Μια συγκροτημένη τοποθέτηση του ΚΚΕ και των κομμουνιστών για τους ιμπεριαλιστικούς και ταξικούς πολέμους από τον 20ο αιώνα μέχρι και τον πόλεμο της Ουκρανίας.
Βιβλίο:«1922 - ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ»
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η συγκυρία το έφερε ώστε η παρούσα έκδοση για τα 100 χρόνια από την ιμπεριαλιστική Μικρασιατική Εκστρατεία, από την καταστροφική της λήξη για τους λαούς, ιδιαίτερα για τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μικρός Ασίας (Έλληνες, Αρμένιους κ.ά.), να προετοιμάζεται ενώ έχει ξεσπάσει ένας νέος ιμπεριαλιστικός πόλεμος.
Τις ώρες που γράφεται αυτό το σημείωμα βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος με επιχειρησιακή αφετηρία τη στρατιωτική επέμβαση της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Ουκρανία, που ξεκίνησε στις 24 Φλεβάρη 2022.
Σύμφωνα με τη Ρωσική Ομοσπονδία, αφορμή αυτής της ιμπεριαλιστικής επέμβασης ήταν η υπεράσπιση των αυτόνομων περιοχών του Λουγκάνσκ και του Ντονιέτσκ από τη φασιστική-ναζιστική καταπίεση της κεντρικής ουκρανικής εξουσίας, η υπεράσπιση των ρωσόφωνων πληθυσμών από την απαγόρευση της χρήσης της γλώσσας τους. Βέβαια, πέρα από τα προσχήματα ο Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας Πούτιν δεν έκρυψε τη βαθύτερη αιτία του πολέμου, που είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ των ΗΠΑ και του στρατιωτικοπολιτικού συνασπισμού του ΝΑΤΟ από τη μια μεριά και της Ρωσικής Ομοσπονδίας από την άλλη σε εδάφη στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο του πετρελαίου, του φυσικού αερίου, των πολύτιμων μετάλλων, των πλουτοπαραγωγικών πηγών, των πυρηνικών αντιδραστήρων, των θαλάσσιων οδών (της Αζοφικής και της Μαύρης Θάλασσας). Πρόκειται για εδάφη της πρώην Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ), στα οποία επιχειρεί να επεκταθεί το ΝΑΤΟ συσφίγγοντας τον κλοιό στρατιωτικής περικύκλωσης της Ρωσικής Ομοσπονδίας και τα οποία η τελευταία επιθυμεί να ελέγξει και επειδή τα θεωρεί κρίσιμα για την άμυνά της. Είναι εδάφη στα οποία αναπτύσσεται ισχυρός ανταγωνισμός στο εσωτερικό της αστικής τάξης που διαμορφώθηκε μετά από την ανατροπή της σοσιαλιστικής εξουσίας για το αν θα πρέπει να ακολουθήσει τη μια ή την άλλη ιμπεριαλιστική συμμαχία.
Ο Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας ανήκει στην κατηγορία των στελεχών της πρώην ΕΣΣΔ και του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης που -στη φάση της κορύφωσης του σταδιακού εκφυλισμού του- πρωτοστάτησαν για την ανατροπή του σοσιαλισμού και τη νίκη της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και στα άλλα σοσιαλιστικά κράτη της Ευρώπης. Τότε και για την επίτευξη αυτού του στόχου, τα προαναφερόμενα στελέχη θεωρούσαν καλοδεχούμενη τη στήριξη εκ μέρους του λεγάμενου «δυτικού κόσμου», των καπιταλιστικών κρατών της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Άλλωστε, έστρωναν το έδαφος της καπιταλιστικής παλινόρθωσης βήμα-βήμα, προτάσσοντας την «Ευρώπη κοινό σπίτι των λαών» (κι ας ήταν μισή καπιταλιστική - μισή σοσιαλιστική), την ενοποίηση της Γερμανίας (της καπιταλιστικής με τη σοσιαλιστική) προς όφελος της ενιαίας καπιταλιστικοποίησής της κ.ά.
Βέβαια, όπως θα έπρεπε να ήταν αναμενόμενο -και όπως το ΚΚΕ, καθώς και λίγες δυνάμεις κομμουνιστών που στάθηκαν στα πόδια τους στην πρώην ΕΣΣΔ και σε άλλα κράτη ανέδειξαν- οι αντεπαναστατικές ανατροπές στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και η διαμόρφωση καπιταλιστικών κρατών δεν άνοιξαν διάπλατα «τις λεωφόρους της ειρήνης και της φιλίας, της δημοκρατίας και της ελευθερίας των λαών», δεν εκμηδένισαν τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και τις αντιθέσεις, ούτε κατάργησαν την πολεμική βία ως μέσο επιβολής ενός νέου συσχετισμού μεταξύ καπιταλιστικών κρατών, όπως προπαγάνδιζαν τα αστικά και οπορτουνιστικά επιτελεία. Αντίθετα, οδήγησαν σε νέες πολεμικές συγκρούσεις, ενώ η νέα ιμπεριαλιστική ειρήνη, που τις ακολούθησε, ήταν εξίσου ευάλωτη σε μελλοντικές αμφισβητήσεις και κρίσεις.
Γι αυτό, προς ειρωνεία της Ιστορίας και της πολιτικής τους συνθηματολογίας, οι δυνάμεις που έδρασαν για τη διάλυση και την καπιταλιστικοποίηση της πρώην ΕΣΣΔ επιδίωξαν ταυτόχρονα τη διατήρηση της πολιτικής και στρατιωτικής επιρροής της καπιταλιστικής Ρωσικής Ομοσπονδίας στο χώρο των πρώην Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών της ΕΣΣΔ.
Η αντεπανάσταση, όμως, άνοιξε «τον ασκό του Αιόλου». Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός έδρασε αποσχιστικά, επανέφερε τον εθνικισμό, πολύ περισσότερο αφού γι’ αυτό φρόντισαν τ’ άλλα καπιταλιστικά κράτη της πρώην ΕΣΣΔ και οι αντίπαλες ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, βλέποντας την ευκαιρία ν’ αποσπάσουν νέες σφαίρες επιρροής, ελέγχου των αγορών και των αγωγών κλπ. Το γεγονός αυτό φανερώθηκε από την πρώτη στιγμή της διάλυσης της ΕΣΣΔ, με τον πρώτο πόλεμο για το Ναγκόρνο Καραμπάχ (1992-1994), στη διάρκεια του οποίου από κοινού η Ρωσική Ομοσπονδία και η Ουκρανία στήριξαν την Αρμενία ενάντια στο Αζερμπαϊτζάν (που στηριζόταν από το Πακιστάν και την Τουρκία), με τους δύο πολέμους της Τσετσενίας (1994-1996 και 1999-2000 αντίστοιχα) κλπ.
Οι δυτικές καπιταλιστικές δυνάμεις στήριξαν τις λεγάμενες «έγχρωμες επαναστάσεις» και διάφορες ακραίες αντιδραστικές δυνάμεις, προκειμένου να πριμοδοτήσουν με τη μια ή την άλλη μορφή την ανατροπή αστικών κυβερνήσεων που δεν ικανοποιούσαν τα σχέδιά τους, όπως στη Γεωργία (2003 -«επανάσταση των Ρόδων») και στην Ουκρανία (2004 -«πορτοκαλί επανάσταση»). Αργότερα η νέα «έγχρωμη επανάσταση»-πραξικόπημα με τη συμμετοχή και νεοναζιστικών δυνάμεων και πάλι στην Ουκρανία το 2014 ήταν αυτή που άνοιξε την αυλαία και του σημερινού πολέμου.
Αντίστοιχα, σε μικρογραφία είδαμε από τη δεκαετία του 1990 τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, με την παρέμβαση αρχικά της Γερμανίας που πυροδότησε εθνικιστικές αποσχιστικές δυνάμεις στην Κροατία και τη Σλοβενία και πρωτοστάτησε στην αναγνώρισή τους ως ανεξάρτητων κρατών. Στη συνέχεια, ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, έπειτα από την παρέμβαση κυρίως των ΗΠΑ, γενικεύτηκε συμπεριλαμβάνοντας τη Βοσνία και, έτσι, «τα όμορφα χωριά όμορφα κάηκαν». Το 1999, το έγκλημα ολοκληρώθηκε με το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση να ενισχύουν την απόσχιση του Κοσσόβου και στη συνέχεια να πρωτοστατούν στην ανατροπή (με τη λεγάμενη «Επανάσταση της μπουλντόζας» το 2000) της κυβέρνησης της Νέας Γιουγκοσλαβίας (Σερβία και Μαυροβούνιο) και στη διάλυσή της. Επομένως, το πολιτικό όραμα του Πούτιν για μια Ρωσική Ομοσπονδία στα όρια της πρώην ΕΣΣΔ προσκρούει στη σύνθετη ανταγωνιστική πραγματικότητα του διεθνούς καπιταλισμού.
Από την άλλη πλευρά, οι εκπρόσωποι των αγγλοσαξονικών και ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών επιτελείων δε δικαιούνται σήμερα να διαμαρτύρονται για αποσχιστικές τάσεις στην Ουκρανία, για αλλαγές συνόρων και για πολιτικές και στρατιωτικές επεμβάσεις της Ρωσικής Ομοσπονδίας σε ανεξάρτητα κράτη. Εξάλλου, τα τελευταία χρόνια η ιμπεριαλιστική θητεία τους δεν περιορίζεται στο ευρωπαϊκό έδαφος, αλλά επεκτείνεται παγκόσμια. Ενδεικτικά, την τε-τελευταία εικοσαετία θα μπορούσαμε ν’ αναφέρουμε τη στρατιωτική επέμβαση της υπό τις ΗΠΑ συμμαχίας των «προθύμων» στο Αφγανιστάν (2001) και στο Ιράκ (2003), τη λεγάμενη «Αραβική Άνοιξη» και τις «παρεμβάσεις» τους υπέρ των «επαναστάσεων» στην Τυνησία (2010-2011), στη Λιβύη (2011), στην Αίγυπτο (2011) και στη Συρία (2011), που οδήγησαν σε εμφύλιες συγκρούσεις, αλλά και σε ενίσχυση ισλαμικών φονταμενταλιστικών δυνάμεων. Έτσι κι αλλιώς τα δυτικά καπιταλιστικά κράτη στήριξαν ακόμα και τους μισθοφόρους της Αλ Κάιντα τη δεκαετία του 1980 και αργότερα τις δυνάμεις του Ισλαμικού Κράτους.
Παρ’ όλ’ αυτά, το 2014 και με πρόσχημα την αντιμετώπιση των ισλαμιστών φονταμενταλιστών ξεκίνησε η υπό γαλλική ηγεσία (και με τη συμμετοχή ή την υποστήριξη των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Σουηδίας, της Δανίας, της Τσεχίας και της Εσθονίας) ιμπεριαλιστική επέμβαση στις χώρες του Σαχέλ (Μάλι, Μπουργκίνα Φάσο, Μαυριτανία, Νίγηρα, Τσαντ), ενώ την ίδια χρονιά πολλές αραβικές χώρες, με πρωταγωνίστρια τη Σαουδική Αραβία, αλλά και τη στήριξη δυτικών καπιταλιστικών κρατών αναμίχτηκαν στον εμφύλιο της Υεμένης, στο όνομα της αντιμετώπισης των φονταμενταλιστών.
Μπορεί ν’ αναρωτηθεί η αναγνώστρια και ο αναγνώστης:
Τι σχέση, όμως, μπορεί να έχει ο σημερινός πόλεμος στην Ουκρανία με τον πόλεμο στη Μικρά Ασία πριν 100 χρόνια;
Και οι δυο πόλεμοι δίνουν κοινά συμπεράσματα διαχρονικής αξίας για την ταξική πάλη, αφού οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι και οι ενδοκαπιταλιστικοί ανταγωνισμοί αποτελούν συστατικό στοιχείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης την εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, από το οποίο προκύπτει και ποια πρέπει να είναι η στρατηγική του Κομμουνιστικού Κόμματος και ποια η στάση της εργατικής τάξης και των λαών.
Σε αυτά επικεντρώνεται ο πρόλογος αυτής της έκδοσης.
Πρώτο: Οι λαοί, με ηγετική δύναμη την εργατική τάξη, σε καμιά περίπτωση - επίθεσης ή άμυνας- δεν πρέπει να στοιχίζονται με την αστική τάξη, να εμπιστεύονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τις κυβερνήσεις τους, τα επιθετικά ή και τα αμυντικά τους σχέδια, τα οποία είναι άμεσα ή μεσοπρόθεσμα σε βάρος των λαών. Ο πόλεμος των καπιταλιστικών εξουσιών, είτε ως επίθεση είτε ως άμυνα, έχει θύματα τους λαούς, άμεσα στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, αλλά και μέσω της φτώχειας που φέρνει ο πόλεμος, ως καταστροφή, ως προσφυγιά, ως πολεμική δαπάνη, ως αποτέλεσμα του οικονομικού πολέμου.
Η Μικρασιατική Εκστρατεία ξερίζωσε εκατομμύρια Ελλήνων, Τούρκων, Αρμενίων κ.ά., ενώ έφερε τους Έλληνες πρόσφυγες στην Ελλάδα, ρίχνοντάς τους στη φτώχεια και στην πιο σκληρή ταξική εκμετάλλευση. Οι πρόσφυγες, το μεγάλο μέρος τους γυναίκες-χήρες και παιδιά, έγιναν εργατικό δυναμικό στα καπνεργοστάσια, στις υφαντουργίες, στα μοδιστράδικα, υπηρετικό προσωπικό στα σπίτια των αστών.
Σήμερα, η σε εξέλιξη έξοδος των Ουκρανών είναι μαζική, με αμφίβολη την προοπτική της επανόδου. Ας μην ξεχνάμε ότι, και μετά από τη διάλυση της ΕΣΣΔ, από την Ουκρανία και από τις άλλες πρώην Σοβιετικές Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες υπήρξε σημαντική μετανάστευση, κυρίως γυναικών, προς τη χώρα μας και άλλα καπιταλιστικά κράτη.
Δεύτερο: Διαχρονικό συμπέρασμα είναι ότι οι λαοί πρέπει να έχουν επαγρύπνηση και ετοιμότητα για να οργανώσουν τη δική τους αυτοοργανωμένη άμυνα και αντεπίθεση, ζήτημα που ως καθήκον καθοδηγητικό ανήκει στο επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης, στο Κομμουνιστικό Κόμμα.
Όμως, αυτή η πολιτική στάση ενός επαναστατικού εργατικού κόμματος δυστυχώς δεν είναι δεδομένη. Ακόμα κι όταν διακηρυκτικά βεβαιώθηκε στις παραμονές του Α' Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου στο Συνέδριο της Βασιλείας το Νοέμβρη του 1912 από τα τότε σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, πολύ γρήγορα εγκαταλείφθηκε, πρώτ’ απ’ όλα από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, το μεγαλύτερο κόμμα της εργατικής τάξης εκείνη την εποχή. Στη συνέχεια, η πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της εποχής ψήφισαν τις πολεμικές πιστώσεις και στήριξαν τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των αστικών τους τάξεων.
Το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντίδραση του Λένιν και των Μπολσεβίκων (Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας), των Βούλγαρων, των Ρουμάνων και των Γερμανών επαναστατών σοσιαλδημοκρατών και άλλων. Η εναντίωση των μπολσεβίκων στην άρχουσα τάξη της χώρας τους συνέβαλε στη μετατροπή του πολέμου σε σοσιαλιστική επανάσταση και στη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης (1917). Έπειτα από την επιτυχία της, οι Μπολσεβίκοι και οι άλλοι επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες πρωτοστάτησαν στη συγκρότηση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1919).
Και στις μέρες μας δεν είναι λίγοι οι παράγοντες που διαμορφώνουν το έδαφος για να παρεκκλίνει ένα Κομμουνιστικό Κόμμα από αυτό το καίριο επαναστατικό του καθήκον και τον προλεταριακό διεθνισμό. Ο βασικός παράγοντας είναι η πολύμορφη πίεση που δέχεται, προκειμένου να εναρμονιστεί με αυτό που ορίζεται ως «εθνικό συμφέρον» από την αστική τάξη. Ένας άλλος παράγοντας απορρέει από το γεγονός ότι αργά ή γρήγορα θα βρεθεί μπροστά σε εσωτερική διαφοροποίηση των αστικών πολιτικών δυνάμεων της χώρας του, λόγω του πολέμου. Θα βρεθεί μπροστά στις «σειρήνες» πιο «ρεαλιστικών», «φιλειρηνικών» ή και «φιλολαϊκών» αστικών τοποθετήσεων, μπροστά στις ανάλογες επιδιώξεις διακρατικών λιγότερο ή περισσότερο συγκυριακών συμμαχιών, οι οποίες όμως δεν παρεκκλίνουν από το στόχο διάσωσης της αστικής εξουσίας, στόχο εκ διαμέτρου αντίθετο από τα εργατικά-λαϊκά συμφέροντα, ειδικά σε μια περίοδο ιμπεριαλιστικού πολέμου, οπότε και μπορεί να σημειωθεί αποσταθεροποίηση ή και σημαντικός κλονισμός της αστικής εξουσίας.
Ήδη, στο σημερινό ιμπεριαλιστικό πόλεμο της Ουκρανίας, βλέπουμε τέτοιες «ρεαλιστικές» φωνές ακόμα και εκ μέρους των αστικών κομμάτων. Χαρακτηριστικές είναι οι τοποθετήσεις σύμφωνα με τις οποίες το ΝΑΤΟ συνολικά ή κράτη-μέλη του δεν επέδειξαν ευελιξία στη συνεννόηση με τη Ρωσία για την ένταξη γειτονικών της κρατών και στη διευθέτηση των διαφορών τους. Αστικές αντιθέσεις εκφράστηκαν επίσης και στο ενδεχόμενο πολεμικής απάντησης του ΝΑΤΟ στη ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία, με το επιχείρημα ότι τότε θα ξεσπούσε Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Η ιστορία των δύο παγκόσμιων ιμπεριαλιστικών πολέμων, ιδιαίτερα του Β', έχει να επιδείξει τέτοια παραδείγματα αστικών διαφοροποιήσεων, που δεν πρέπει να γίνονται αφορμή στρατηγικής παρέκκλισης του επαναστατικού εργατικού κινήματος, αλλά ν’ αξιοποιούνται για να βαθαίνουν τα ρήγματα στην καπιταλιστική εξουσία, να τροφοδοτούν την πολιτική της κρίση. Σε αυτήν την κατεύθυνση, το Κομμουνιστικό Κόμμα μπορεί και πρέπει ν’ αξιοποιήσει ουσιαστικές διαφοροποιήσεις αξιωματούχων του αστικού στρατού, να επιδιώξει την προσέγγιση τους με το εργατικό-λαϊκό κίνημα, στόχος που έχει κομβική σημασία για την οργάνωση της ένοπλης ταξικής πάλης.
Δεν υπάρχει δίκαιος ή άδικος πόλεμος από τη σκοπιά των εθνικών αστικών τάξεων και της εξουσίας τους, ούτε κοινά συμφέροντα μόνο και μόνο γιατί υπάρχει κοινή γλώσσα, κοινά σύνορα. Άλλη η πατρίδα των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων και άλλη των καπιταλιστών. Μόνο οι εργατικές-λαϊκές δυνάμεις διεξάγουν δίκαιο επαναστατικό αγώνα και όχι οι καπιταλιστές, που διεξάγουν άδικο πόλεμο, ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ανεξάρτητα από τα χρώματα της διεθνικής συμμαχίας στην οποία συμμετέχουν.
Δίκαιος είναι ο επαναστατικός εργατικός-λαϊκός ένοπλος αγώνας για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας. Δίκαιος είναι και ο αγώνας της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων ενάντια στην ξενική επέμβαση και κατοχή, όταν δεν υποτάσσεται στην αστική τάξη και τους διεθνείς συμμάχους της που προστατεύουν τη δική τους «πατρίδα», την ιδιοκτησία τους στα μέσα παραγωγής, αλλά συνδέεται με την πάλη για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας.
Τρίτο: Η μελέτη της εξέλιξης της Μικρασιατικής Εκστρατείας δείχνει ότι η οργάνωση του λαού στην κατεύθυνση της δικής του άμυνας-αντεπίθεσης ενάντια και στην ξένη και στη δική του αστική τάξη αφορά και τα μετόπισθεν και τις στρατευμένες δυνάμεις, αφορά τα στρατευμένα παιδιά του λαού και της επιτιθέμενης και της κατεχόμενης χώρας.
Συχνά καλοπροαίρετα προκύπτει το ερώτημα, πώς μπορεί ο λαός να οργανωθεί αυτοτελώς, πού θα βρει τα απαραίτητα υλικά μέσα, την τεχνογνωσία κλπ.;
Η Ιστορία έχει απαντήσει το ερώτημα. Οι ίδιες οι αντιφάσεις του ιμπεριαλιστικού πολέμου, οι συνέπειές του, η καταστροφική δίνη του είναι που προκαλούν τις αντιδράσεις ακόμα και στην κλίμακα της στρατιωτικής διοίκησης. Το βλέπουμε στη Μικρασιατική Εκστρατεία, το διαπιστώνουμε σήμερα σε ρεαλιστικές αναλύσεις ακόμα και ανώτερων ή ανώτατων στρατιωτικών για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Το είδαμε στη στάση αξιωματικών του αστικού στρατού στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο που εντάχτηκαν στον ΕΛΑΣ.
Ακόμα περισσότερο, η πείρα του ΕΛΑΣ έδειξε ότι δεν έλειψε η δυνατότητα και ικανότητα ένοπλης οργάνωσης του λαϊκού παράγοντα. Έλειψε η ικανότητα της πρωτοπορίας του, του ΚΚΕ, να εκτιμήσει αντικειμενικά το συσχετισμό της ταξικής πάλης στην εξέλιξή του. Από αυτή θα προέκυπταν διαφορετικές πολιτικές επιλογές, όπως η άρνηση συνεννόησης με τις αστικές δυνάμεις στο Λίβανο. Θα προέκυπταν βέβαια και διαφορετικές στρατιωτικές επιχειρησιακές επιλογές, όπως ο σχεδιασμός και η δράση για επικράτηση στην Αθήνα.
Το διαχρονικό συμπέρασμα είναι ότι η αδυναμία οργάνωσης της εργατικής-λαϊκής αντεπίθεσης δεν πάσχει στην υλική υποστήριξη και υποδομή, αλλά στην έλλειψη πολιτικής συνειδητοποίησης της αναγκαιότητας άμεσης ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας, ανάλογης στρατηγικής στόχευσης και προσανατολισμού προετοιμασίας του εργατικού-λαϊκού κινήματος εκ μέρους του Κομμουνιστικού Κόμματος. Και αυτή η αδυναμία ήταν αποφασιστικής σημασίας το 1944, όμως υπήρχε, και την διαπιστώνουμε και κατά το 1922.
Στο κεφάλαιο «Στοιχεία αποσταθεροποίησης της αστικής εξουσίας κατά την ήττα της Μικρασιατικής Εκστρατείας» κάνουμε την εξής εκτίμηση:
«Το σίγουρο είναι ότι στην εξέλιξη της ταξικής πάλης, από ένα σημείο και πέρα, μόνο η επαναστατική στρατηγική και η σχεδιασμένη και οργανωμένη επαναστατική δράση του υποκειμενικού παράγοντα είναι αυτή που μπορεί να αξιοποιήσει τις όποιες ρωγμές της καπιταλιστικής εξουσίας, τα όποια σημάδια αποσταθεροποίησης της, για να διαμορφώσει μια κοινωνική-ταξική συμμαχία με ηγέτιδα δύναμη την εργατική τάξη που θα την αμφισβητεί, επιδιώκοντας την ανατροπή της και την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας. »
Οι σύγχρονες εξελίξεις του μακρόχρονου πολέμου, παραδείγματος χάρη, χτες στη Συρία, σήμερα στην Ουκρανία, επιβεβαιώνουν την αρνητική σημασία από την έλλειψη ωρίμανσης του υποκειμενικού παράγοντα.
Το ζήτημα της στρατηγικής και οργανωτικής ικανότητας αφορά κάθε ΚΚ σε κάθε χώρα, πολύ περισσότερο που ακόμα και αστικές ρεφορμιστικές φωνές δεν μπορούν να αποκλείσουν-αν και απεύχονται-τον κίνδυνο μιας άμεσης και γενικευμένης σύγκρουσης μεταξύ δυνάμεων του ΝΑΤΟ και της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Πολύ περισσότερο, αφού δυνάμεις των ΗΠΑ και κρατών της ΕΕ, ιδιαίτερα, ενδιαφέρονται για την απόσπαση της Ρωσίας από τη συμμαχία της με την Κίνα. Άλλωστε, ο ανταγωνισμός των ΗΠΑ με την Κίνα είναι διακηρυγμένος περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Τέταρτο: Ένα ζήτημα που έντονα επηρεάζει τη συνείδηση και συμβάλλει στην παθητική στάση εργατικών-λαϊκών δυνάμεων είναι ο εκάστοτε συσχετισμός υπέρ της αστικής εξουσίας, και μάλιστα με τη στρατιωτική-πολιτική της οργάνωση που φαίνεται συμπαγής και αήττητη, πολύ περισσότερο στις σημερινές συνθήκες ύπαρξης του ΝΑΤΟ, των αμερικανικών και άλλων ξένων σύγχρονων ναυτικών, αεροπορικών βάσεων. Αυτή η κατάσταση γεννά είτε την ηττοπάθεια είτε την αίσθηση ασφαλείας εκ μέρους του/των πιο ισχυρού/ών συμμάχου/ων, οδηγεί στο ρεαλισμό της «επιλογής» του πιο ισχυρού, του πιο φερέγγυου συμμάχου.
Στην πραγματικότητα πρόκειται περί ουτοπίας. Η ιστορία της Μικρασιατικής Εκστρατείας δείχνει περίτρανα ότι η αφερεγγυότητα των πιο ισχυρών σύμμαχων καπιταλιστικών κρατών προς τα λιγότερο ισχυρά είναι εκδήλωση-στοιχείο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, του ανταγωνισμού, ο οποίος διέπεται από την αρχή «ο θάνατός σου η ζωή μου», επομένως διέπεται και από την προσαρμογή σε κάθε αλλαγή των δεδομένων. Οι ισχυρότεροι έχουν πλεονέκτημα σε νέες κινήσεις, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει μεταξύ άλλων και στην εγκατάλειψη των ασθενέστερων συμμάχων τους. Έτσι έκαναν και οι νικητές του Α΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου, που «άδειασαν» το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος κατά την εξέλιξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Το ίδιο συνέβη δεκαετίες αργότερα στην Κύπρο. Το αντιμετωπίζει καθημερινά το ελληνικό αστικό κράτος εκ μέρους του ΝΑΤΟ ως προς τις επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας, η οποία είναι επίσης μέλος του ΝΑΤΟ.
Αλλά και σήμερα δε γίνεται «ηλίου φαεινότερον» ότι, «όταν τσακώνονται τα βουβάλια, ποδοπατιούνται τα βατράχια»; Είναι τυχαίο ότι, μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ακόμα περισσότερο μετά από τη διάλυση της ΕΣΣΔ, έγιναν δεκάδες πόλεμοι που τους προκαλούσαν τα πιο ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, αλλά έξω από το δικό τους έδαφος; Αυτό, άλλωστε, όπως ήδη αναδεικνύουν αρχεία και ιστορικές μελέτες, ήταν επιλεγμένη στρατηγική πρώτ’ απ’ όλα των ΗΠΑ.
Με αυτήν την έννοια, είναι υποκρισία εκ μέρους των κρατών-μελών της ΕΕ - και όχι μόνο-ότι ανακαλύπτουν «πόλεμο σε ευρωπαϊκό έδαφος για πρώτη φορά μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» τώρα στην Ουκρανία. Συνειδητά «ξεχνούν» την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, όπως «ξεχνούν» και τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία που οι ίδιοι προκάλεσαν. Τους ξεχνούν, όπως «ξέχασαν» ότι προκάλεσαν τη Μικρασιατική Εκστρατεία, στην οποία πρωτοστάτησε το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος.
Πέμπτο: Η μελέτη της Ιστορίας δεν μπορεί να γίνεται ταξικά ουδέτερα, γιατί ούτε τα γεγονότα είναι ταξικά ουδέτερα όσο η κοινωνική-οικονομική οργάνωση διέπεται από ταξικό διαχωρισμό.
Η ταξική ουδετερότητα δεν έχει σχέση με την επιστημονικότητα, το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει. Από την αστική όμως σκοπιά, ακόμα και από την ακαδημαϊκή της πτέρυγα -όταν αυτή δε σέβεται την Ιστορία ως επιστήμη - η ουδετερότητα χρησιμοποιείται ως παραμορφωτικός φακός της Ιστορίας. Ιστορικοποιούνται συγκεκριμένες ταξικές στοχεύσεις, από τις οποίες προκύπτουν και συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες και αντίστοιχες ιδεολογίες, π.χ., εθνικό συμφέρον.
Η ιστορία των ορθόδοξων ελληνόφωνων πληθυσμών της Μικρός Ασίας κατά την αστική εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση του 1821, μετά από αυτήν αλλά και κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, αποδεικνύει ότι ούτε η κοινή γλώσσα, ούτε η κοινή θρησκεία, ούτε άλλες κοινές πολιτιστικές παραδόσεις και ιστορικές καταβολές αρκούν για να διαμορφώσουν κοινά οικονομικά συμφέροντα στην αστική τάξη. Έτσι, η ανάπτυξη της ελληνικής αστικής τάξης στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δε συντελέστηκε με τον ίδιο τρόπο στη Μικρά Ασία, στην Κωνσταντινούπολη, στα νησιά του Αιγαίου, στην Πελοπόννησο, στη Στερεά, στη Θεσσαλία, στα Γιάννενα, στη Θεσσαλονίκη. ΓΓ αυτό και το κάθε τμήμα της δεν έπαιξε τον ίδιο ρόλο στην Επανάσταση του 1821.
Στην εξέλιξη του σημερινού πολέμου στην Ουκρανία διαπιστώνουμε επίσης διαφοροποιήσεις μεταξύ του τοπικού πληθυσμού. Στην αναζήτηση των αιτιών αυτής της διαφοροποίησης δε θα πρέπει να επικεντρωθούμε σε επιφανειακές πολιτιστικές διαφορές, π.χ., της γλώσσας, της εθνοτικής ρίζας, αλλά στο πώς αυτές αξιοποιούνται από τα καπιταλιστικά συμφέροντα που έχουν διασυνδεθεί με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα: Το ρωσικό, το ευρωενωσιακό ή το ΝΑΤΟϊκό, στο οποίο συνυπάρχουν ΗΠΑ - ΕΕ - Ηνωμένο Βασίλειο.
Αλλά και εκ μέρους των τελευταίων υπάρχουν διαφοροποιήσεις στη βάση των ξεχωριστών οικονομικών συμφερόντων, με πιο εμφανή τα συμφέροντα που σχετίζονται και με την ενεργειακή εξάρτηση των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδιαίτερα της Γερμανίας, από τη Ρωσία. Βέβαια, αυτές οι διαφοροποιήσεις δεν αποτελούν απόδειξη ύπαρξης περισσότερο «πατριωτικών» αστικών δυνάμεων με τις οποίες θα μπορούσαν να συστρατευτούν οι εργατικές-λαϊκές δυνάμεις.
Και από αυτήν τη σκοπιά αναδεικνύεται ως μοναδική αναγκαιότητα-αρχή για το κομμουνιστικό κίνημα η προετοιμασία του υποκειμενικού παράγοντα στην κατεύθυνση του προλεταριακού διεθνισμού, του διεθνισμού των λαών, έτσι ώστε σε συνθήκες πολέμου τα παιδιά των διαφορετικών λαών να στρέψουν τα όπλα όχι μεταξύ τους, αλλά ενάντια και στις ξένες και στις δικές τους καπιταλιστικές δυνάμεις, στοχεύοντας στην ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας και στην ταξική τους απελευθέρωση σε κάθε χώρα.
Η παρούσα έκδοση προσφέρει πλούσιο υλικό θετικής και αρνητικής πείρας, σε αυτό που διαμορφώνεται ως ψήγμα μιας τέτοιας δυνατότητας και προοπτικής, ξεκινώντας από την απειθαρχία στη διοίκηση του αστικού στρατού, αλλά και σε αυτό που έλειψε ως συνειδητός σταθερός προσανατολισμός: Τη σταθερή ζύμωση για έξοδο από τον πόλεμο σε σύγκρουση με την τάξη που τον πραγματοποίησε και -σε περίπτωση επαναστατικής κατάστασης- τη συνειδητή, σχεδιασμένη, οργανωμένη εξέγερση ενάντια στα κέντρα και τους μηχανισμούς της εκμεταλλευτικής εξουσίας στα εθνικά ή πολυεθνικά της χρώματα.
Η παρούσα έκδοση θέτει διερευνητικό προβληματισμό ως προς την εκτίμηση του συσχετισμού της ταξικής πάλης κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, σε συνάρτηση και με το συσχετισμό της ταξικής πάλης τουλάχιστον στα Βαλκάνια.
Επισημαίνει τη δυσκολία της αντικειμενικής εκτίμησης των ποιοτικών αλλαγών στο συσχετισμό της ταξικής πάλης, στην εκτίμηση στοιχείων που προοιωνίζουν γενικευμένη πολιτική κρίση, η οποία, υπό προϋποθέσεις έντασης της δράσης του επαναστατικού υποκειμένου, μπορεί να εξελιχτεί και σε επαναστατική κατάστασης.
Ταυτόχρονα αναδεικνύει ότι το ΣΕΚΕ (Κ) ήταν ακόμα ένα πολύ νεαρό κόμμα της εργατικής τάξης, με έντονη τη διαπάλη στον εσωτερικό του πυρήνα μεταξύ των σοσιαλδημοκρατικών και των κομμουνιστικών δυνάμεων. Πολύ περισσότερο που η μετέπειτα ιστορία του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος αποδεικνύει ότι η διαμόρφωση επαναστατικής στρατηγικής και η υλοποίησή της σε διαφορετικές φάσεις συσχετισμών κατά την εξέλιξη ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου είναι ίσως το πιο σύνθετο και δύσκολο ζήτημα.
Η ΚΕ του ΚΚΕ θα συνεχίσει αυτήν τη χρονιά να τροφοδοτεί με αρθρογραφία, ανακοινώσεις, εκδηλώσεις, ημερίδες την πολύτιμη ιστορική πείρα με αφορμή τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή, αλλά και με αφορμή άλλες επετείους που αφορούν τον Α' και Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τα 30 χρόνια από τη διάλυση της ΕΣΣΔ και τη συνέχιση σε νέα φάση των ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων.
ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Μάρτης 2022.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η παρούσα έκδοση ξεκινά με το κείμενο «Οι λαοί στη μέγγενη των “εθνικών” αστικών επιδιώξεων και των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών» του Αναστάση Γκίκα. Στο κείμενο αναδεικνύονται οι βαθύτερες αιτίες της ιμπεριαλιστικής Μικρασιατικής Εκστρατείας και Καταστροφής, δηλαδή οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου και μετά από αυτόν για τα εδάφη της Μικράς Ασίας και ευρύτερα για τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και η εμπλοκή της ελληνικής και της τουρκικής αστικής τάξης σε αυτούς. Παράλληλα αποτυπώνονται οι τραγικές συνέπειες αυτών των ανταγωνισμών για τους λαούς της περιοχής.
Ακολουθεί το κείμενο του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, με τίτλο «Το ΣΕΚΕ για την ιμπεριαλιστική Μικρασιατική Εκστρατεία. Η πρώτη μεγάλη δοκιμασία του νεαρού κόμματος». Το κείμενο επιδιώκει να καταγράψει τη στάση του Κόμματος απέναντι στη Μικρασιατική Εκστρατεία, κατανοώντας την μέσα και από τη διαπάλη που αναπτυσσόταν στο εσωτερικό του γύρω από την απόκτηση και την κατοχύρωση των επαναστατικών χαρακτηριστικών του και, κατά προέκταση, αναφορικά με την ένταξή του στη νεοσύστατη Κομμουνιστική Διεθνή. Ταυτόχρονα, στο κείμενο καταγράφεται η δραστηριότητα του κομμουνιστικού και του εργατικού-λαϊκού κινήματος τη συγκεκριμένη περίοδο, καθώς και οι αστικές προσπάθειες περιορισμού και καταστολής του.
Πατώντας στη στάση του Κόμματος απέναντι στη Μικρασιατική Εκστρατεία και αξιοποιώντας πληθώρα νέων αρχειακών πηγών, το κείμενο του Γιώργου Χρανιώτη με τίτλο «Λαϊκή αντιπολεμική διαμαρτυρία και εργατικό-κομμουνιστικό κίνημα, 1919-1922» επιχειρεί να καταγράψει τη διασύνδεση ανάμεσα στις συνθήκες του ιμπεριαλιστικού πολέμου και στη δράση του κομμουνιστικού κινήματος από τη μια και στην ανάπτυξη του εργατικού-λαϊκού και αντιπολεμικού κινήματος από την άλλη. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη διασύνδεση του κομμουνιστικού και του εργατικού-λαϊκού κινήματος με την εμφάνιση αντιπολεμικών ομίλων στο εσωτερικό του αστικού στρατού, καθώς και στην έκταση και το περιεχόμενο της πολιτικής τους δραστηριότητας.
Η καταγραφή της στάσης του ΣΕΚΕ και στη συνέχεια του ΣΕΚΕ (Κ) απέναντι στη Μικρασιατική Εκστρατεία, η κλιμάκωση της παρέμβασης του εργατικού-λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος σε συνθήκες ιμπεριαλιστικού πολέμου και η εμφάνιση αντιπολεμικής δράσης στο εσωτερικό του αστικού στρατού θέτουν στο προσκήνιο το ερώτημα αναφορικά με το βαθμό αποσταθεροποίησης της καπιταλιστικής εξουσίας στη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας και ειδικότερα έπειτα από την Καταστροφή των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Το συγκεκριμένο ερώτημα επιχειρείται να απαντηθεί από το κείμενο «Στοιχεία αποσταθεροποίησης της αστικής εξουσίας κατά την ήττα της Μικρασιατικής Εκστρατείας» των Κώστα Σκολαρίκου και Κώστα Τζιάρα, στο οποίο δίνονται και στοιχεία για τη σύνδεση του ιμπεριαλιστικού πολέμου με το ξέσπασμα των άλλων σοσιαλιστικών επαναστάσεων και εξεγέρσεων εκείνη την εποχή.
Οι Αναστάσης Γκίκας και Στρατής Δουνιάς, με το κείμενό τους «Οι συνθήκες ζωής και εργασίας των προσφύγων κατά τη λεγάμενη “αποκατάσταση”. Τα πρώτα τους βήματα στους ταξικούς αγώνες», επιχειρούν να καταγράψουν τις άθλιες συνθήκες που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες, την αξιοποίησή τους ως φθηνό εργατικό δυναμικό που τροφοδότησε τη μεσοπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη, τις προσπάθειες των αστικών πολιτικών δυνάμεων να διασπάσουν την εργατική τάξη σε γηγενείς και πρόσφυγες, αλλά και να ενσωματώσουν τους πρόσφυγες στο αστικό πολιτικό σύστημα, ακόμα και να τους χρησιμοποιήσουν ως μαχητική δύναμη ενάντια στο εργατικό-κομμουνιστικό κίνημα. Στον αντίποδα, καταγράφεται η συστηματική προσπάθεια του ΣΕΚΕ (Κ) αρχικά και στη συνέχεια του ΚΚΕ να παρέμβει πολιτικά στους πρόσφυγες, να αποκτήσει πολιτικά ερείσματα σε αυτούς και να προωθήσει την κοινή πάλη του συνόλου της εργατικής τάξης.
Ιδιαίτερο κεφάλαιο των συνθηκών ζωής των προσφύγων αποτελεί η κατάσταση των γυναικών προσφύγων. Οι γυναίκες πρόσφυγες, οι περισσότερες ορφανές ή χήρες, όπως και τα παιδιά τους αναγκάστηκαν να δουλέψουν προκειμένου να εξασφαλίσουν τη διαβίωση των ίδιων και των οικογενειών τους. Αποτελώντας το χειρότερα αμειβόμενο τμήμα της εργατικής τάξης, αποτέλεσαν θύματα της πιο βάρβαρης καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ενώ την ίδια στιγμή η μαζική τους ένταξη στην εργασία και από ένα σημείο κι έπειτα η συμμετοχή τους στους ταξικούς αγώνες τις έβγαλε από το κοινωνικό περιθώριο. Με τα παραπάνω ζητήματα ασχολείται το κείμενο «Οι γυναίκες εργάτριες της προσφυγιάς» του Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ για την Ισοτιμία και Χειραφέτηση της Γυναίκας.
Το κείμενο «Ο Μικρασιατικός Πόλεμος, η στάση των λογοτεχνών και οι μεταβολές της» επιδιώκει να αποτυπώσει τον αντίκτυπο της Μικρασιατικής Εκστρατείας και Καταστροφής στην αντίληψη και το έργο των λογοτεχνών. Εκτιμώντας ότι η Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή κλόνισε το κυρίαρχο αστικό ιδεολόγημα της Μεγάλης Ιδέας, ο Βασίλης Μόσχος σημειώνει εμπεριστατωμένα το πέρασμα μερίδας των λογοτεχνών με το εργατικό-λαϊκό και κομμουνιστικό κίνημα, υπό το βάρος της Μικρασιατικής Καταστροφής και των διεθνών εξελίξεων της περιόδου, και ταυτόχρονα σκιαγραφεί την προσπάθεια αναστήλωσης της αστικής λογοτεχνίας που ήταν εναρμονισμένη με τις νέες προτεραιότητες της καπιταλιστικής εξουσίας στα χρόνια του Μεσοπολέμου.
Ακολουθεί το παράρτημα, στο οποίο, πέρα από σημαντικά ντοκουμέντα, αναδημοσιεύεται και μια εισήγηση σε επιστημονικό συνέδριο, της Κατιλένας Σταθάκου, με τίτλο «Η υποχρεωτική Ανταλλαγή των Πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία μετά από το 1923: Η περίπτωση των Μουσουλμάνων της Κρήτης». Στην εισήγηση, μέσα από την καταγραφή της πορείας των Κρητομουσουλμάνων, απεικονίζεται τόσο η κοινή μοίρα των λαών στις ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις όσο και οι παρόμοιες -με τους Έλληνες πρόσφυγες- συνθήκες που αντιμετώπισαν στην καπιταλιστική Τουρκία. '
Η συλλογική έκδοση κλείνει με ένα Χρονολόγιο των σημαντικότερων γεγονότων.
Καλή ανάγνωση!
Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, Μάρτης 2022.
Πηγή:
Βιβλίο: «1922 - ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου