιστική οργάνωση αυτή την περίοδο είναι εκείνη του εργάτη Ρόμπερτ Ούριγκ, ο οποίος από το 1933 έως το 1936 είχε εκτίσει ποινή φυλάκισης και κατόπιν είχε σταλεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο Ούριγκ, ο οποίος εργαζόταν στο εργοστάσιο Osram στο Βερολίνο, οικοδόμησε αρχικά μια παράνομη κομμουνιστική οργάνωση στο εργοστάσιό του και στη συνέχεια, ερχόμενος σε επαφή με άλλους κομμουνιστές που μετά την απελευθέρωσή τους έκαναν πολιτική δουλειά σε μικρές ομάδες, δημιούργησε ένα δίκτυο πυρήνων υπό κομμουνιστική ηγεσία σε 89 εργοστάσια του Βερολίνου.
H γερμανική εισβολή στην ΕΣΣΔ δίνει ώθηση στην αντιναζιστική δραστηριότητα. Σύμφωνα με εκθέσεις της Γκεστάπο για εκείνη την περίοδο, ενώ το πρώτο μισό του 1941 ο αριθμός των διαφόρων προκηρύξεων τις οποίες έβρισκε η αστυνομία κυμαίνονταν από 62 έως 519 τον μήνα, τον Ιούλιο ανήλθαν σε 3.797 και παρέμειναν σε αυτό το επίπεδο μέχρι τον Οκτώβριο του 1941, όταν έφθασαν τις 10.227.34 Την ίδια περίοδο αυξάνονται κατακόρυφα οι συλλήψεις για πολιτικά αδικήματα. Ο συνηθέστερος λόγος σύλληψης ήταν συμμετοχή σε απεργίες ή άλλες μορφές εργασιακής απειθαρχίας.
Μεταξύ 5 και 10 Ιουλίου 1941 η αστυνομία του Βερολίνου βρίσκει 30 διαφορετικές αφισέτες της ομάδας Ούριγκ με συνθήματα που καλούν τους εργάτες να εκφράσουν την αντίθεσή τους στον πόλεμο με επιβράδυνση της εργασίας, άρνηση των υπερωριών, άρνηση συμμετοχής στους ναζιστικούς εράνους, κλπ. Η οργάνωση του Ούριγκ διευρύνεται. Τον Σεπτέμβριο του 1941 εντάσσεται σε αυτή η ομάδα του Βάλτερ Μπούντεους, με 70 μέλη στο εργοστάσιο παραγωγής όπλων Deutsche Waffen- und Munitionsfabrik του Βερολίνου. Ταυτοχρόνως στη διάρκεια του 1941 ο Ούριγκ έρχεται σε επαφή με παράνομες αντιστασιακές ομάδες στο Αμβούργο, στο Ανόβερο, στο Μόναχο, στο Τυρόλο και στη Βιέννη. Στόχος είναι να τεθούν τα θεμέλια για ένα αντιστασιακό κίνημα σε εθνική κλίμακα. Παράλληλα η ομάδα του Ούριγκ αρχίζει να εκδίδει μια νέα μηνιαία εφημερίδα με τίτλο Informationsdienst αντλώντας πληροφορίες από τον ραδιοφωνικό σταθμό Deutsche Volkssender των Γερμανών κομμουνιστών στην ΕΣΣΔ. To τεύχος του Δεκεμβρίου 1941, από το οποίο έχει διασωθεί ένα αντίτυπο, στις έξι σελίδες του παρουσιάζει τη στρατιωτική κατάσταση, τη διεθνή κατάσταση, την οικονομική και πολιτική κατάσταση στο εσωτερικό της Γερμανίας και καλεί τους εργάτες να κτυπήσουν την πολεμική μηχανή των ναζιστών στα πιο ευαίσθητα σημεία, κυρίως στις βιομηχανίες συνθετικού πετρελαίου, συνθετικού καουτσούκ και χάλυβα, με σαμποτάζ και επιβράδυνση της εργασίας.35
Η ομάδα του Ούριγκ, που ήταν κυρίως ένα δίκτυο εργατικών ομάδων σε εργοστάσια, είχε επαφές με μια άλλη ομάδα την οποία είχαν συγκροτήσει κομμουνιστές οι οποίοι πριν από το 1933 ήταν μέλη της συντακτικής επιτροπής της Rote Fahne και μετά την απελευθέρωσή τους το 1939 ανέλαβαν δράση, και μαρξιστές διανοούμενοι. Η ομάδα είναι γνωστή ως Innere Front, από τον τίτλο της εφημερίδας την οποία άρχισε να εκδίδει στο Βερολίνο σε δεκαπενθήμερη ή μηναία βάση λίγο μετά την εισβολή της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ μέχρι το φθινόπωρο του 1942. Το 1942 η ομάδα άρχισε να εκδίδει την εφημερίδα της σε αρκετές μη γερμανικές γλώσσες με προορισμό τους ξένους εργάτες στη Γερμανία. Κυκλοφόρησε επίσης αρκετές προκηρύξεις και μπροσούρες, μεταξύ των οποίων την μπροσούρα του Ζηγκ, ενός από τους ηγέτες της οργάνωσης, για τη στρατιωτική κατάσταση μετά τις αρχικές γερμανικές νίκες στην ΕΣΣΔ. Η ομάδα Innere Front είχε επίσης επαφές με αντιστασιακές ομάδες στο Αμβούργο.36
Η ομάδα Innere Front λειτουργούσε ως γέφυρα ανάμεσα στην εργατική οργάνωση του Ούριγκ και την ομάδα του Άρβιντ Χάρνακ και του Χάρο Σούλτσε-Μπόυσεν, που αποτελούνταν από κρατικούς αξιωματούχους, γιατρούς, καλλιτέχνες και γενικά από επαγγελματίες της μεσαίας τάξης, ακόμη και δύο αξιωματικούς. Τα άτομα αυτής της ομάδας δεν ήταν μέλη του κομμουνιστικού κόμματος, αλλά, σε διαφορά με άλλους αντιπάλους του ναζισμού από τη μεσαία τάξη δεν είχαν πρόβλημα να προχωρήσουν στη λογική κατάληξη της αντιναζιστικής αντίστασής τους. Διεξήγαν αντιπολεμική και αντιναζιστική προπαγάνδα με προκηρύξεις, αφισέτες, συνθήματα στους τοίχους. Όταν τον Μάιο του 1942 το υπουργείο Προπαγάνδας του Γκαίμπελς οργάνωσε αντισοβιετική έκθεση με τίτλο «Ο σοβιετικός παράδεισος», η ομάδα έκανε καμπάνια με αυτοκόλλητα με το σύνθημα «Μόνιμη έκθεση: Ο ναζιστικός παράδεισος. Πόλεμος! Πείνα! Ψέματα! Γκεστάπο! Πόσο ακόμη;»37 Τα μέλη της ομάδας θεωρούσαν καθήκον τους να συμβάλουν στην ήττα του ναζιστικού καθεστώτος, προκειμένου να σωθεί η ανθρωπότητα από τη βαρβαρότητα. Υπερβαίνοντας τον παραδοσιακό εθνικισμό και εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι μερικά μέλη της ομάδας εργάζονταν σε υπουργεία ή στις ένοπλες δυνάμεις, ανέπτυξαν έναν κλάδο πληροφοριών, ο οποίος εντάχθηκε στο δίκτυο της ΕΣΣΔ στη Δυτική Ευρώπη για τη συγκέντρωση πληροφοριών στη διάρκεια του πολέμου και είναι γνωστός ως Κόκκινη Ορχήστρα.38
Είναι σημαντικό να αναφερθούμε σε μια άλλη κομμουνιστική ομάδα που έδρασε αυτή την περίοδο, την ομάδα Μπάουμ, από το όνομα του ηγέτη της, Χέρμπερτ Μπάουμ. Είναι η μόνη εβραϊκή αντιστασιακή ομάδα εντός της Γερμανίας για την οποία έχουν διασωθεί στοιχεία. Ήταν μια ομάδα νεαρών εβραίων ηλικίας 20 έως 30 ετών, οι περισσότεροι από τους οποίους εργάζονταν στο εργοστάσιο της Siemens στο Βερολίνο. Εξέδιδαν μηναία την εφημερίδα Der Ausweg. To τεύχος του Δεκεμβρίου 1941, που χαρακτηριζόταν ως «Έκδοση για το μέτωπο», απευθυνόταν στους Γερμανούς στρατιώτες ζητώντας τους να δώσουν το τεύχος «σε όλους τους συντρόφους σας που είναι έτοιμοι να παλέψουν μαζί μας για την ανατροπή του καθεστώτος του Χίτλερ».39 Στις 18 Μαΐου 1942 έντεκα μέλη της ομάδας εισέβαλαν στην αντισοβιετική έκθεση του Γκαίμπελς και έβαλαν φωτιά σε διάφορα σημεία. Κατάφεραν να ξεφύγουν προσωρινά, αλλά λίγες ημέρες αργότερα τα μέλη της ομάδας συνελήφθησαν και μετά από φρικτά βασανιστήρια εκτελέστηκαν. Επιπλέον σε αντίποινα οι ναζιστές συνέλαβαν 500 εβραίους, που δεν συνδέονταν με την ομάδα του Μπάουμ, και τους εκτέλεσαν.
Την ίδια περίοδο η κομμουνιστική αντίσταση αναπτύχθηκε και σε άλλα κέντρα εκτός από το Βερολίνο. Στο Αμβούργο κομμουνιστές που απελευθερώθηκαν από στρατόπεδα συγκέντρωσης το 1939-40 άρχισαν να οικοδομούν μια οργάνωση που είχε πυρήνες σε 30 εργοστάσια και στο λιμάνι του Αμβούργου. Η οργάνωση είχε έρθει σε επαφή με ομάδες στη Βρέμη, στο Φλένσμπουργκ, στο Κίελο, στη Λυβέκη και στο Ροστόκ και είχε επαφές με το Βερολίνο.
Η περιοχή της Κεντρικής Γερμανίας (Mitteldeutschland) ήταν ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της πολεμικής παραγωγής και της παραγωγής συνθετικού πετρελαίου καουτσούκ. Το φθινόπωρο του 1940 είχαν συγκροτηθεί ομάδες σε μερικά εργοστάσια, οι οποίες το 1941 συνδέθηκαν σε μια ευρύτερη οργάνωση η οποία αποκαλούνταν Αντιφασιστική Εργατική Ομάδα της Κεντρικής Γερμανίας.
Επίσης στο Μάνχαϊμ, σημαντικό βιομηχανικό κέντρο, η ομάδα που υπήρχε υπό την ηγεσία του Γκέοργκ Λέχλαϊτερ, πρώην βουλευτή του KPD στη βουλή του κρατιδίου της Βάδης, ο οποίος είχε απελευθερωθεί μετά από μακροχρόνια κράτηση, γνώρισε ανάπτυξη μετά τον Ιούνιο του 1941. Οικοδόμησε πυρήνες στα κύρια εργοστάσια, προσπάθησε να δημιουργήσει μια ενιαία ηγεσία με αντίστοιχες ομάδες γειτονικών πόλεων και ήρθε σε επαφή με αντιστασιακές ομάδες ξένων εργατών. Κυκλοφορούσε προκηρύξεις και έβγαζε μια μηνιαία εφημερίδα με τίτλο Der Vorbote. Ένα φύλλο της εφημερίδας που έπεσε στα χέρια της Γκεστάπο οδήγησε σε συλλήψεις τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1942, στη διάλυση της ομάδας και στην εκτέλεση 19 μελών της.
Οι αντιστασιακές οργανώσεις αυτής της περιόδου διέφεραν από τις οργανώσεις των πρώτων χρόνων του Τρίτου Ράιχ. Οι περισσότερες δημιουργήθηκαν με τοπική πρωτοβουλία κομμουνιστών. Είναι αξιοθαύμαστη η ικανότητα των Γερμανών κομμουνιστών να παίρνουν  αυτοβούλως πρωτοβουλίες, χωρίς να περιμένουν άνωθεν εντολές, να συγκροτούν οργανώσεις και ομάδες και να εκδίδουν έντυπα και προκηρύξεις με τα δικά τους μέσα. Οι ομάδες και οι οργανώσεις αυτής της περιόδου είχαν πολύ λιγότερο την τυπική κομματική δομή. Αν και καθοδηγούνταν από κομμουνιστές, περιλάμβαναν στις γραμμές τους σοσιαλιστές και αντιφασίστες που δεν ανήκαν σε κανένα κόμμα. Οι νεότερες γενιές των αγωνιστών, που δεν είχαν αναμνήσεις από τις διαιρέσεις της περιόδου 1930-33, διευκόλυναν αυτή την προσέγγιση. Αρκετές παράνομες ομάδες παρέμειναν ανεξάρτητες. Άλλες αναπτύχθηκαν σε ευρύτερα δίκτυα. Λόγω των τεράστιων δυσκολιών οι διάφοροι καθοδηγητές που έμπαιναν παράνομα στη Γερμανία με οδηγίες από την Κ.Ε. του KPD ήταν ελάχιστοι και σε ακανόνιστα διαστήματα για να μπορούν να καθοδηγήσουν την καθημερινή παράνομη δουλειά. Επιπλέον πολύ λίγοι κατάφεραν να διαφύγουν τη σύλληψη. Η φωνή της κομματικής ηγεσίας έφθανε στους Γερμανούς κομμουνιστές κυρίως μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού της Μόσχας και του Deutsche Volkssender.
Το δεύτερο ήμισυ του 1941 και τους πρώτους μήνες του 1942 σε βιομηχανικές περιοχές και σημαντικές πόλεις υπήρχαν σημάδια δυσαρέσκειας και αντίθεσης στο καθεστώς. Εκφράζονταν με επιβράδυνση της εργασίας και μικρά σαμποτάζ, με τη διάδοση των ειδήσεων από την παράνομη παρακολούθηση ξένων ραδιοφωνικών σταθμών, με μορφές αλληλεγγύης με τους ξένους εργάτες και τους αιχμαλώτους πολέμου. 
Αυτή η δυσαρέσκεια και οι κερματισμένες αντιστασιακές πράξεις θα μπορούσαν να μετατραπούν σε μαζική αντιστασιακή δράση αν συναντούσαν τις αντιστασιακές οργανώσεις. Για αυτό το ναζιστικό καθεστώς,  αφού διέλυσε βίαια τις πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις της εργατικής τάξης, ασκούσε συνεχή στοχευμένη καταστολή των αντιστασιακών οργανώσεων οι οποίες, έχοντας τα μέλη, τη θέληση και σε κάποιο βαθμό την οργανωτική συγκρότηση, αναγκαία για τη μαζική και συντονισμένη δράση, θα μπορούσαν να συμβάλουν στη μαζική αντιστασιακή δράση. Σε αυτό το πεδίο ο κατασταλτικός μηχανισμός του Τρίτου Ράιχ είχε εξαρχής την πρωτοβουλία της επίθεσης και τη διατήρησε μέχρι τέλους με τη βίαιη συντριβή κάθε αντιπολιτευτικής ενέργειας και τη συνεχή εξάρθρωση των αντιστασιακών οργανώσεων.
Το 1942 το ναζιστικό καθεστώς προχωρά στη βίαιη εξάρθρωση των αναπτυσσόμενων κομμουνιστικών αντιστασιακών οργανώσεων. Στις 4 Φεβρουαρίου 1942, χάρη στη διείσδυση στην οργάνωση δύο πρακτόρων της Γκεστάπο, συνελήφθησαν ο Ούριγκ και άλλοι συνεργάτες του και μέχρι την άνοιξη είχαν συλληφθεί 150 μέλη της οργάνωσής του στο Βερολίνο, 60 στο Μόναχο, 50 στο Τυρόλο και μερικοί άλλοι στη Λειψία και στο Έσεν. Από τους συλληφθέντες 16 δολοφονήθηκαν πριν από τη δίκη τους και 36 καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν. Άλλες εκτιμήσεις ανεβάζουν τους εκτελεσθέντες σε 60-120. Μετά από αυτό το σοβαρό κτύπημα επιβίωσαν στο Βερολίνο 67 εργοστασιακές ομάδες, οι οποίες όμως συνέχισαν τη δραστηριότητά τους ανεξάρτητα η μία από την άλλη.40
Στις 31 Αυγούστου 1942 άρχισαν οι συλλήψεις της ομάδας των Χάρνακ-Σούλτσε-Μπόυσεν. Συνελήφθησαν συνολικά 600 μέλη της οργάνωσης και 55-58 εκτελέστηκαν εντός της Γερμανίας. Μέσω της παρακολούθησης των επαφών αυτής της ομάδας με άλλες ομάδες η Γκεστάπο κατάφερε να διαλύσει την ομάδα Innere Front στο Βερολίνο και την οργάνωση στο Αμβούργο.
Ο Βίλχελμ Κνέχελ, μέλος της Κ.Ε. του KPD, ο οποίος διηύθυνε τον Δυτικό Τομέα του κόμματος από τη βάση του στο Άμστερνταμ και δεν είχε εντοπιστεί από την αστυνομία ακόμη και μετά την κατάληψη της Ολλανδίας από τη ναζιστική Γερμανία, είχε καταφέρει να φθάσει στο Βερολίνο στις 9 Ιανουαρίου 1942. Στόχος του Κνέχελ ήταν να ενοποιήσει τις υπάρχουσες οργανώσεις υπό κεντρική ηγεσία. Προώθησε την έκδοση του Der Friedenskämpfer και ενός εντύπου, του Der patriotische SA-Mann, για συγκεκριμένο κοινό. Τον Νοέμβριο του 1942 η Γκεστάπο εντόπισε το δίκτυο του Κνέχελ στο Ρουρ και στη Ρηνανία και τον Ιανουάριο του 1943 άρχισαν οι συλλήψεις. Στις 30 Ιανουαρίου 1943 συνελήφθησαν στο Βερολίνο ο Κνέχελ και δύο συνεργάτες του.
Την περίοδο που η ήττα των ναζιστών στο Στάλινγκραντ μπορούσε να ανοίξει νέες δυνατότητες αντιφασιστικής δράσης, η εξάρθρωση σημαντικών αντιστασιακών οργανώσεων του KPD το 1942 και η διάλυση του δικτύου του Κνέχελ το 1943 ήταν βαρύ πλήγμα για το KPD. Eίχαν απομείνει αυτόνομες ομάδες στο Βερολίνο και σε μερικά άλλα κέντρα οι οποίες είχαν επιβιώσει από την εξάρθρωση της οργάνωσης του Ούριγκ, του Innere Front, της οργάνωσης των Χάρνακ-Σούλτσε-Μπόυσεν. Σε άλλες περιοχές (Σαξονία, Θουριγγία, Μαγδεμβούργο) υπήρχαν διάφορες ομάδες που είχαν παραμείνει πιο ανεξάρτητες από τις διαδοχικές προσπάθειες για τη δημιουργία εσωτερικής κεντρικής ηγεσίας και είχαν πληγεί λιγότερο από τις επανειλημμένες αποτυχίες αυτών των προσπαθειών. 

 

Την προσπάθεια του Κνέχελ ανέλαβε να συνεχίσει ο Άντον Σαίφκοφ, ο οποίος πριν από το 1933 ήταν γραμματέας του KPD στην περιοχή του Αμβούργου. Ήταν έγκλειστος σε φυλακή και σε στρατόπεδο συγκέντρωσης για έξι χρόνια και μετά την απελευθέρωσή του το 1939 εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο. Συνεργάτης του σε αυτή την προσπάθεια ήταν ο Φραντς Γιάκομπ, ένας από τους ηγέτες της οργάνωσης του Αμβούργου, ο οποίος, όταν η εκεί οργάνωση εξαρθρώθηκε, κατάφερε να διαφύγει στο Βερολίνο. Οι σημαντικότερες οργανώσεις με τις οποίες ήταν σε επαφή ήταν τα δίκτυα του Τέοντορ Νόυμπαουερ και του Μάγκνους Πόζερ στη Θουριγγία και του Γκέοργκ Σούμαν στη Λειψία.
Τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1943 ο Σαίφκοφ και ο Γιάκομπ συντάσσουν δύο ντοκουμέντα για θεμελιακά ζητήματα πολιτικής. Αν και τυπικά αποδέχονταν το πρόγραμμα της Εθνικής Επιτροπής για μια Ελεύθερη Γερμανία που είχε σχηματιστεί πρόσφατα στην ΕΣΣΔ, εξέφραζαν διαφορετικές αντιλήψεις θεωρώντας ότι η πάλη για την ανατροπή της ναζιστικής δικτατορίας έπρεπε να εξελιχθεί σε επαναστατική πάλη της γερμανικής εργατικής τάξης, σε κοινό αγώνα με την ΕΣΣΔ, για την απελευθέρωσή της από τον καπιταλισμό, και όριζαν τη λαϊκή δημοκρατία του προγράμματος της Εθνικής Επιτροπής για μια Ελεύθερη Γερμανία ως σοσιαλιστική δημοκρατία.41
Τον Ιούνιο του 1944 η ναζιστική καταστολή καταφέρνει νέο πλήγμα στην κομμουνιστική αντίσταση. Τα μέλη της νεοδημιουργημένης εσωτερικής ηγεσίας της κομμουνιστικής αντίστασης και σχεδόν όλα τα ηγετικά μέλη των παράνομων οργανώσεων στο Βερολίνο, τη Σαξονία, τη Θουριγγία και το Μαγδεμβούργο συλλαμβάνονται, δικάζονται και εκτελούνται, ενώ άλλοι κομμουνιστές καταδικάζονται σε μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης.
Την αποτυχία της συνωμοσίας των αξιωματικών για τη δολοφονία του Χίτλερ στις 20 Ιουλίου 1944 (επιχείρηση Βαλκυρίες) ακολουθούν οι συλλήψεις και οι εκτελέσεις αξιωματικών και όλων όσοι εμπλέκονταν στη συνωμοσία κατά του Χίτλερ. Εκτιμάται ότι περίπου 5.000 άτομα εκτελέστηκαν ή δολοφονήθηκαν σε σχέση με την αποτυχημένη συνωμοσία.42
Παρότι τα στρατεύματα των δυτικών Συμμάχων προελαύνουν στη δύση μετά την απόβαση στη Νορμανδία και ο Κόκκινος Στρατός στην ανατολή απωθεί τα γερμανικά στρατεύματα που αρχίζουν να υποχωρούν, ο ολοκληρωτικός πόλεμος του Χίτλερ θα συνεχιστεί για άλλους εννιά αιματηρούς μήνες. Στη διάρκειά τους η καταστολή θα ενισχυθεί. Την 1η Αυγούστου 1944 διάταγμα όριζε τον εγκλεισμό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης των συγγενών των αξιωματικών που θα τάσσονταν κατά του καθεστώτος και στη συνέχεια το διάταγμα επεκτάθηκε και στους συγγενείς των στρατιωτών. Στις 6 Αυγούστου 1944 ο Γκαίμπελς, Επίτροπος του Ράιχ για τον Ολοκληρωτικό Πόλεμο από τις 25 Ιουλίου 1944, εξέδωσε διάταγμα που όριζε ότι η απουσία από την εργασία (ή η παρακίνηση σε αυτή) θα τιμωρούνταν σαν να ήταν λιποταξία από τον στρατό.
Στις 18 Αυγούστου 1944 ο Ερνστ Ταίλμαν εκτελείται στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλτ και τον Οκτώβριο του 1944 είκοσι τέσσερα ηγετικά στελέχη των κομμουνιστών εκτελούνται στο στρατόπεδο του Ζάξενχαουζεν.
Στο ενημερωτικό εμπιστευτικό δελτίο Die Lage, που προοριζόταν για τους ναζιστές ηγέτες, ο υπουργός Δικαιοσύνης του Ράιχ, Τέοντορ Τήρακ, δίνει πληροφορίες για τον αριθμό των συλλήψεων: τους πρώτους έξι μήνες του 1944 οι συλληφθέντες ανέρχονται σε 310.686. Εκτιμάται ότι μισό εκατομμύριο άτομα συνελήφθησαν μέσα στο 1944.43 Από τον Ιανουάριο μέχρι τα τέλη Ιουνίου του 1944 συνελήφθησαν 193.024 ξένοι εργάτες για συμμετοχή σε απεργίες.44 Με βάση τα αρχεία του υπουργείου Δικαιοσύνης του Ράιχ, το 1944 έγιναν 5.764 εκτελέσεις σε πολιτικές φυλακές.45 
Σύμφωνα με τα μυστικά αρχεία της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ του Βερολίνου, που βρέθηκαν τον Νοέμβριο του 1953, από τις 16 Αυγούστου 1939 έως τις 31 Ιανουαρίου 1945 τουλάχιστον 24.559 άνδρες της Βέρμαχτ καταδικάστηκαν σε θάνατο. Σε αυτόν τον αριθμό δεν περιλαμβάνονται οι πολυάριθμες εκτελέσεις τις οποίες αποφάσισαν τα στρατοδικεία τους τελευταίους μήνες του πολέμου. Στη στρατιωτική φυλακή του Σπαντάου οι εκτελέσεις ήταν καθημερινές, σε μερικές περιπτώσεις ακόμη και χωρίς απόφαση στρατοδικείου.46
Το πώς λειτούργησε η σχέση ανάμεσα στην παράταση των στρατιωτικών συγκρούσεων στη διάρκεια των τελευταίων μηνών του ολοκληρωτικού πολέμου των ναζιστών από τη μια και στην απουσία εργατικών και λαϊκών εξεγέρσεων στη Γερμανία στο τέλος του πολέμου από την άλλη, όπως και η ανάλυση των άλλων παραγόντων οι οποίοι, πλάι στον καθοριστικό ρόλο της ναζιστικής καταστολής, συνέβαλαν σε αυτή την απουσία δεν είναι αντικείμενο αυτού του άρθρου.
Πάντως οι Γερμανοί μεγιστάνες του κεφαλαίου ήξεραν ότι τα συμφέροντά τους θα εξυπηρετούνταν καλύτερα από μια παράταση του πολέμου η οποία θα επέτρεπε στους δυτικούς Συμμάχους να αντικαταστήσουν τη ναζιστική εξουσία σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της Γερμανίας χωρίς να υπάρξει κενό εξουσίας, στο οποίο θα μπορούσε να αναπτυχθεί επαναστατικό μαζικό κίνημα, όπως είχε συμβεί στην Ιταλία το 1943.
Στα 12 χρόνια ύπαρξης του Τρίτου Ράιχ υπήρξε μια άλλη Γερμανία που αντιστάθηκε στο ναζιστικό καθεστώς με όποια μέσα είχε στη διάθεσή της και με μεγάλες θυσίες.
Η πάλη της εσωτερικής γερμανικής κομμουνιστικής αντίστασης ήταν σημαντικό τμήμα της ευρύτερης αντιφασιστικής πάλης των λαών γράφοντας σελίδες μεγάλου ηρωισμού και αυτοθυσίας. «Η κομμουνιστική αντίσταση στο εσωτερικό της ναζιστικής Γερμανίας δεν έπαψε ποτέ, μαρτυρώντας την αυτοθυσία την οποία αποδέχονταν πρόθυμα οι κομμουνιστές προκειμένου να απαλλάξουν τη Γερμανία από τη ναζιστική τυραννία.»47

Σημειώσεις
1 Götz Aly, Το λαϊκό κράτος του Χίτλερ, μετάφραση Νίκος Δεληβοριάς, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 2009, σσ. 31-32.
2 Götz Aly, όπ.π, σσ. 408, 405-6, 423, 418, 407, 420.
3 Götz Aly, “Die Wohlfuhl-Diktator”, Der Spiegel, Οκτώβριος 2005. Παρατίθεται στο Sheri Berman, The Primacy of Politics. Social Democracy and the Making of Europe’s Twentieth Century, Nέα Υόρκη, Cambridge University Press, 2006, σ. 147.
4 Dr. Christian GoeschelDr. Nikolaus Wachsmann, The Nazi Camps in History, στο www.camps.bbk.ac.uk
5 Dr. Christian GoeschelDr. Nikolaus Wachsmann, όπ.π.
6 Richard J. Evans, The Third Reich in Power, Penguin Books, Λονδίνο, 2006, σ. 81.
7 Richard J. Evans, όπ.π., σ. 95.
8 Frank McDonough, Opposition and Resistance in Nazi Germany, Cambridge University Press, Καίμπριτζ, Ηνωμένο Βασίλειο, 2001, σσ. 9-10.
9 Richard J. Evans, όπ.π., σ. 58.
10 Tim Mason, Nazism, fascism and the working class, Cambridge Unversity Press, 1995, σσ. 239, 269.
11 Ιan Kershaw, The Nazi dictatorship: problems and perspectives of interpretation, Edward Arnold, Λονδίνο, 1993, σ. 172.
12 Ian Kershaw, “Alltäglishes und Ausseralltäglisches: ihre Bedeutung für die Volksmeinung 1933-1939”, στο D. PeukertJ. Reulecke (επιμ.), Die Reihen fast geschlossen, Βούπερταλ, Peter Hammer Verlag, 1981, σ. 283. Παρατίθεται στο Αllan Merson, Communist Resistance in Nazi Germany, εκδ. Lawrence and Wishart, Λονδίνο, 1985, σ. 175.
13 Richard J. Evans, όπ.π., σ. 51.
14 Richard J. Evans, όπ.π., σ. 108.
15 Richard J. Evans, όπ.π., σσ. 96, 98.
16 Günther Weisenborn, Une Allemagne contre Hitler, Παρίσι, Éditions du Félin, 2000, σ. 28. Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε στη Γερμανία από τις εκδόσεις Rowohlt το 1953 και επανεκδόθηκε το 1962. Πρωτότυπος τίτλος Der lautlose Aufstand.
17 Günther Weisenborn, όπ.π., σ. 49.
18 Richard J. Evans, όπ.π., σσ. 56-7.
19 Frank McDonough, όπ.π., σσ. 3-4.
20 Tim Mason, όπ.π., σ. 237.
21 Frank McDonough, όπ.π., σσ. 15-17.
22 A. Gill, An honourable defeat: a history of German resistance to Hitler, Ηeinemann, Λονδίνο, 1994, σ. 188.
23 Frank McDonough, όπ.π., σ. 25.
24 Günther Weisenborn, όπ.π., σ. 229.
25 Frank McDonough, όπ.π., σ. 6.
26 Αllan Merson, Communist Resistance in Nazi Germany, σ. 109.
27 Αllan Merson, όπ.π., σ. 87.
28 Richard J. Evans, όπ.π., σ. 65.
29 Αllan Merson, όπ.π.,, σσ. 148-49, 160-61.
30 Αllan Merson, όπ.π., σ. 191.
31 Παρατίθεται στο Αllan Merson, όπ.π., σ. 213.
32 Το 1942 η κυβέρνηση του Βισύ θα παραδώσει τον Φραντς Ντάλεμ στους Γερμανούς. Ο Ντάλεμ επιβιώνει από το στρατόπεδο του Μάουτχαουζεν και μετά τον πόλεμο επανεντάσσεται στην ηγεσία του κόμματος. Διαγράφεται το 1953 και αποκαθίσταται το 1956.
33 Παρατίθεται στο Αllan Merson, όπ.π., σ. 218.
34 Αllan Merson, όπ.π., σ. 235.
35 Αllan Merson, όπ.π., σσ. 136-38, Frank McDonough, όπ.π., σσ. 7-8.
36 Αllan Merson, όπ.π. 238-39, Frank McDonough, όπ.π., σ. 8.
37 Αllan Merson, όπ.π., σ. 240.
38 Frank McDonough, όπ.π., σ. 8.
39 Παρατίθεται στο Αllan Merson, όπ.π., σ. 243.
40 Αllan Merson, όπ.π., σ. 255.
41 Αllan Merson, όπ.π., σ. 283.
42 Frank McDonough, όπ.π., σσ. 55-6.
43 Günther Weisenborn, όπ.π., σσ. 180-2.
44 Frank McDonough, όπ.π., σ. 10.
45 Αllan Merson, όπ.π., σ. 291.
46 Günther Weisenborn, όπ.π., σσ. 140, 151. Οι αντιναζιστικές αντιστάσεις στο εσωτερικό του γερμανικού στρατού στη διάρκεια του πολέμου, καθώς η συμμετοχή Γερμανών στρατιωτών στα κινήματα αντίστασης στις κατεχόμενες χώρες περιμένουν ακόμη τον ιστορικό τους.
47 Frank McDonough, όπ.π., σ. 9.


Δημοσιεύτηκε στη Μαρξιστική Σκέψη, τ. 10, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου