Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Μαρτυρίες για τη σφαγή των μαχητών του Αρχηγείου Τζουμέρκων του ΔΣΕ στους Μελάτες Άρτας





Να μη ξεχνάμε ποτέ την ιστορία. Αλλιώς θα επαναληφθούν οι τραγικές της πλευρές.





Από Οικοδόμος στο Νοέ 7, 2016 Ιστορία

Επιμέλεια: Οικοδόμος //



Τον Απρίλη του 1947 στους Μελάτες Άρτας συντελέστηκε ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Ένα γεγονός φριχτό, από αυτά που καταγράφονται στις πιο μαύρες σελίδες του βιβλίου του ανθρώπινου πολιτισμού. Δεκάδες μαχητές του Αρχηγείου Τζουμέρκων του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), που πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τον κυβερνητικό στρατό και τις παρακρατικές συμμορίες «εθνικοφρόνων» της περιοχής, παρά τον Διεθνή Νόμο περί σεβασμού των αιχμαλώτων, κυριολεκτικά σφαγιάστηκαν.



Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των τιμημένων όπλων του ΕΛΑΣ στα χέρια της αντίδρασης, με την καθοδήγηση και υποστήριξη των Άγγλων, συμμορίες παρακρατικών και συνεργατών των χιτλερικών καταχτητών εξοπλίζονται και εξορμούν στις πόλεις και στα χωριά της Ελλάδας όπου, σε συνεργασία με τις αρχές του επίσημου κράτους,   εξαπολύουν  ένα χωρίς προηγούμενο όργιο τρομοκρατίας και εγκλημάτων εναντίον των κομμουνιστών και των αγωνιστών που συμμετείχαν στην Εαμική Εθνική Αντίσταση, που οδηγεί στον εμφύλιο πόλεμο.



Για να αντιμετωπιστεί η τέτοια κατάσταση στην πόλη της Άρτας και τα χωριά του νομού, αρχίζουν να οργανώνονται οι πρώτες ομάδες ένοπλων αγωνιστών. Στα 1946 που συγκροτείται το Γενικό Αρχηγείο Ανταρτών οι ομάδες αυτές αποκτούν ενιαία κατεύθυνση και κέντρο καθοδήγησης. Τότε συγκροτείται το Αρχηγείο Τζουμέρκων που, στη συνέχεια, με την ίδρυση του ΔΣΕ, στις 28 Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς, θα μετονομαστεί σε Αρχηγείο Τζουμέρκων του ΔΣΕ, με διοικητή τον θρυλικό καπετάν-Παλιούρα (Θεόδωρος Ζαλοκώστας).[1]



Τον Απρίλη του 1947 ο καπετάν-Παλιούρας παίρνει διαταγή από το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ να σπεύσει σε βοήθεια άλλων τμημάτων που μάχονται στα Άγραφα. Η δύναμη του Αρχηγείου Τζουμέρκων χωρίζεται σε τρία τμήματα των εξήντα ανταρτών περίπου. Το πρώτο τμήμα με επικεφαλής τους Μανιώτη και Λιούκα δίνοντας στη διαδρομή μάχες φτάνει στον προορισμό του χωρίς απώλειες. Τα άλλα δυο τμήματα με επικεφαλής τον καπετάν-Παλιούρα, το ένα, και τον Χάρη Παπαγιάννη το άλλο, αφού πρώτα δώσουν μάχη στο χωριό Χώσεψη (Κυψέλη Άρτας), κυκλώνονται στους Μελάτες από πολυάριθμες δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού και συμμοριών ΜΑΥδων και άλλων εγκληματικών στοιχείων. Οι μαχητές του ΔΣΕ, νηστικοί και άυπνοι, πολεμούν γενναία για δυο ολόκληρα μερόνυχτα, μέχρι που ξεμένουν από πυρομαχικά. Πολλοί έχουν πέσει στη μάχη. Όσοι επέζησαν, τραυματισμένοι, πιάστηκαν αιχμάλωτοι και οδηγήθηκαν στο μοναστήρι των Μελατών, όπου   βρισκόταν η έδρα του κυβερνητικού στρατού και των παρακρατικών συμμοριών. Μόλις έπεσε το σκοτάδι ξεκίνησαν τα βασανιστήρια, που εξελίχτηκαν κυριολεκτικά σε σφαγή. Οι «εθνικόφρονες» δήμιοι με μαχαίρια και τις λόγχες των όπλων άρχισαν να τρυπάνε τα σώματα των αιχμαλώτων μαχητών του ΔΣΕ, κόβοντας τα  κεφάλια από τους περισσότερους.  Στη συνέχεια, άνοιξαν ομαδικό τάφο όπου έριξαν τα άψυχα σώματα και τα σκέπασαν.[2] Τα κομμένα κεφάλια (μεταξύ αυτών και του καπετάν-Παλιούρα) μεταφέρθηκαν στην Άρτα και  παλουκώθηκαν σε κεντρικά  σημεία της πόλης για να τα βλέπει ο κόσμος και να τρομοκρατείται.


 



Ο οπλαρχηγός και βουλευτής του Ζέρβα Αλ. Παπαδόπουλος γράφει χαρακτηριστικά: «Ο ταγματάρχης Κομποτιάτης εξετέλεσε στο σχολείο 3 (…). Ο Παλιούρας επιχειρήσας να διαφύγει προς Λιβίτσικο εβλήθη, κρύφθηκε σε νεροφαγιά σκεπασμένη από θάμνο. Μετ’ ολίγα λεπτά μου έφεραν το κεφάλι του Παλιούρα (…) Ο υπό Μανιώτη και [Βελισσάριο] Πουρναρά 1ος λόχος εκινείτο προς Δημαριό-Κλειδί-Σκουληκαριά. Σε δυο συμπλοκές σκοτώθηκαν 6, οι άλλοι διέφυγαν εις Θεσσαλία όπου εξοντώθηκαν ένα μήνα αργότερα από το 24 τάγμα χωρ/κής. Στις 23/4 οι 3ος και 4ος λόχοι με το απόσπασμα του Βασ. Κίτσου ήλθαν σε επαφή με το λόχο Χάρη Παπαγιάννη και εξόντωσαν 10 μαζί και το διοικητή Παπαγιάννη. Σε 8 μέρες μέσα εξοντώθηκαν ή συνελήφθησαν πάνω από 100 και συνέχεια και άλλοι ώστε μόνο 10 σώθηκαν από τους 155 που είχαν εισέλθει στα Τζουμέρκα. Τους [Γιώργο] Νταβαντζήν από Χώσεψη και Παπαγιάννη από Μελισσουργούς εξετέλεσαν άνευ διαδικασίας. Έδωσα διαταγή το απόγευμα της 22/4/47 να αποκοπούν 10 κεφάλια».[3]



Απαντήσεις στο δικαιολογημένο «γιατί» δίνονται στις μαρτυρίες που καταγράφηκαν και απέτρεψαν στη σκόνη της λήθης να «σκεπάσει» για πάντα το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα. Τη χωρίς προηγούμενο σφαγή δίνουν οι αφηγήσεις ανθρώπων στους οποίους έμειναν έντονα χαραγμένες οι εικόνες της φρίκης. Άλλοι μάρτυρες δεν υπάρχουν αφού από τους αιχμάλωτους μαχητές του ΔΣΕ δεν επέζησε κανένας, σφάχτηκαν όλοι.



Ο νεαρός τότε Κώστας Τάτσης, μαχητής του ΔΣΕ στη συνέχεια και πρόεδρος σήμερα του παραρτήματος της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ Νέας Ιωνίας θυμάται[4]:



«Στο Μοναστήρι των Μελατών όπου ήταν η έδρα του κυβερνητικού στρατού βρίσκονταν και οι συμμορίες του Αλ. Παπαδόπουλου, Κ. Βόιδαρου και άλλων. Εδώ μεταφέρθηκαν οι τραυματίες και οι αιχμάλωτα αντάρτες. Μόλις νύχτωσε δόθηκε εντολή να γίνουν βασανιστήρια και σφαγή. Οι αδίστακτοι εγκληματίες πολέμου άρχισαν με τα μαχαίρια και τις λόγχες των όπλων τους να κατατρυπάνε τα σώματα των αιχμαλώτων και τελικά έκοψαν τα κεφάλια από τους περισσότερους αντάρτες. Στη συνέχεια άνοιξαν ομαδικό τάφο στη σμίξη του χειμάρρου που βρισκόταν ΒΑ στην είσοδο του συνοικισμού με τον Μελατιώτικο ποταμό και εκεί τους έριξαν όλους και τους σκέπασαν. Αρκετά από τα κομμένα κεφάλια τα έριξαν μέσα σε τσουβάλια και τα μετέφεραν με αυτοκίνητα στην Άρτα.



(…) Περίπου στις 23/4/1947 και ώρα 11π.μ. (εγώ ήμουν τότε 16 χρόνων) βρέθηκα στην Άρτα με 2 γαϊδούρια φορτωμένα καυσόξυλα, πήγα να τα πουλήσω στην πόλη. Προχωρώντας μέσα στο κέντρο της πόλης, και αφού έβγαινα από την πλευρά του Κάστρου στην πλατεία Μονοπωλίου, είδα να έρχονται προς την πλατεία στρατιωτικά αυτοκίνητα τύπου “Στουνταμπέκερ”. Πάνω σ’ αυτά στέκονταν αξιωματικοί και στρατιώτες και κράταγαν στα χέρια τους τα κεφάλια των ανταρτών κάνοντας μάλιστα και επίδειξη στο κοινό, βρίζοντας και αισχρολογώντας με την πιο χυδαία ορολογία του υποκόσμου. Τα κεφάλια που ήταν στα 2 πρώτα αυτοκίνητα που πρόκανα να αντικρίσω ήταν κεφάλια παλικαριών, πρωταγωνιστών του Αλβανικού Έπους και της Εθνικής Αντίστασης, που σε μένα ήταν γνωστά από την ΕΑΜική Αντίσταση στο νομό Άρτας. Όλοι είχαν μακριά μαλλιά και γένια, τα κεφάλια κρατιόνταν από τα μαλλιά, η εικόνα ήταν φρικιαστική και αποτρόπαια και γύριζε τη μνήμη κάθε λογικού ανθρώπου στον Μεσαίωνα.



Ο κόσμος που βρέθηκε στην πλατεία και στους δρόμους κοντά σ’ αυτή, αφού αντίκρισε την εικόνα φρίκης, απόστρεψε το βλέμμα του από το φρικτό θέαμα και τράπηκε σε φυγή πέρα από τους κεντρικούς δρόμους και τις πλατείες της πόλης. Από ό,τι μου διηγήθηκαν και άλλοι γνωστοί μου χωριανοί και συγχωριανοί, που βρέθηκαν εκείνη την ημέρα στην Άρτα, η στρατιωτική αυτή επίδειξη κατέληξε στην άλλη άκρη της πόλης στην πλατεία Κιλκίς και από εκεί στη διοίκηση της Χωροφυλακής της πόλης. Σε όλη την παραπάνω διαδρομή όπως προανέφερα, ο απλός κόσμος γύριζε τις πλάτες στην εικόνα και τρεπόταν σε μαζική φυγή.



Ο λαός της Άρτας, πολύ καλά γνώριζε τον Θεόδωρο Ζαλοκώστα (καπετάν Παλιούρας) ως αξιωματικό στο Αλβανικό Μέτωπο το 1940-1941, σεμνότατο κομμουνιστή, στέλεχος και καθοδηγητή της ΕΑΜικής Αντίστασης, άξιο καπετάνιο του 3/40 και 24ου Συντάγματος του θρυλικού ΕΛΑΣ. Επίσης, γνωστός ήταν στο νομό της Άρτας, ως καπετάνιος τάγματος του 3/40 Συντάγματος, ο Κώστας Μίντζας. Η Άρτα γνώριζε πολύ καλά τον Γιάννη Φωτονιάτα, παλιό στέλεχος του ΚΚΕ, που ήταν μπροστάρης και οργανωτής στους αγώνες του λαού της Άρτας την περίοδο της κατοχής, ένας από τους οργανωτές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στο νομό.



Από τον κλοιό κατάφεραν να ξεφύγουν βγαίνοντας πέρα από τα σύνορα του νομού Άρτας, κάποια τμήματα και μικρές ομάδες, που η τύχη τους δεν είναι καθόλου γνωστή. Δεν έχει ερευνηθεί, ποια ήταν η παραπέρα τύχη τους, τι έγιναν τα τμήματα αυτά, ποιοι είναι οι νεκροί, οι τραυματίες, και ποιοι τελικά διασώθηκαν. Ίσως μερικοί να βρίσκονται ακόμα ζωντανοί. Είναι ανάγκη σήμερα που ακόμα υπάρχουν επιζώντες σύντροφοι και συναγωνιστές, που έζησαν τα παραπάνω γεγονότα, να συμβάλουν στο να καταγραφούν αυτά που έγιναν σε εκείνη την ταραγμένη εποχή, παρουσιάζοντας το αγωνιστικό ύφος και ήθος των συναγωνιστών που έπεσαν ηρωικά στις μάχες του εμφυλίου πολέμου για την εθνική ανεξαρτησία της πατρίδας και για ένα καλύτερο μέλλον του λαού».



Ήταν παιδί ο Αρτινός λογοτέχνης Νίκος Ρίγγας όταν βρέθηκε μπροστά στα κομμένα κεφάλια των ανταρτών στην Πλατεία Κιλκίς. Κρατάει άσβηστη στη μνήμη την εικόνα της φρίκης[5]:



«Δεκάχρονος (1947) κι αδέσποτος γαβριάς, τρία χρόνια μετά την απελευθέρωση και μέσα στην δίνη των νικημένων γύριζα ένα πρωινό στους δρόμους της πόλης μου. Οι νικητές περιφέρονταν φορώντας τα σίδερα και το χακί της εξουσίας, που γένναγαν τον ξιπασμό και την αυθαιρεσία του νικητή!



Κάποια ώρα βρέθηκα στη μεγάλη πλατεία, που σε μια μεριά της είδα κόσμο πολύ μαζεμένο με πολλές φωνές και φασαρία. Φαντάστηκα πως θάταν πάλι κάποιος Κουταλιανός -έτσι λέγαμε τότες όλους τους γυρολόγους- που θάκανε ένα σωρό κόλπα και στο τέλος θα ’βγαζε το καπέλο του και θα μάζευε πενταροδεκάρες. Πήγα κοντά αλλά οι μεγάλοι και το στριμωξίδι τους μου έκλειναν τη θέα και δεν μπορούσα να δω τι γίνονταν μπροστά. Μικρόσωμος και σβέλτος όπως ήμουνα χώθηκα εύκολα μέσα στους μεγάλους και πέρασα ανάμεσα και κάτω απ τα σκέλια με αποτέλεσμα να βρεθώ μπροστά μπροστά στον κώλο της γης και τα σκατά του!



Το παιδικό μου μυαλό αλάφιασε, η τρυφερή μου καρδιά σφίχτηκε κι η αμάθητη ψυχή μου σπάραξε μπροστά σε αυτά που έβλεπα. Για μια στιγμή νόμισα πως θεατρίνοι η άλλοι κολπατζήδες έκαναν νούμερα στους δρόμους για να τραβήξουν θεατές στην παράσταση κάποιου θεάτρου. Από πολύ μικρός ήξερα από τέτοια, γιατί ο μεγάλος μου αδερφός δούλευε χρόνια στον μοναδικό κινηματογράφο της πόλης κ έτσι έβλεπα κάθε μέρα τζάμπα θέαμα.



Όμως δεν ήταν δυστυχώς το ψεύτικο θέατρο του σανιδιού, ήταν το αληθινό θέατρο της ζωής!…



Καμιά δεκαριά κομμένα αντρικά κεφάλια με μακριά λιγδιασμένα μαλλιά και γένια ήταν σκορπισμένα κατάχαμα με μυαλά πεταμένα στο χώμα και τρυπημένα μάτια που χύνονταν στα μάγουλα! Τα μαλλιά και τα γένια ήτανε γυρισμένα στους σφαγμένους λαιμούς και σκεπασμένα με τα ξεραμένα αίματα. Από μερικά κεφάλια οι γλώσσες ήταν βγαλμένες έξω απ το στόμα, λες και οι άνθρωποι τούτοι είχαν από πριν ξεράσει από αηδία για τα όσα τους έκαναν προτού τους σφάξουν!…



Το θέαμα, όπως το σκέφτομαι σήμερα, μπορούσε να συγκριθεί μόνο με τους «Δαίμονες» του Γκόγια ή τις περιγραφές του Δάντη!



Πεντέξι άντρες ξεχειλισμένοι από φυσεκλίκια, μίσος και εξουσία κλώτσαγαν με μανία τα κεφάλια και ύστερα τ’ άρπαζαν απ’ τα μαλλιά, τα σήκωναν ψηλά και μετά τα χτύπαγαν με δύναμη καταγής και αυτά έσκαγαν κάτω σαν χταπόδια και οι πληγές άνοιγαν περισσότερο και τα μαλλιά και τα χυμένα μάτια απλώνονταν πιο πολύ στα πρόσωπα και στο χώμα.



Τις περισσότερες φορές τα μανιασμένα χτυπήματα πέταγαν πιτσιλιές από ανακατωμένα ανθρώπινα υλικά, που κόλλαγαν στα πρόσωπα εκείνων που κοίταζαν σβολωμένοι από φόβο, φρίκη και λύπηση. Δεν έλειπαν όμως και οι λίγοι εκείνοι που χαίρονταν δείχνοντας αγριότητα και εκδίκηση με ζητωκραυγές!»



Η Πηνελόπη Σαρλή, μαθήτρια τότε του Δημοτικού Σχολείου, εκτός από τη συγκλονιστική της μαρτυρία[6], μας μεταφέρει  και την αντίδραση των μικρών συμμαθητών της, μπροστά στο αποτρόπαιο θέαμα που «πρόσφεραν» οι «νικητές», που μόνο ως πράξη αντίστασης ενάντια στη βαρβαρότητα μπορεί να καταγραφεί:



«Ξεκινήσαμε όπως κάθε πρωί να πάμε στο σχολείο. Υπήρχε μια κίνηση στους δρόμους που άλλες μέρες δεν βλέπαμε. Μία αναστάτωση από ανθρώπους και οχήματα. Ποδήλατα και κάρα μας προσπερνούσαν. Τα βλέπαμε να κουβαλάνε σακιά γεμάτα.



Παραξενευτήκαμε. Τι να είχαν μέσα αυτά τα σακιά που με τόση φροντίδα μετέφεραν; Γιατί βιάζονταν γιατί κτυπούσαν κουδούνια και κλάξον για να τους δώσουμε προτεραιότητα; Ή μήπως με αυτό τον τρόπο μας καλούσαν να τους ακολουθήσουμε, για να μας δείξουν κάτι; Ήταν και η ατμόσφαιρα πάνω από τη πόλη βαριά. Κι όλη η κίνηση των τροχοφόρων και των ανθρώπων κατέληγε στην πλατεία Κιλκίς.



Ναι, εδώ όλοι εκείνοι οι περίεργοι έμποροι είχαν εκθέσει την πραμάτεια τους. Το μυστικό που είχανε κρυμμένο μέσα στις λινάτσες.



Εδώ τα είδαμε. Τα είχανε βάλει σε δύο κύκλους σαν να χορεύανε διπλοκάγκελο. Στη μέση της πλατείας. Κι έτσι καταλάβαμε πως όλοι αυτοί που τόση ώρα περνούσαν από μπροστά μας, ήταν κυνηγοί κεφαλών.



Κόσμος πολύς είχε μαζευτεί. Οι υπάλληλοι που πήγαιναν στα γραφεία τους, αυτοί που είχαν καταστήματα εκεί τριγύρω, όλοι οι μαθητές του σχολείου ακόμα και των μικρών τάξεων. Κάποιοι τα κοίταζαν με φρίκη και κάποιοι με περιφρόνηση. Άλλοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν, να εξηγήσουν, να συνειδητοποιήσουν. Μερικοί δεν δίστασαν να τα πλησιάσουν και να τα κλωτσήσουν. Να τα στραπατσάρουν περισσότερο. Να τους σπάσουν δόντια, ή να δουν το μυαλό τους να χύνεται από το ήδη ανοιγμένο τους κρανίο. Αλήθεια τι κρότο κάνει ένα κεφάλι που κατρακυλά στο πλακόστρωτο και τι σχήμα παίρνουν τα χείλια;



Οι πιο ψύχραιμοι βάλθηκαν να κάνουν αναγνώριση. «Να ο τάδε» φώναζαν. Ενώ κάποιοι άλλοι που τα αναγνώριζαν επίσης δεν τολμούσαν να πουν τίποτα, μήτε να κλάψουν. Δεν ξέρω ίσως να είδαν κάποιον πολύ γνωστό τους, συγγενή τους. Τον είχαν αποχωριστεί, τον είχαν χαιρετήσει προ πολλού, τον νόμιζαν στο βουνό και τώρα τον έβλεπαν, ασώματο κεφαλή στο πλακόστρωτο της πλατείας.



Μουδιάσανε τα άκρα μας, στέγνωσε το στόμα μας, σοκαριστικό το θέαμα κι ακόμα χειρότερα όλα αυτά που γίνονταν γύρω από αυτό. Η αλαζονεία αυτών που τα είχαν φέρει να τα επιδείξουν σαν λεία τους. Ο χλευασμός και η βαρβαρότητα από τη μεριά των άλλων κι ο σιωπηλή θλίψη των περισσότερων. Λίγο πιο μακριά ακούγονταν ο θρήνος όσων δεν μπόρεσαν να αντέξουν και ξέσπαγαν.



«Τα παιδιά να πάνε στο σχολείο» ακούστηκε κάποια στιγμή «κτύπησε το καμπανάκι». Ο χρόνος δεν μπορεί να παγώσει ούτε σε τέτοιες περιπτώσεις. Η ζωή συνεχίζει την πορεία της. Κατευθυνθήκαμε προς το γυμνάσιο. Εκεί μας περίμενε το πρωινό μας ρόφημα. Ήταν γάλα που τόσο πολύ το θέλαμε. Άλλες φορές κάναμε σα λιμασμένα, όμως εκείνη τη μέρα κανείς δεν μπορούσε να πιει το γάλα του. Στην αρχή θέλησε να το προσφέρει σε κάποιον άλλο, μα ήταν γενική η ανορεξία. Άδειαζε λοιπόν το κυπελλάκι ο καθένας στο χώμα, χωρίς τύψεις που πήγαινε στράφι αυτή η θρεπτική τροφή, αυτή η πολυτέλεια στα δύσκολα χρόνια του πολέμου.



Τα κεφάλια στη συνέχεια τα πήγαν και τα κρέμασαν στο φράκτη της χωροφυλακής. Έμειναν εκεί σε κοινή θέα και ξάφνιασμα των περαστικών μέχρι που τα μάζεψαν μύγες.»



Τραγική είναι και η περιγραφή της αγωνίστριας της Εθνικής Αντίστασης Κατερίνας Λελοβίτη-Μπατσούλη[7] σε μια από τις εκδηλώσεις μνήμης και τιμής που γίνονται κάθε χρόνο στους Μελάτες, μπροστά στο μνημείο της θυσίας των μαχητών του Αρχηγείου Τζουμέρκων του ΔΣΕ:



«Όρθιοι, σύντροφοι, στεκόμαστε σ’ αυτόν εδώ τον ιερό τόπο που πατάμε, που είναι βαμμένος με το αίμα από δεκάδες παλικάρια του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ΔΣΕ. Μαζί τους και ο αδελφός μου Παναγιώτης Λελοβίτης, εκεί επάνω στο ύψωμα, σύντροφοι, έδωσε μόνος τέλος στη ζωή του, νια να μην πέσει στα χέρια του εχθρού και να μην περάσει τα βάσανα του Χριστού. Και οι άνανδροι φασίστες του πήραν το κεφάλι και το κρέμασαν στην Πρέβεζα, μαζί με τα κεφάλια άλλων παλικαριών κομμουνιστών, γιατί αυτά τα παιδιά ήταν Έλληνες, ήταν λεβέντες και πολέμησαν για την πατρίδα, υπερασπίζοντας τα ιδανικά τους. Αιωνία η μνήμη τους. Αδέρφια μας δεν θα σος ξεχάσουμε ποτέ. Σας δίνω την υπόσχεση ότι εγώ, η αδερφή σας Κατερίνα, εάν χρειαστεί, θα πεθάνω αγωνιζόμενη στο δρόμο. Γιατί το βράδυ που θα έφευγαν τα αδέλφια μου στο βουνό, Παναγιώτης και Χρήστος, παρά το ότι ήμουν μικρή θυμάμαι τι έλεγαν: “Ο αγώνας θα είναι μακρύς και σκληρός, θα σας τυραννήσουν, θα σας δείρουν, θα σας εξορίσουνε, αλλά εσείς ποτέ να μην αρνηθείτε τα πιστεύω σας και την ιδεολογία σας”. Ποτέ, αδέλφια μου, να είστε βέβαια εκεί που είσαστε. Ζήτω το ΚΚΕ. Γεια σας».




 



[1] Θεόδωρος Ζαλοκώστας (1912-1947 Υποστράτηγος Τιμημένος Νεκρός). Γεννήθηκε στο χωριό Θεοδώριανα Άρτας. Ως αξιωματικός της Σχολής Ευελπίδων πολέμησε το 1940 στην Αλβανία (διοικητής λόχου). Στους πρώτους μήνες της Κατοχής με πρωτεργάτη τον Ζαλοκώστα συγκροτείται στην Άρτα η ομάδα μόνιμων αξιωματικών ΕΛΑΣ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ που στη συνέχεια προσχώρησαν στο ΕΑΜ. Μετείχε στη συγκρότηση του αντάρτικου τμήματος του ΕΛΑΣ στα Τζουμέρκα (από τις 4/2/1943 έως τις 29/3/1943 ήταν καπετάνιος του Αρχηγείου Τζουμέρκων του ΕΛΑΣ), και στο πρώτο χτύπημα κατά των κατακτητών στη Σεκλίστα, στις 23 Δεκέμβρη 1942. Συνέχισε τον ένοπλο αγώνα με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, στην αρχή στη Διοίκηση του 24ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ (Αρχηγείο Ζαλόγγου) και έπειτα στη 10η Ταξιαρχία της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ (περίοδος Συμφωνίας της Βάρκιζας). Μετά από την συμφωνία της Βάρκιζας κατέφυγε διωκόμενος με άλλους συναγωνιστές του στο Μπούλκες (Γιουγκοσλαβία). Τον Απρίλη του 1947 επέστρεψε και δημιούργησε το ένοπλο τμήμα των Τζουμέρκων με 160 περίπου αντάρτες. Στη μάχη των Μελατών, αφού εξαντλήθηκαν τα πολεμοφόδιά του, περικυκλωμένος από παντού, αυτοκτόνησε με χειροβομβίδα. Με απόφαση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης ονομάστηκε Υποστράτηγος Τιμημένος Νεκρός.




[2] Προσκλητήριο νεκρών του ΔΣΕ στην περιοχή δείτε εδώ.

[3] Αλ. Παπαδόπουλου «Απομνημονεύματα, Μεγαλεία και θρήνοι, δόξες και αθλιότητες ενός αγώνος» (Ιωάννινα 1976). Το απόσπασμα παραθέτει  ο Νίκος Γ. Ζιάγκος στο βιβλίο «Νέες σελίδες από τον εμφύλιο  πόλεμο 1945-1949» (Εκδ. Σοκόλη, 1986) και από εκεί ο Χρήστος Ι. Νταβαντζής στο βιβλίο του «Όσα επέζησαν στη μνήμη… Οδοιπορικό μιας ζωής» (Αθήνα 2016).

[4], Από το βιβλίο του Κώστα Τάτση «Οδοιπορικό ενός αντάρτη στο ΔΣΕ». Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 163 του περιοδικού «ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ» της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ.

[5] Νίκος Ρίγγας, «Πανσέληνες αγρύπνιες», εκδόσεις Παπαζήση, 2008. Η μαρτυρία παρατίθεται στην μπροσούρα «Το Αρχηγείο Τζουμέρκων του ΔΣΕ», έκδοση της Τομεακής Επιτροπής Άρτας του ΚΚΕ, Άρτα 2016

[6] «Το Αρχηγείο Τζουμέρκων του ΔΣΕ», έκδοση της Τομεακής Επιτροπής Άρτας του ΚΚΕ, Άρτα 2016

[7] Περιοδικό «ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ» της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ, αρ. τ. 163.