Ένα σημαντικό κείμενο ιστορίας για να γνωρίσουμε τις διαδικασίες και τα στάδια «παραγωγής» του πρώτου φασιστικού κινήματος από την ιταλική αστική τάξη που επέδρασε σαν πρότυπο για τον φασισμό του 20ου αιώνα
του Δημήτρη Αστερίου*
H τρέχουσα αντίληψη περί φασισμού και η αποκλειστική ταύτισή
του με τον ρατσισμό και κυρίως με τον αντισημιτισμό είναι μια ελλιπής και
περιοριστική αντίληψη περί φασισμού. Ο ιταλικός φασισμός δεν περιλάμβανε,
τουλάχιστον στα πρώτα στάδιά του, ουσιώδη τοιχεία ρατσισμού και αντισημιτισμού,
σε αντίθεση με τη γερμανική εκδοχή του εθνικοσοσιαλισμού, που βασίστηκε στον
μύθο του φυλετισμού και στην καθαρότητα και ανωτερότητα ενός υποτιθέμενου
φυλετικού γερμανικού λαού. Αυτή η τερατώδης αντίληψη του ναζισμού οδήγησε στο
έγκλημα του Ολοκαυτώματος των Εβραίων και στην εξόντωση και άλλων ομάδων του
πληθυσμού στη Γερμανία και στις κατεχόμενες χώρες. Άλλωστε στην αρχιτεκτονική
της Νέας Τάξης του Χίτλερ πολλοί λαοί δεν θα είχαν θέση. Η γενεαλογία του
αντισημιτισμού έχει τις ρίζες της στον χριστιανικό καθολικό Μεσαίωνα. Στη
διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας στη Γαλλία της Τρίτης Δημοκρατίας ο
αντισημιτισμός ήταν σε άνοδο, με γνωστότερη έκφρασή του την υπόθεση Ντρέυφους.
Όμως το σοβαρό θέμα του αντισημιτισμού ξεπερνά το πλαίσιο του συγκεκριμένου
άρθρου που αφορά τη γένεση του ιταλικού φασισμού.
Ο φασισμός
γεννήθηκε ως προληπτική αντεπανάσταση, ως κίνημα που στρατολόγησε τα πιο
τυχοδιωκτικά στοιχεία των μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων και παρέσυρε
ευρύτερες μάζες αυτών των κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία έβλεπαν στο οργανωμένο
εργατικό κίνημα με αντεστραμμένο τρόπο τον αντίπαλό τους. Τα αντιπλουτοκρατικά
ή ακόμη και αντικαπιταλιστικά συνθήματα των Ιταλών φασιστών έδωσαν
αντιπρολεταριακό ριζοσπαστισμό στον πρωτογενή φασισμό. Το μονοπωλιακό κεφάλαιο
και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες στην Ιταλία θεώρησαν πως οι φασιστικές οργανώσεις αποτελούσαν
την καταλληλότερη δύναμη κρούσης εναντίον της εργατικής τάξης και των
οργανώσεών της. Μέσω της χρηματοδότησης, του εξοπλισμού και ποικίλων μορφών
ενίσχυσης των φασιστικών οργανώσεων από την άρχουσα τάξη και το κράτος της
πραγματοποιήθηκε το πάντρεμα του φασισμού με το μεγάλο κεφάλαιο. Καπιταλιστές
και μεγάλοι γαιοκτήμονες είδαν στο φασιστικό κίνημα την εναλλακτική λύση στην
πολιτικοκοινωνική κρίση την οποία περνούσε το αστικό σύστημα.
Ο φασισμός
είναι η απάντηση στην εποχή του χρηματιστικού μονοπωλιακού καπιταλισμού των
κυρίαρχων εκμεταλλευτικών τάξεων ενάντια στον απελευθερωτικό αγώνα των
εργαζόμενων τάξεων. Η Ιταλία υπήρξε το εργαστήριο για το πώς ένα κίνημα στην
υπηρεσία της αντεπανάστασης παράγει ένα καθεστώς πρότυπο για τις ανάγκες και
τις βλέψεις του επεκτατικού ιμπεριαλισμού, αφού έχει νικήσει προηγουμένως τον ταξικό
αντίπαλό του. Ο ιταλικός φασισμός θεμελίωσε τα βασικά χαρακτηριστικά του
φασισμού, παρά τις ιδιαιτερότητές του, οι οποίες θα χαρακτηρίζουν εξάλλου και
τον φασισμό στην κάθε χώρα.
Ο Α΄ παγκόσμιος
πόλεμος ήταν η μήτρα από την οποία αναδύθηκε ο ιταλικός φασισμός και γενικότερα
ο φασισμός στην Ευρώπη.
Το
Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα στη διάρκεια του Α΄ παγκόσμιου πολέμου
Ο πόλεμος έφερε
μεγάλη αναταραχή στο Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και γενικότερα στο εργατικό
κίνημα. Το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα ήταν από τα λίγα κόμματα της Β΄ Διεθνούς
που είχε ταχθεί αποφασιστικά κατά του πολέμου. Όμως στο εσωτερικό του κόμματος
υπήρχαν διαιρέσεις. Η γαλλική κυβέρνηση μέσω του γαλλικού Σοσιαλιστικού
Κόμματος ασκούσε συνεχή πίεση στο Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα να ταχθεί υπέρ της
συμμετοχής της Ιταλίας στην Αντάντ εγκαταλείποντας την ουδετερότητα. Η δεξιά
ρεφορμιστική πτέρυγα του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, με επικεφαλής τον
Τουράτι, τον Τρέβες, τον Μοντιλιάνι, τον Ντ’ Αραγκόνα, επέμενε στην «απόλυτη
ουδετερότητα» και στον πασιφισμό. Μετά την πανωλεθρία την οποία υπέστη ο
ιταλικός στρατός στο Καπορέτο το 1917, ο Τουράτι, σε συμφωνία με τους
ρεφορμιστές συνδικαλιστές, σε ομιλία του στη βουλή τάχθηκε υπέρ της «εθνικής
άμυνας», την ίδια περίοδο που ο ηγέτης του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος,
Σεράτι, φυλακίζεται για τη θαρραλέα στάση του κατά του πολέμου την οποία
κράτησε στο δικαστήριο, και η ηρωική εξέγερση του προλεταριάτου του Τορίνου
πνίγεται στο αίμα.
Τα χρόνια του
πολέμου η εφημερίδα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Αvanti,
θα μείνει πιστή στα διεθνιστικά ιδεώδη. Μετά την επανάσταση του Φλεβάρη στη
Ρωσία θα δημοσιεύσει τον Μάρτιο του 1917 την έκκληση του ρωσικού Σοβιέτ των
εργατών βουλευτών για τον τερματισμό του πολέμου με τον τίτλο «Έκκληση των
Ρώσων εργατών προς το παγκόσμιο προλεταριάτο». Τον Ιούνιο του 1917 θα
δημοσιεύσει φωτογραφία της εφημερίδας των Σοβιέτ, Ισβέστια, και λίγες ημέρες αργότερα φωτογραφίες του Λένιν και του
Τρότσκι.
Τον Αύγουστο
του 1917 ξεσπούν οι πρώτες επαναστατικές απεργίες, που συγκλονίζουν ολόκληρη
την Ιταλία. Αυτές οι απεργίες στρέφονται σαφώς κατά του πολέμου. Στο Τορίνο η
εξέγερση θα διαρκέσει τέσσερις ημέρες. Η οργάνωση του Σοσιαλιστικού Κόμματος
στο Τορίνο θα συσπειρωθεί γύρω από το περιοδικό Grido del Popolo, το οποίο εκδίδουν ο Γκράμσι, ο Τάσκα
και ο Τολιάτι. Τον Αύγουστο του 1917 θα επισκεφτούν την Ιταλία απεσταλμένοι των
ρωσικών Σοβιέτ.
Moυσολίνι: Από τον
σοσιαλπατριωτισμό στον φασισμό
Ωστόσο πέρα από
τη συνήθη διαίρεση που είχε εμφανιστεί σε πολλά σοσιαλιστικά κόμματα ανάμεσα
στους σοσιαλπατριώτες, οι οποίοι αποτελούσαν την πλειοψηφία, και σε ένα φάσμα
αντιπάλων του πολέμου, στο ιταλικό κόμμα εκδηλώθηκε και ένα άλλο φαινόμενο. Μια
μικρή ομάδα του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, στην οποία ηγείται ο
Μουσολίνι, εφηύρε τη θεωρία του «επαναστατικού πολέμου» και απαιτούσε με πάθος
την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο. Οι βιομήχανοι της βόρειας Ιταλίας και η
γαλλική κυβέρνηση αγκάλιασαν αμέσως και αξιοποίησαν τον Μουσολίνι. Η γαλλική
κυβέρνηση με ενδιάμεσο ηγέτες του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος δίνει χρήματα
στον Μουσολίνι, ο οποίος εξέδωσε τη δική του εφημερίδα για να προπαγανδίζει τις
μιλιταριστικές θέσεις του.
Η κίνηση του
Μουσολίνι δεν ήταν ένα απλό επεισόδιο και ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο
φιλοϊμπεριαλιστικής στάσης από τη μεριά των ρεφορμιστών ηγετών των κομμάτων της
Β΄ Διεθνούς. Ο Μουσολίνι με το εγχείρημά του θα είναι ο προπάτορας του φασισμού
και το κίνημα και στη συνέχεια το καθεστώς του θα αποτελέσουν προηγούμενο και
πρότυπο για τις αστικές τάξεις και άλλων χωρών.
Στις 10 Νοεμβρίου
1914 σε συγκέντρωση της οργάνωσης του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος στο
Μιλάνο ο Μουσολίνι θα δηλώσει με τον γνώριμο θεατρινίστικο τρόπο του: «Ακούστε
με πρώτα και ύστερα ξεσκίστε με, αντί να με χειροκροτείτε. Θα είμαι σύντομος».
Λέει ότι γνωρίζει πως η πλειοψηφία του κόμματος είναι υπέρ της ουδετερότητας,
αλλά ο ίδιος έχει ξεπεράσει αυτό το εμπόδιο «για να είμαι πιο ελεύθερος», ότι
οι σοσιαλιστές «ποτέ τους δεν καταπιάστηκαν με το εθνικό ζήτημα», αλλά παρ’ όλα
αυτά δεν θέλει να ξεκόψει ολότελα από τη Διεθνή, γιατί η Διεθνής κάποια μέρα θα
ασχοληθεί με αυτό, αλλά «τώρα όμως είναι νεκρή». «Δώδεκα εκατομμύρια
προλετάριοι βρίσκονται σήμερα στα πεδία των μαχών» δίχως η Διεθνής να έχει
προβάλει καμιά αντίδραση, λέει ο Μουσολίνι κατηγορώντας το Σοσιαλδημοκρατικό
Κόμμα Γερμανίας (SPD) ότι ασκεί «ρεφορμιστική»
πολιτική και δεν έχει κάνει τίποτα κατά του πολέμου, ενώ με αφορμή την Αυστρία
δηλώνει ότι η συνύπαρξη πολλών εθνοτήτων σε μια αυτοκρατορία έχει χρεωκοπήσει:
«Το εθνικό αίσθημα υπάρχει, κι αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.» Μετά από
κραυγές και επιδοκιμασίες αλλά και χειροκροτήματα θα χαρακτηρίσει τις θέσεις
του Τουράτι «ασυνεπείς»: «Όταν κάποιος είναι υπέρ της άμυνας της πατρίδας,
αυτός είναι και υπέρ του μιλιταρισμού», διακηρύσσει και τάσσεται ανοιχτά υπέρ
της εισόδου της Ιταλίας στον πόλεμο. Ξεκαθαρίζει ότι επιβάλλεται να μπει φρένο
στην ταξική πάλη στη διάρκεια του πολέμου και «ύστερα από τον πόλεμο η ταξική
πάλη θ’ αρχίσει και πάλι».1 Από τους συμμετέχοντες στη συγκέντρωση η
μεγάλη πλειοψηφία θα ταχθεί ενάντια στον πόλεμο και υπέρ της κομματικής
πειθαρχίας.
Αμέσως μετά ο
Μουσολίνι θα παραιτηθεί από την αρχισυνταξία της εφημερίδας Αvanti του Σοσιαλιστικού Κόμματος και θα
προχωρήσει στην έκδοση της δικής του εφημερίδας Popolo d’ Italia.
Η καθημερινή
εφημερίδα του Μουσολίνι, Popolo d’ Italia, εκδίδεται τον Νοέμβριο του 1914 με
υπότιτλο «Καθημερινή Σοσιαλιστική Εφημερίδα». Μέχρι το 1918 στην πρώτη σελίδα
της εφημερίδας θα φιγουράρουν αποφθέγματα του Μπλανκί, όπως «Όποιος κρατά τα
σιδερικά έχει ψωμί», και του Ναπολέοντα, όπως «Δώστε στα χέρια των Ιταλών
σιδερικά και αυτοί θα βρουν ψωμί». Η προτίμηση σε αυτά τα δύο πρόσωπα δεν είναι
τυχαία, όπως δεν είναι τυχαία η επίκληση του Ναπολέοντα και όχι του
Ροβεσπιέρου. Ο Μπλανκί διακρίθηκε για τη θεωρία και την πρακτική του ότι τη
λύση μπορεί να δώσει μια επαναστατική ομάδα μέσω επαναστατικού πραξικοπήματος.
Ο Μουσολίνι θα χρησιμοποιήσει αυτή την απλούστευση για την προπαγάνδα του υπέρ
του πολέμου. Χρησιμοποιεί τον Ναπολέοντα για να υποστηρίξει ότι ο πόλεμος θα
διαφέρει από το παλιό στυλ των κυρίαρχων τάξεων, γιατί οι λαϊκοί άνθρωποι θα
αποκτήσουν δύναμη και αξία μέσω της συμμετοχής τους στον πόλεμο. Μέσω του
πολέμου ο Ιταλός θα αποκτήσει ρώμη, αυτοπεποίθηση και θα ανυψωθεί. Εξαρχής η
«επαναστατική» φρασεολογία του Μουσολίνι εξυπηρετεί τους καισαρικούς και
ιμπεριαλιστικούς στόχους του.
Από τις αρχές
του 1915 ο όρος φασίστας θα αναφέρεται όλο και συχνότερα. «Φασίστες της
Ιταλίας, βγείτε στους δρόμους, εσείς είστε το δίκαιο και η δύναμη», θα γράψει ο
Μουσολίνι στην εφημερίδα του και θα καλέσει σε μαζική διαδήλωση υπέρ της
συμμετοχής της Ιταλίας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Και ενώ ο Μουσολίνι
δηλώνει ότι το φασιστικό κίνημα διατηρεί τον «σοσιαλιστικό χαρακτήρα του»,
θεωρεί τον Μαρξ ξεπερασμένο και επικαλείται τον Ματσίνι, τον Προυντόν, τον
Μπακούνιν, τον Φουριέ, τον Σαιν Σιμόν και άλλους από το παρελθόν, προκειμένου
να φτιάξει ένα καινούργιο ιδεολογικό προφίλ.
Στην προπαγάνδα
του υπέρ του πολέμου ο Μουσολίνι θα στραφεί με λύσσα εναντίον του
κοινοβουλευτισμού, τον οποίο θεωρεί «πυορροούσα πληγή, που δηλητηριάζει το αίμα
του έθνους, και γι’ αυτό πρέπει να καυτηριαστεί», και θα πει πως είναι αναγκαίο «να εκτελεστούν μερικές
δεκάδες βουλευτές, να τους τουφεκίσουμε από τα νώτα, και να κλειστούν στις
φυλακές μερικοί πρώην υπουργοί». Απαιτεί την άμεση είσοδο της Ιταλίας στον
πόλεμο: «Τι περιμένουμε ακόμα για να μπορεί να κινητοποιηθεί ο ιταλικός
στρατός;; Η εκστρατεία του Μουσολίνι παντρεύεται με τη μεταστροφή μεγάλων
τμημάτων της αστικής τάξης που τάσσονται υπέρ της συμμετοχής της Ιταλίας στον
πόλεμο. Στις αρχές Μαΐου του 1915 ο Μουσολίνι θα γράψει: «Οι ίδιες οι μάζες των
εργατών έχουν πια καταλάβει ότι η είσοδος της Ιταλίας στον πόλεμο αποτελεί τώρα
πια μια αναγκαιότητα και ένα καθήκον! Μονάχα οι σοσιαλιστές εμμένουν ακόμα στην
“αλαζονική αδυναμία” τους.»2
Σε διαφορά με
τον σοσιαλπατριωτισμό των περισσότερων κομμάτων της Β΄ Διεθνούς, ο
σοσιαλπατριωτισμός του Μουσολίνι δεν θα είναι μετριοπαθής, ευκαιριακός ή
συνθηκολόγος αλλά ριζοσπαστικός, τρομοκρατικός και επιθετικός, επενδυμένος με
«επαναστατικό» μιλιταρισμό.
Στην πρώτη φάση
του η σύγχυση και η ποικιλία των θέσεων χαρακτηρίζουν τον ιταλικό φασισμό.
Η
πολιτική κρίση
Για να
κατανοήσουμε γιατί ευδοκίμησε ο πρωτογενής φασισμός στην Ιταλία, πρέπει να
εξετάσουμε το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο στη χώρα.
Μετά τον Α΄
παγκόσμιο πόλεμο η Ιταλία γνωρίζει βαθιά επαναστατική κρίση, το πολιτικό
σύστημά της και οι βασικοί αστικοί πολιτικοί θεσμοί κλυδωνίζονται.
Στις εκλογές
του 1919 αποτυπώθηκε η μεγάλη στροφή που είχε συντελεστεί στην ιταλική κοινωνία
με το τέλος του πολέμου. Σε αυτές τις εκλογές αποδεκατίστηκαν οι Φιλελεύθεροι,
η κύρια πολιτική δύναμη με την οποία η άρχουσα τάξη κυβερνούσε την Ιταλία μετά
την Παλιγγενεσία. Οι σοσιαλιστές θριάμβευσαν κερδίζοντας 156 έδρες (30% των ψήφων),
ενώ το νέο Λαϊκό Κόμμα (καθολικό) κέρδισε 100 έδρες. Η προσπάθεια του Μουσολίνι
για ένα καλό εκλογικό αποτέλεσμα αποτυγχάνει.
Ένα νέο
κεφάλαιο ανοίγει για την Ιταλία. Η παλιά πολιτική τάξη πραγμάτων έχει τελειώσει
και στην ημερήσια διάταξη μπαίνει το ζήτημα αν η αστική τάξη θα συνεχίσει να
ασκεί την εξουσία της με νέες μορφές ή αν η εργατική τάξη θα κάνει το μεγάλο
άλμα και θα κατακτήσει την πολιτική εξουσία ακολουθώντας τον δρόμο τον οποίο
είχε ανοίξει το ρωσικό προλεταριάτο με την Οκτωβριανή επανάσταση.
Η κοινωνική
δυσαρέσκεια κυρίως των εργατικών και αγροτικών μαζών τείνει να σχηματίσει ένα
επαναστατικό μπλοκ που αμφισβητεί το ίδιο το αστικό σύστημα. Σε αυτή την
κατάσταση η αστική τάξη πρέπει να εμποδίσει την κοινωνική και πολιτική κρίση να
πάρει τον δρόμο της επανάστασης.
Ο πρωθυπουργός
Νίτι προωθεί το δικό του πρόγραμμα για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσης. Ο
Νίτι είναι ο πρωθυπουργός που αντιπροσωπεύει το μεγάλο κεφάλαιο, αλλά παραμένει
στο έδαφος της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Επιδιώκει μια «αριστερή»
λύση στην κρίση. Προτείνει μια λαϊκή ρεπουμπλικανική κυβέρνηση, δίχως να
αποκλείει τη συντακτική συνέλευση, βαθιές κοινωνικές τομές και είναι ανοιχτός
ακόμη και σε συνεργασία με τους σοσιαλιστές. Εφαρμόζει πολιτική παραχωρήσεων σε
διάφορες ομάδες με στόχο να διασπάσει το μέτωπο της εργατικής τάξης και να
διαφθείρει πολιτικά τμήματα των εργαζομένων. Δημιουργεί τη Βασιλική Φρουρά,
ενδίδοντας στις πιέσεις της φιλομοναρχικής μερίδας της αστικής τάξης, και
ταυτοχρόνως κάνει ανοίγματα προς τους σοσιαλιστές προτείνοντας προχωρημένα
μέτρα στο οικονομικό πεδίο.
Τα παραπάνω
δείχνουν ότι απέναντι στην πρόκληση της προλεταριακής επανάστασης η αστική τάξη
είναι διατεθειμένη να κάνει επιμέρους και προσωρινές παραχωρήσεις και δεν έχει
εγκαταλείψει ακόμη στο σύνολό της το έδαφος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας,
πράγμα που θα κάνει στην αμέσως επόμενη φάση. Όμως θεωρεί χρήσιμο
αντεπαναστατικό εργαλείο τις πρώτες φασιστικές ομάδες κρούσης, τις οποίες
προστατεύει και ενισχύει.
1919-1920:
Η κόκκινη διετία
Το 1919 και το
1920 θα είναι τα «κόκκινα χρόνια» της Ιταλίας.
Τον Οκτώβριο
του 1919, λίγο μετά την εκλογική νίκη του Σοσιαλιστικού Κόμματος, στο συνέδριό
του η αριστερά του κόμματος, οι λεγόμενοι «μαξιμαλιστές», αποκτούν τον έλεγχο
του κόμματος και αλλάζουν το πρόγραμμά του προσθέτοντας το κάλεσμα για την
κατάκτηση της εξουσίας και την εγκαθίδρυση της «δικτατορίας όλου του
προλεταριάτου», μοναδική προϋπόθεση για την εξασφάλιση των επαναστατικών
κατακτήσεων. Τον Απρίλιο του 1920 το Εθνικό Συμβούλιο του Σοσιαλιστικού
Κόμματος υιοθετεί απόφαση που διακηρύσσει: «Πρέπει να πάρουμε την εξουσία
σήμερα. Με σκοπό να σώσει τον εαυτό του, το προλεταριάτο πρέπει να πάρει τον
έλεγχο στα χέρια του. Η εργατική τάξη πρέπει να αρπάξει την εξουσία με κάθε
μέσο, ακόμη κι αν χρειαστεί να χυθεί αίμα.» Όμως υπήρχε μεγάλη απόσταση ανάμεσα
στις μεγαλόστομες διακηρύξεις και την οργανωτική και πολιτική προετοιμασία του
κόμματος, όπως έδειξε το επαναστατικό κύμα των ετών 1919-1920.
Στο συνέδριο
της Μπολόνιας τον Οκτώβριο του 1919 αποφασίζεται η προσχώρηση του κόμματος στην
Κομμουνιστική Διεθνή, αλλά στο εσωτερικό του παραμένουν οι ρεφορμιστές, οι
οποίοι ήταν αντίθετοι με την Κομμουνιστική Διεθνή. Η αναποφασιστικότητα της
μαξιμαλιστικής ηγεσίας του κόμματος θα επιτρέψει στους ρεφορμιστές να
διατηρήσουν τον έλεγχο της εργατικής συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας. Η ηγεσία
που αναδύθηκε στο συνέδριο της Μπολόνιας θα οχυρωθεί πίσω από την περίφημη θέση
«η επανάσταση δεν γίνεται, έρχεται» αφήνοντας έτσι τις επαναστατικές εργατικές
δυνάμεις να εξαντλούνται σε απεργίες και τοπικές εξεγέρσεις.
Τον Μάρτιο του
1919 οι εργάτες μετάλλου κατακτούν το οκτάωρο και οι εβδομαδιαίες ώρες εργασίας
μειώνονται από 60-72 σε 48. Όμως η εφαρμογή του οκταώρου θα περάσει μέσα από
μάχες εργοστάσιο το εργοστάσιο για να καμφθεί η αντίσταση των εργοδοτών. Μέσα
στην εργατική τάξη ωριμάζει η συνολική άρνηση της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης
πραγμάτων στην Ιταλία. Παντού ξεπηδούν αυθόρμητα προσοβιετικές μορφές
οργάνωσης. Πραγματικές εξεγέρσεις ξεσπούν στην Εμίλια-Ρομάνια, στην Τοσκάνη,
στο Μάρκε, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις οι στρατιώτες που στάλθηκαν να τις
καταστείλουν συναδελφώνονται με τους εξεγερμένους. Στη Φλωρεντία ο έλεγχος της
πόλης περνά στα χέρια του λαού. Το ίδιο συνέβη με τη γενική απεργία του Ιουλίου
στην Ανκόνα, στην Μπολόνια και στο Παλέρμο. Σε μερικά μέρη ο έλεγχος περνά στα
χέρια των Εργατικών Κέντρων.
Η επιρροή της
ρωσικής επανάστασης στις εργατικές μάζες είναι τεράστια. Στις 20-21 Ιουλίου
1919 γίνεται γενική απεργία εναντίον της στρατιωτικής επέμβασης της Αντάντ στη
Σοβιετική Ρωσία. Στο Πεδεμόντιο η γενική απεργία θα διαρκέσει 10 ημέρες. Ακόμη
και μετριοπαθή συνδικάτα, όπως η Ομοσπονδία Οικοδόμων, ψηφίζουν υπέρ της
ένταξης στην Κομμουνιστική Διεθνή. Οι συγκρούσεις μεταξύ εργατών και «δυνάμεων
της τάξης» γίνονται όλο και πιο βίαιες. Από τον Απρίλιο του 1919 έως τον
Απρίλιο του 1920 δολοφονούνται 145 εργάτες και τραυματίζονται 440.
Τον Αύγουστο
του 1920 οι εργάτες μετάλλου ζητούν αύξηση του μεροκάματου. Η εργοδοσία απαντά
με λοκάουτ. Η στάση της εργοδοσίας ωθεί το προλεταριάτο σε γενικευμένη
κινητοποίηση που παίρνει τη μορφή της κατάληψης των εργοστασίων. Το κίνημα θα
εξαπλωθεί από τα εργοστάσια μεταλλουργίας και τα μηχανουργικά εργοστάσια στα
εργοστάσια ηλεκτρικής ενέργειας, στα υφαντουργεία, στη χημική βιομηχανία, στα
βυρσοδεψεία, στα υαλουργεία και σύντομα θα αγκαλιάσει όλη τη βιομηχανία. Το
κίνημα κατάληψης των εργοστασίων είναι ισχυρότερο στις βιομηχανικές περιοχές
της βόρειας Ιταλίας. Μόνο στο Μιλάνο οι εργάτες έχουν καταλάβει 280 εργοστάσια.
Σε πολλές καταλήψεις οι εργάτες συγκροτούν επιτροπές εργατικού ελέγχου. Οι
σιδηρόδρομοι περνούν κάτω από τον έλεγχο των εργατών. Για τρεις-τέσσερις
εβδομάδες οι εργάτες διευθύνουν την παραγωγή. Η επαναστατική κρίση γίνεται
πανεθνική. Αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους εργατικές φρουρές.
Και εδώ έχουμε
το τραγικό. Η επανάσταση έρχεται, αλλά το κόμμα που διεκδικεί ότι είναι η
επαναστατική πολιτική οργάνωση του προλεταριάτου αδυνατεί να αδράξει την
ευκαιρία και να δώσει επαναστατική λύση. Αντί να τεθεί επικεφαλής των εργατικών
μαζών συγκεντροποιώντας πολιτικά τα αιτήματα και τους αγώνες τους με στόχο την
κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη, θα μεταθέσει την ευθύνη
στη ρεφορμιστική ηγεσία της εργατικής συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας CGL, η οποία θα περιορίσει το κίνημα στις επιμέρους
διεκδικήσεις και στην πρόταση για «συνδικαλιστικό έλεγχο» της παραγωγής. Το
Σοσιαλιστικό Κόμμα, αποποιούμενο τις δικές του ευθύνες, θα περιοριστεί να
καταγγείλει τη συνδικαλιστική ηγεσία ότι «προδίδει» την επανάσταση.
Το κύμα της κατάληψης
των εργοστασίων θα λήξει με συμβιβασμό στο έδαφος της αστικής τάξης. Οι
καπιταλιστές, που έχουν πανικοβληθεί από την επαναστατική κινητοποίηση των
εργατών, θα δεχθούν να παραχωρήσουν αυξήσεις μισθών, ετήσιες διακοπές και μια
σειρά άλλες μικρότερες παραχωρήσεις. Με αυτόν τον τρόπο κερδίζουν χρόνο για να
οργανώσουν την αντεπίθεσή τους, ενώ οι εργάτες νιώθουν ότι ηττήθηκαν. Η σύγχυση
απλώνεται στις γραμμές της εργατικής τάξης.
Ο Μουσολίνι θα
βγάλει τα συμπεράσματά του από την ανικανότητα του Σοσιαλιστικού Κόμματος να
επωφεληθεί από μια τέτοια επαναστατική κατάσταση που σπάνια εμφανίζεται στην
ιστορία. Στο εξής θα σχεδιάσει την πολιτική του με στόχο την άνοδό του στην
εξουσία. Πράγματι τα επόμενα δύο χρόνια ο φασισμός θα επωφεληθεί από αυτή την
αρνητική για την εργατική τάξη έκβαση του επαναστατικού κινήματός της για να
ανέλθει στην εξουσία για λογαριασμό των Ιταλών καπιταλιστών και γαιοκτημόνων.
Συγκρότηση
του φασιστικού κινήματος και αντεπαναστατική βία εναντίον των εργατικών
οργανώσεων
Στις 23 Μαρτίου
1919 γίνεται στο Μιλάνο η ιδρυτική συνέλευση της Φασιστικής Ένωσης, στην οποία
συμμετέχουν περίπου 100 οπαδοί του Μουσολίνι, αναρχοσυνδικαλιστές, βετεράνοι
του πολέμου και φουτουριστές, που το 1914-15 ως «αριστεροί θιασώτες του
πολέμου» συμμετείχαν ήδη στα Fasci d’ Azione Rivoluzionaria. Παίρνοντας υπόψη τις διαθέσεις των
μαζών, οι φασίστες θα διατυπώσουν τα αιτήματά τους: «σύγκληση μιας
συνταγματικής Εθνοσυνέλευσης, ανακήρυξη της Δημοκρατίας, αποκέντρωση, λαϊκή
κυριαρχία... κατάργηση της γραφειοκρατίας και αναδιοργάνωση της δημόσιας
διοίκησης, κατάργηση της Γερουσίας και άλλων περιορισμών της λαϊκής
κυριαρχίας,… ελευθερία των ιδεών, ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και
ελευθερία του τύπου». Οι φασίστες τονίζουν ταυτοχρόνως: «Απεχθανόμαστε τα θεωρητικά
και φιλοσοφικά αιτήματα, αφού η δική μας ιδιοσυγκρασία είναι ενάντια σε κάθε
προκατειλημμένη ιδεολογία.»3
Στις 13
Απριλίου 1919 η πρώτη επίθεση φασιστικών συμμοριών του Μουσολίνι εναντίον της
πορείας των σοσιαλιστών στο Μιλάνο και η καταστροφή από τους φασίστες των
γραφείων της εφημερίδας Avanti θα αποκαλύψουν το ψεύδος της
«αριστερής» δημαγωγίας τους.
Το εθνικό
συνέδριο των Fasci Italiani di Combattimentο στις 9 και 10
Οκτωβρίου 1919 στη Φλωρεντία θα εγκρίνει τις κατευθυντήριες γραμμές του
προγράμματός τους. Ο Μουσολίνι, παίρνοντας υπόψη τα επαναστατικά γεγονότα στην
Ευρώπη (Γερμανία, Ουγγαρία) και την αίγλη την οποία ασκούν τα εργατικά
συμβούλια, θα εγκρίνει το αίτημα για «τεχνικά εργατικά συμβούλια». Το πρόγραμμα
θα περιλάβει επίσης αντιπλουτοκρατικές θέσεις: «Έκτακτη προοδευτική φορολογία,
η οποία οφείλει να πάρει τη μορφή μιας ΤΜΗΜΑΤΙΚΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ [ESPROPRIAZONE PARZIALE]
όλων των περιουσιών, δήμευση όλης της ιδιοκτησίας των συνενωμένων θρησκευτικών
Ταγμάτων, αναθεώρηση όλων των συμφωνιών για τις προμήθειες πολεμικού υλικού και
κατάσχεση του 85% των κερδών από τον πόλεμο.»4
Στη διάρκεια
του κινήματος των καταλήψεων εργοστασίων ο Μουσολίνι θα είναι πολύ προσεκτικός,
θα επιδείξει προσαρμοστικότητα και σε ορισμένες περιπτώσεις θα προσπαθήσει να
πλειοδοτήσει έναντι των σοσιαλιστών.
Στις 12
Σεπτεμβρίου 1919 μια ομάδα εθελοντών και φαντάρων με επικεφαλής τον ιδιόρρυθμο
ποιητή Ντ’ Ανούτσιο θα καταλάβει την πόλη Φιούμε. Ο πρωθυπουργός Νίτι είναι
υποχρεωμένος να παραδεχθεί: «Για πρώτη φορά η ανταρσία θα εισχωρήσει μέχρι το
στρατό.» Η πορεία του Ντ’ Ανούτσιο θα εμπνεύσει στον Μουσολίνι τη μετέπειτα
πορεία στη Ρώμη. Ο Μουσολίνι θα υποδεχθεί με ενθουσιασμό το εγχείρημα του Ντ’
Ανούτσιο γράφοντας: «Η κυβέρνηση της Ιταλίας δε βρίσκεται πια στη Ρώμη αλλά στο
Φιούμε. Στην κυβέρνηση αυτή οφείλουμε υπακοή.»5 Τον Νοέμβριο του
1920 θα υπογραφτεί συμφωνία ανάμεσα στην Ιταλία και τη Γιουγκοσλαβία και το
Φιούμε θα κηρυχθεί ελεύθερη ιταλική πόλη. Οι στασιαστές αξιωματικοί θα μείνουν
ατιμώρητοι. Ο Ντ’ Ανούτσιο αναπτύσσει στον «Χάρτη της Εργασίας» ένα
κορπορατίστικο πρόγραμμα συνεργασίας των τάξεων. Με αυτό το πρόγραμμα θα
θελήσει να φτάσει στο Ρίμινι ή στη Ραβέννα και από εκεί να πορευτεί στη Ρώμη,
για να διαλύσει το κοινοβούλιο και να κηρύξει δικτατορία.
Μετά την
κόκκινη διετία και παρότι ο άμεσος κίνδυνος για τους Ιταλούς καπιταλιστές και
γαιοκτήμονες έχει περάσει, οι τελευταίοι θα αποδειχθούν ανίκανοι να
σταθεροποιήσουν την εξουσία τους με τον παραδοσιακό τρόπο. Η κυβερνητική
αστάθεια χαρακτηρίζει την κατάσταση. Παράλληλα αρχίζει η στροφή στην πολιτική
του φασισμού, ο οποίος αποστασιοποιείται σταδιακά από την «αριστερή»
φρασεολογία, μετριάζει την αντικαπιταλιστική δημαγωγία και δίνει έμφαση στον
εθνικισμό.
Φασιστικές
ένοπλες ομάδες οργανώνουν «εκστρατείες τιμωρίας» με δολοφονίες και εμπρησμούς
εναντίον κόκκινων κοινοτήτων και δήμων, Σπιτιών του Λαού, σοσιαλιστικών ενώσεων
των εργατών γης. Οι μελανοχίτωνες των φασιστικών παραστρατιωτικών σωμάτων (squadristi) επιτίθενται μαζί με την αστυνομία
εναντίον προλεταριακών διαδηλώσεων και Εργατικών Κέντρων. Εργάτες και
σοσιαλιστές κακοποιούνται και δολοφονούνται. Από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούνιο
του 1921 θα καταστραφούν και θα πυρποληθούν 17 τυπογραφεία εργατικών
οργανώσεων, 59 Σπίτια του Λαού, 119 Εργατικά Κέντρα, 107 συνεταιρισμοί, 83
σωματεία εργατών γης και 141 γραφεία του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Την ίδια εποχή
οι φασίστες θα ιδρύσουν 834 τοπικές φασιστικές ενώσεις (fasci) με 249.000 μέλη σε όλη την Ιταλία. Ο φασισμός έχει δείξει
το πραγματικό πρόσωπό του.
Το
συνέδριο του Λιβόρνου και η ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος
Toν Ιανουάριο του 1921 στο συνέδριο του Σοσιαλιστικού Κόμματος
στο Λιβόρνο η πρόταση του Μπορντίγκα (κομμουνιστές) ψηφίστηκε από συνέδρους που
εκπροσωπούσαν 58.783 μέλη, η πρόταση του Σεράτι (μαξιμαλιστές-ενωτικοί) από
98.028 μέλη και η πρόταση των οπαδών του Τουράτι (ρεφορμιστές) από 14.695 μέλη.
Στο εσωτερικό τους οι μαξιμαλιστές διαιρούνταν σε δύο τάσεις, την αριστερή
προλεταριακή τάση, στην οποία ηγούνταν ο Σεράτι και η οποία ήταν υπέρ της
Κομμουνιστικής Διεθνούς, και τη μειοψηφία που έκλινε προς τους ρεφορμιστές.
Η διάσπαση του
Σοσιαλιστικού Κόμματος έγινε με τους χειρότερους όρους. Η αδιαλλαξία και ο
σεκταρισμός του Μπορντίγκα, ο αριστερισμός των εκπροσώπων της Κομμουνιστικής
Διεθνούς και η διστακτικότητα του Σεράτι να έρθει σε ρήξη με τη δεξιά πτέρυγα
στο όνομα της «ενότητας» του κόμματος ήταν το χειρότερο μείγμα από το οποίο
προέκυψε αυτό το αποτέλεσμα. Ενώ η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής
Διεθνούς υπολόγιζε ότι η διάσπαση θα γινόταν με ευνοϊκότερους όρους
αποβάλλοντας τη ρεφορμιστική τάση του Τουράτι, στην πραγματικότητα η διάσπαση
έγινε με τη μεγάλη μάζα των οπαδών της Κομμουνιστικής Διεθνούς οι οποίοι
διακατέχονταν από τον φόβο της διάσπασης. Οι εκπρόσωποι της Κομμουνιστικής
Διεθνούς δεν επέδειξαν την αναγκαία ευελιξία και το αποτέλεσμα ήταν αντίθετο
από την έκβαση του αντίστοιχου συνεδρίου του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού
Κόμματος Γερμανίας στο Χάλε στο οποίο κερδήθηκε η μεγάλη πλειοψηφία και έτσι
συγκροτήθηκε το Ενοποιημένο Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας.
Στις 28
Απριλίου 1921 ο Σεράτι σε προσωπική επιστολή του παραδέχεται τη λανθασμένη
στάση του Σοσιαλιστικού Κόμματος και εκφράζει την έντονη ανησυχία του για τις
εξελίξεις: «Ζούμε τρομερές μέρες. Και τίποτα δεν μπορεί να γίνει ενάντια σ’
αυτή την ατιμώρητη αλαζονεία, επειδή, δυστυχώς, όταν όλοι μιλούσαμε για
επανάσταση, κανείς δεν έκανε κάτι για να την προετοιμάσει. Τώρα είμαστε τα θύματα
αυτής της βερμπαλιστικής επαναστατικής τρέλας που ξεγέλασε πολλούς ανθρώπους
τους προηγούμενους μήνες… Η αστική τάξη, τρομοκρατημένη από τα γαυγίσματά μας,
μας δαγκώνει. Και δαγκώνει δυνατά.»6
Παρότι η
Κομμουνιστική Διεθνής αναγνώρισε το Κομμουνιστικό Κόμμα που ιδρύθηκε μετά τη
διάσπαση στο Λιβόρνο, δεν ήταν σύμφωνη με τον τρόπο που διεξήχθη το συνέδριο.
Στο 3ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1921 προσκλήθηκαν να στείλουν
αντιπροσώπους τόσο το Κομμουνιστικό Κόμμα όσο και το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Μετά
την αποπομπή του Τουράτι από το Σοσιαλιστικό Κόμμα το 1922, η Κομμουνιστική
Διεθνής απαίτησε τη συγχώνευση με το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τον σχηματισμό
ενιαίου Κομμουνιστικού Κόμματος. Όμως ο Μπορντίγκα καταπολέμησε αυτή την
απόφαση της Κομιντέρν και έκανε το παν για να αποφευχθεί η συγχώνευση. Τελικά
το 4ο συνέδριο της Κομιντέρν το 1922 αποφάσισε την ενοποίηση παρά τις έντονες
αντιρρήσεις του Μπορντίγκα.
Η απόφαση του
4ου συνεδρίου της Κ.Δ. για το «ιταλικό ζήτημα» λέει: «1. Η γενική κατάσταση
στην Ιταλία, ιδιαίτερα μάλιστα ύστερα από τη νίκη της φασιστικής αντίδρασης,
απαιτεί επιτακτικά τη γοργή συγχώνευση όλων των επαναστατικών δυνάμεων του
προλεταριάτου. Οι Ιταλοί εργάτες θα αναθαρρήσουν όταν δουν ότι, ύστερα από τις
ήττες και τα σχίσματα, πραγματοποιείται μια νέα συγκέντρωση όλων των
επαναστατικών δυνάμεων. (…) 5. Επειδή, λόγω του Καταστατικού της Κομμουνιστικής
Διεθνούς, δεν είναι δυνατό να υπάρχει σε μια χώρα παραπάνω από ένα τμήμα της
Κ.Δ., το 4ο Παγκόσμιο Συνέδριο αποφασίζει την άμεση συγχώνευση του Κομμουνιστικού
Κόμματος και του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Το ενοποιημένο Κόμμα θα
ονομάζεται: “Ενωμένο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας (τμήμα της Κομμουνιστικής
Διεθνούς)”.»7
Όμως η
ενοποίηση ήταν πύρρειος νίκη. Τα λάθη στο συνέδριο του Λιβόρνου και η
καθυστέρηση της ενοποίησης με αποκλειστική υπαιτιότητα της ηγεσίας Μπορντίγκα
του Κομμουνιστικού Κόμματος επέτρεψαν να ανατραπεί ο ευνοϊκός συσχετισμός εντός
του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ο νέος ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Πιέτρο
Νένι, κατήγγειλε τη συμφωνία ενοποίησης και οι υποστηρικτές της ενοποίησης υπό
την ηγεσία του Σεράτι εκδιώχθηκαν από το Σοσιαλιστικό Κόμμα και στη συνέχεια
συγχωνεύτηκαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι προσπάθειες της Κομμουνιστικής
Διεθνούς να κερδηθεί η πλειοψηφία του Σοσιαλιστικού Κόμματος και να σχηματιστεί
ένα μαζικό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν απέδωσαν.
Ένα άλλο
αρνητικό στοιχείο ήταν ο χρόνος της διάσπασης, που δεν ήταν ο καλύτερος για το
ηθικό της εργατικής τάξης, καθώς είχαν αρχίσει οι μαζικές επιθέσεις των
φασιστών με τη στήριξη και την προτροπή των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων.
Η αρχή της ανόδου του Μουσολίνι βρίσκει αποδυναμωμένη την εργατική τάξη και με
πεσμένο το ηθικό της.
Το
Κομμουνιστικό Κόμμα και ο Μπορντίγκα δεν αντέδρασαν μόνο στην απόφαση της
Κομμουνιστικής Διεθνούς για τη συμμετοχή στις εκλογές, αλλά και διεξήγαν
αποφασιστική καμπάνια εναντίον της πολιτικής του ενιαίου εργατικού μετώπου την
οποία προωθούσε η Κομιντέρν. Στη διάρκεια του 1922 ο Μπορντίγκα κατόρθωσε να
εμποδίσει κάθε επαφή με τους σοσιαλιστές στο συνδικαλιστικό πεδίο και αρνήθηκε
κάθε ενότητα δράσης με τους σοσιαλιστές, παρά την απόφαση για το ενιαίο
εργατικό μέτωπο που είχε υιοθετηθεί στο 4ο συνέδριο της Κομμουνιστικής
Διεθνούς. Μόνο μετά τη σύλληψη του Μπορντίγκα το 1923 αρχίζει να υποχωρεί εν
μέρει η πολιτική ακαμψία του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Η
φασιστική τρομοκρατία εξαπλώνεται
Εκμεταλλευόμενοι
τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει ευρύτερες λαϊκές
μάζες, οι φασίστες πυκνώνουν και εντείνουν τις κινήσεις τους. Ο Ίταλο Μπάλμπο
κινητοποιεί πάνω από 40.000 άνεργους αρτεργάτες στην περιοχή της Φεράρας για να
καταλάβει την πόλη. Τη θέση την οποία κατείχαν προηγουμένως τα συνδικάτα, που
έπαιζαν καθοριστικό ρόλο για την εξεύρεση εργασίας στους ανέργους,
καταλαμβάνουν τώρα οι φασίστες και τα νέα συντεχνιακά σωματεία τους. Οι
φασίστες έχουν βάλει στόχο να επεκταθούν στην «κόκκινη ζώνη» στον βορρά. Είκοσι
χιλιάδες μελανοχίτωνες επιτίθενται και καταλαμβάνουν την Μπολόνια.
Ακριβώς αυτή
την περίοδο οι φασίστες θα γνωρίσουν εσωτερική κρίση. Ενώ οι τοπικοί αρχηγοί
των φασιστικών συμμοριών επέμεναν να εντείνουν τις «επιδρομές τιμωρίας»
εναντίον των κόκκινων δήμων και κοινοτήτων, των Εργατικών Κέντρων και των
Σπιτιών του Λαού, ο Μουσολίνι θα θελήσει να μετριάσει τη στάση του. Θα παραδεχθεί
την ευθύνη των φασιστών για τα αιματηρά επεισόδια και θα δηλώσει: «Ο φασισμός,
τον τελευταίο καιρό σε ορισμένες περιοχές, δεν έχει πια στην ουσία καμιά
ομοιότητα με τον αρχικό φασισμό.»8
Στην
Εμίλια-Ρομάνια και στην Τοσκάνη, όπου μαίνεται ο «αγώνας ενάντια στους
μαρξιστές», οι τοπικοί φασίστες μαζί με τους οπαδούς του Ντ’ Ανούτσιο απαιτούν
την καθαίρεση του Μουσολίνι. Στην κορυφή αυτής της ανταρσίας θα βρεθούν τα
πρωτοπαλίκαρα του Μουσολίνι, ο Ίταλο Μπάλμπο και ο Ντίνο Γκράντι. Πράγματι ο
Μουσολίνι θα παραιτηθεί από την Εκτελεστική Επιτροπή του φασιστικού κινήματος,
όμως ταυτοχρόνως προχωρά στην ανασυγκρότησή του με την ίδρυση ενός ενιαίου
κόμματος, του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος, με κεντρική ηγεσία και ιεραρχική
διάρθρωση. Με αυτόν τον τρόπο θα επανελέγξει την κατάσταση και θα τιθασεύσει
τους τοπικούς αρχηγούς. Ωστόσο οι squadristi θα εξαπολύσουν
και νέες αιματηρές επιθέσεις εναντίον των εκπροσώπων και των αγωνιστών του
εργατικού κινήματος.
Στις αρχές του
1922 όταν ο Μουσολίνι και ο Νένι θα βρεθούν και οι δύο στις Κάννες, όπου
γίνεται διεθνής διπλωματική διάσκεψη, ως ανταποκριτές του Popolo d’ Italia και του Avanti αντίστοιχα, θα
έχουν μια προσωπική συνάντηση. Ο Μουσολίνι θα βολιδοσκοπήσει τον σοσιαλιστή
ηγέτη, κατ’ ομολογία του ίδιου του Νένι, για τη δυνατότητα συνεννόησης με το
Σοσιαλιστικό Κόμμα λέγοντας: «Πιστεύω και σήμερα ακόμα πως δεν υπάρχει καμιά
διέξοδος από την κρίση χωρίς μια πλατιά συμμαχία ανάμεσα σε φασίστες,
σοσιαλιστές και καθολικούς.»9 Το ζήτημα της «μεγάλης συμμαχίας»
ανάμεσα στο Λαϊκό Κόμμα και στους φασίστες θα θέσει ο Μουσολινι και εντός του
κοινοβουλίου. Και ενώ συνεχίζονται οι φασιστικές επιθέσεις εναντίον των
σοσιαλιστών, ο Μουσολίνι θα συνεχίσει να επιδιώκει τη συναίνεση των σοσιαλιστών
και του καθολικού Λαϊκού Κόμματος, με στόχο να τους εκμηδενίσει στη συνέχεια.
Σύντομα ο
Μουσολίνι θα διατυπώσει με πλήρη σαφήνεια τις πραγματικές προθέσεις του: «Αν τα
πράγματα δεν αλλάξουν, τότε θα γίνει και πάλι αναπόφευκτο να εφαρμόσει ο
φασισμός τις μεθόδους των επιδρομών και των αντιποίνων. Αλλά ας το πούμε στα
ίσια: αν ο φασισμός εξαναγκαστεί σε κάτι τέτοιο, και θα πρέπει για χάρη της
σωτηρίας του έθνους και της ζωής των οπαδών του να προσφύγει και πάλι στα όπλα,
αυτή τη φορά θα το πράξει σε μεγάλη κλίμακα και όχι με το σταγονόμετρο και με
ατομικούς ξυλοδαρμούς, όπως το κάνουν οι αντιφασίστες, αλλά με στόχο τη ριζική
λύση και ύστερα από μελετημένη δράση. Θα καταστεί λοιπόν αναγκαίο να
καταστραφούν τα ζωτικά κέντρα του εχθρού, να εξαλειφθεί η εστία της μόλυνσης
που λέγεται αντιφασισμός.»10
Ο Σύνδεσμος των
Ιταλών Βιομηχάνων θα αποφασίσει να αυξήσει κατακόρυφα τις χρηματικές παροχές
στους φασίστες. Οι μεγαλοτσιφλικάδες είχαν καθιερώσει ήδη από το 1920 τους
«εθελοντικούς φόρους» για τη χρηματοδότηση των εγκληματικών φασιστικών
σχηματισμών, προκειμένου να συντρίψουν τους εξεγερμένους εργάτες γης.
Οι φασίστες θα
προχωρήσουν σε ανοιχτά πραξικοπηματικές ενέργειες. Στις 3 Μαρτίου θα εισβάλουν
στην ελεύθερη πόλη του Φιούμε, θα την καταλάβουν και θα κηρύξουν την
«προσάρτησή» της στην Ιταλία. Αναφερθήκαμε ήδη στην κατάληψη της Φεράρας από
ένοπλους φασίστες «συνδικαλιστές». Στην Μπολόνια 60.000 μελανοχίτωνες θα
εισβάλουν και θα εκδιώξουν τον νομάρχη, δημόσιο πρόσωπο που συγκέντρωνε τη
λαϊκή αντιπάθεια. Τον Ιούλιο αποσπάσματα μελανοχιτώνων «τιμωρών» θα επιβάλουν
την τρομοκρατία τους στα προάστια της Ρώμης. Στην Κρεμόνα οπαδοί του φασίστα
αρχηγού Φαρινάτσι θα καταστρέψουν τα γραφεία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, των
συνεταιρισμών και των συνδικάτων. Στα τέλη Ιουλίου οι φασίστες του Μπάλμπο θα
καταλάβουν τη Ραβέννα.
Τα εργατικά
κόμματα αδυνατούν να κατανοήσουν την κρισιμότητα της κατάστασης. Το
Σοσιαλιστικό Κόμμα στο 18ο συνέδριό του στο Μιλάνο δεν έχει να προσθέσει
τίποτα. Αρνείται στην ουσία να αναλάβει δράση καθηλωμένο σε μια δογματική
ακαμψία. Το Κομμουνιστικό Κόμμα θα συνεχίσει τη σεκταριστική πολιτική του
Μπορντίγκα, αρνούμενο το ενιαίο εργατικό μέτωπο παρά τις επίμονες πιέσεις της
Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Την 1η
Αυγούστου 1922 οι μεγάλες εργατικές ομοσπονδίες, που συγκρότησαν την Alleanza del Lavoro, κηρύσσουν γενική απεργία για
την «υπεράσπιση των πολιτικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών». Ο αμυντικός
χαρακτήρας της απεργίας βρίσκει την εργατική τάξη διαιρεμένη, αποκαρδιωμένη και
σε κατάσταση σύγχυσης στο εσωτερικό της. Η κόκκινη διετία του 1919-1920 έχει
πια περάσει, η γενική κατάσταση και ο συσχετισμός δυνάμεων έχουν αλλάξει.
Επιπλέον η κακή και πρόχειρη οργάνωση της απεργίας και η σχετική σύγχυση για
την ημέρα κήρυξής της επέτειναν τους όρους για την αποτυχία της. Οι φασίστες
και ο στρατός δεν επέτρεψαν να πραγματοποιηθεί η απεργία στους σιδηροδρόμους,
στον τηλέγραφο και στην τηλεφωνία, ενώ τα περισσότερα καταστήματα έμειναν
ανοιχτά.
Με αφορμή την
απεργία και πατώντας στην αποτυχία της, οι φασίστες βρήκαν την ευκαιρία να
εξαπολύσουν αντίποινα και ανέλαβαν να αποκαταστήσουν την τάξη. Επιτέθηκαν και
κατέστρεψαν ή πυρπόλησαν Σπίτια του Λαού και Εργατικά Κέντρα, 13 τοπικά γραφεία
του Κομμουνιστικού Κόμματος και 16 του Σοσιαλιστικού Κόμματος, καθώς και πολλά
παραρτήματα συνδικαλιστικών και συνεταιριστικών οργανώσεων.
Οι καπιταλιστές
βλέπουν ότι η συμμαχία τους με τους φασίστες αποδίδει. Το χρήμα ρέει άφθονο από
τα χρηματοκιβώτια των βιομηχάνων και των τραπεζιτών στα ταμεία των φασιστών.
Στη Γένοβα οι μεγαλοεφοπλιστές διαθέτουν 1,5 εκατομμύριο λίρες στους φασίστες
για εκστρατεία αντιποίνων μεγάλης κλίμακας προκειμένου να συντριβεί η αντίσταση
των λιμενεργατών της πόλης.
Οι
Arditi del Popolo
Σε αυτό το
πλαίσιο έχουμε μια σημαντική προσπάθεια αντίστασης στις βάρβαρες και
εγκληματικές επιθέσεις των φασιστών: τους Arditi del Popolo.
To κίνημα των Arditi έχει τις ρίζες
του στον πόλεμο. Με τη λήξη του πολέμου οι μαχητές του μετώπου βρέθηκαν σε πολύ
άσχημη κατάσταση. Ένα μείγμα ακατέργαστου εθνικισμού και απροσδιόριστου
ριζοσπαστισμού, σε συνδυασμό με τη δεινή οικονομική κατάσταση, τη ραγδαία άνοδο
της ανεργίας και τις μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις,
δημιουργούν μια ιδιαίτερη ψυχολογία σε αυτούς τους ανθρώπους.
H πρώτη ένωση των Arditi, που
σχηματίζεται τον Νοέμβριο του 1919, επηρεάζεται έντονα, λόγω του εθνικισμού
της, από τους φουτουριστές και τα κηρύγματα του Μουσολίνι στην Popolo d’ Italia, που
αντιστοιχούν στον πρωτογενή χαοτικό ριζοσπαστισμό του φασισμού. Στη συνέχεια ο
ριζοσπαστισμός των αποστράτων θα αρχίσει να εξελίσσεται προς δύο αντίθετες
κατευθύνσεις: προς το προλεταριάτο και προς τον φασισμό.
Ένας πυρήνας Arditi θα συμμετάσχει στην ίδρυση του φασιστικού κινήματος, καθώς
και στην πρώτη μεγάλη φασιστική επίθεση στα γραφεία της εφημερίδας Αvanti.
Στα τέλη του
1918 το Σοσιαλιστικό Κόμμα θα συγκροτήσει έναν σύνδεσμο βετεράνων, που
ονομάστηκε Προλεταριακός Σύνδεσμος. Στις 25 Νοεμβρίου ο Αντόνιο Γκράμσι θα
γράψει στην Αvanti: «Μια νέα
ταξική συνείδηση γεννιέται, όχι μόνο στα εργοστάσια αλλά και στα χαρακώματα,
που αντιμετωπίζουν παρόμοιες συνθήκες διαβίωσης μ’ αυτές στα εργοστάσια. Αυτή η
συνείδηση είναι ακατέργαστη – δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί ένα ξεκάθαρο επίπεδο
πολιτικής αντίληψης. Είναι ακατέργαστη και χρειάζεται να δουλευτεί. Οι ιδέες
μας πρέπει να την καθοδηγήσουν. Το εργατικό κίνημα πρέπει να αφομοιώσει αυτή τη
μάζα, να την πειθαρχήσει και να τη βοηθήσει να αντιληφθεί τις δικές της υλικές
και πνευματικές ανάγκες. Πρέπει να εκπαιδεύσει όλα τα ξεχωριστά άτομα πάνω στην
ιδέα της συνολικής και διαρκούς αλληλεγγύης μεταξύ τους.»11 Οι
ομάδες του Προλεταριακού Συνδέσμου θα αποτελέσουν τον αρχικό πυρήνα του
κινήματος Arditi del Popolo,
που συγκροτείται την άνοιξη του 1921. Παράλληλα θα σχηματιστούν στο
προλεταριακό Τορίνο Κόκκινες Φρουρές, καθώς και στη Γένοβα με την επωνυμία
Κόκκινοι Λύκοι. Τα πιο αποφασιστικά κομμάτια της εργατικής τάξης παίρνουν θέση
μάχης.
Στο πρώτο
μανιφέστο τους, που εκδόθηκε στις 30 Ιουνίου 1921, οι Arditi del Popolo διακήρυσσαν: «Το παλιό σύστημα καταρρέει και πρέπει να
συντριβεί. Σε κάθε περίπτωση, οι εργάτες έχουν αμετάκλητα αποφασίσει να μην
ανεχθούν άλλη ταπείνωση. Μας ζήτησαν να τους εκπροσωπήσουμε και ανταποκριθήκαμε
με ενθουσιασμό στο αίτημά τους… Είμαστε ανατρεπτικοί με την ευρύτερη έννοια του
όρου, δεν θα πουλήσουμε το κορμί μας στον τύραννο, δεν θα αφήσουμε την προσοχή
μας να αποσπαστεί από επιδιώξεις που δεν είναι δικές μας… Απορρίπτουμε τις
μανούβρες και την απληστία του πατριωτισμού που νιώθει περηφάνια μόνο για το
έθνος του. Απορρίπτουμε κάθε εθνικιστική συνωμοσία.»12 Παρά τη
σχετική σύγχυσή τους, είναι σαφής η τοποθέτηση των Arditi del Popolo στο πλευρό του προλεταριάτου.
Από το δεύτερο
μισό του 1921 έως την «πορεία στη Ρώμη» των φασιστών του Μουσολίνι οι Arditi del Popolo θα δώσουν σκληρές μάχες μαζί με
τους εργάτες για την αναχαίτιση της φασιστικής λαίλαπας. Στις γραμμές των Arditi del Popolo θα ενταχθούν πολλοί σοσιαλιστές
και κομμουνιστές αγωνιστές, παρά την αδιαφορία έως την ανοιχτή εχθρότητα των
ηγεσιών των εργατικών κομμάτων.
Παρά τις
αρχικές ταλαντεύσεις, η Κομμουνιστική Διεθνής θα πάρει σαφή θέση υπέρ των Arditi del Popolo. Στα τέλη Ιανουαρίου του 1922
σε επιστολή της προς το Κομμουνιστικό Κόμμα, γραμμένη πιθανόν από τον
Μπουχάριν, διατυπώνει την άποψή της. «Πού ήταν οι μάχιμοι ηγέτες των εργατικών
μαζών; Πού ήταν οι Κομμουνιστές όλη αυτή την περίοδο; (…) η σχολαστική και
σχηματική αντίληψη του κόμματος για τους Arditi del Popolo ήταν η αιτία αυτής της αδυναμίας [του Κομμουνιστικού
Κόμματος]. Το PCI έπρεπε αμέσως και ενεργητικά να
προσχωρήσει στο κίνημα των Arditi συμμαχώντας με
τους εργάτες για να μετατρέψει τα μικροαστικά στοιχεία σε συμπαθούντες του. Οι
τυχοδιώκτες έπρεπε να καταγγελθούν και να μετακινηθούν από τις ηγετικές τους
θέσεις και άτομα άξια εμπιστοσύνης έπρεπε να τοποθετηθούν επικεφαλής του
κινήματος. Το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι η καρδιά και ο εγκέφαλος της εργατικής
τάξης και δεν υπάρχει κίνημα στο οποίο οι εργατικές μάζες συμμετέχουν και που
το κόμμα να το θεωρεί καθυστερημένο και χωρίς καθαρότητα.»13
Η Εκτελεστική
Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς θα κάνει προσπάθεια να υπερνικηθεί η
σεκταριστική στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος και θα καλέσει επανειλημμένα
τους Ιταλούς κομμουνιστές και σοσιαλιστές «να πυκνώσουν τις γραμμές τους, να
συνενώσουν τα εκατομμύρια του προλεταριάτου της πόλης και του χωριού γύρω από
το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης για τον κοινό αγώνα ενάντια στην αυξανόμενη
εξαθλίωση του προλεταριάτου και την εντεινόμενη επίθεση της φασιστικής
αντίδρασης.»14
Τα πιο
αποφασιστικά τμήματα της εργατικής τάξης θα δώσουν ηρωικές μάχες κατά του
φασισμού, αλλά θα είναι μάχες οπισθοφυλακών.
Ο
Μουσολίνι στην εξουσία
Αφού οι
καπιταλιστές και οι γαιοκτήμονες χρησιμοποίησαν τον φασισμό ως δύναμη κρούσης
για τη συντριβή της εργατικής τάξης και των φτωχών αγροτών και των εργατών γης,
αποφασίζουν να αναθέσουν στον φασισμό και τη λύση της πολιτικής κρίσης του
συστήματός τους. Ο δρόμος για την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία έχει
ανοίξει. Με την υποστήριξη των βιομηχάνων, των τραπεζιτών, του στρατού, της
αστυνομίας και του Βατικανού τη νύχτα της 29ης Οκτωβρίου 1922 ο βασιλιάς Βίκτωρ
Εμμανουήλ θα ορίσει πρωθυπουργό τον Μουσολίνι. Το ιταλικό χρηματιστικό κεφάλαιο
και οι γαιοκτήμονες μαζί με το στέμμα και την τιάρα, όλη η «Αγία Οικογένεια»
των κατεχουσών τάξεων, θα ενοποιηθούν στη «νέου τύπου» εξουσία και ο ιταλικός
ιμπεριαλισμός θα αποκτήσει τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει με τη βία και τον πόλεμο
τα επεκτατικά σχέδιά του. Αρχίζει η φάση εδραίωσης του φασισμού στην εξουσία,
φασιστικοποίησης του κράτους και όλων των θεσμών και καθυπόταξης όλης της
κοινωνίας στη δικτατορική βία.
Η περίφημη
πορεία των μελανοχιτώνων στη Ρώμη θα αποτελέσει μύθο του φασιστικού καθεστώτος.
«Στην πραγματικότητα η Πορεία προς τη Ρώμη ήταν μια κολοσσιαία μπλόφα. Την
πρωτεύουσα υπεράσπιζαν δώδεκα χιλιάδες άνδρες του τακτικού στρατού, ο διοικητής
των οποίων… μπορούσε να διαλύσει τις σχεδόν άοπλες φασιστικές συμμορίες χωρίς
μεγάλη δυσκολία. Πολλοί από τους φασίστες δεν μπόρεσαν να φθάσουν στα σημεία
συγκεντρώσεως. Ταξίδευαν με τραίνο και η ανάσχεσή τους ήταν εύκολη, με μόνη την
επινόηση να αφαιρεθούν λίγα μέτρα σιδηροτροχιάς. (…) Τα πάντα εξαρτώντο από την
αποφασιστικότητα εκ μέρους της κυβερνήσεως, του στρατού, και πρωτίστως του
βασιλέως.»15 Όμως όλοι αυτοί έχουν αποφασίσει να ανεβάσουν τον
Μουσολίνι και τους φασίστες του στην εξουσία. Οι μελανοχίτωνες θα φθάσουν στη
Ρώμη αφού ο Μουσολίνι έχει χριστεί πρωθυπουργός. Η «πορεία στη Ρώμη» θα είναι
μια παρέλαση στις 30 Οκτωβρίου προς τιμή της νίκης του Μουσολίνι.
Ένα μαύρο
κεφάλαιο έχει ανοίξει, που θα κλείσει στην τελευταία φάση του Β΄ παγκόσμιου
πολέμου με την εξέγερση της ιταλικής εργατικής τάξης, ένδοξο κομμάτι του
αντιφασιστικού αγώνα των λαών της Ευρώπης.
Σημειώσεις
1 Παρατίθεται
στο Γκέοργκ Σόιερ, Σύντροφος Μουσολίνι,
μετάφραση Τίμος Παπακώστας, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 1999, σσ. 51-52.
2 Στο Γκέοργκ
Σόιερ, όπ.π., σ. 73.
3 Στο Γκέοργκ
Σόιερ, όπ.π., σ. 95.
4 Στο Γκέοργκ
Σόιερ, όπ.π., σ. 97.
5 Στο Γκέοργκ
Σόιερ, όπ.π., σ. 104.
6 Παρατίθεται
στο Tom Behan,
Arditi del Popolo, H ιστορία της
πρώτης αντιφασιστικής οργάνωσης και η αποτρέψιμη άνοδος του Μπενίτο Μουσολίνι, μετάφραση
Ανθή Τσεκρέκου, Κώστας Πίττας, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα, 2012, σ.
142.
7 Η Κομμουνιστική Διεθνής. Θέσεις και
αποφάσεις του 4ου Παγκόσμιου Συνεδρίου, μετάφραση Γιάννης Βρυχωρόπουλος,
εκδ. Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1987, σ. 138.
8 Στο Γκέοργκ
Σόιερ, όπ.π., σ. 112.
9 Στο Γκέοργκ
Σόιερ, όπ.π., σ. 113.
10 Στο Γκέοργκ
Σόιερ, όπ.π., σσ. 115-6.
11 Παρατίθεται
στο Tom Behan,
όπ.π., σσ. 83-84.
12 Στο Tom Behan, όπ.π., σσ. 88-89.
13 Στο Tom Behan, όπ.π., σ. 156.
14 Πράβντα, 29 Ιουλίου 1922. Παρατίθεται
στο Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Ιστορία της
Τρίτης Διεθνούς, Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, χ.χ., σ. 170.
15 Παρνέλ –
Χρυσός Τύπος, Ιστορία του 20ού αιώνος,
σ. 1089.
Δημοσιεύτηκε στη Μαρξιστική Σκέψη, τ. 10,
Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου