Η έξαρση του φασιστικού φαινομένου και της ακροδεξιάς στην Ελλάδα και την Ευρώπη επανέφερε στην επικαιρότητα το ερώτημα για τις γενεσιουργές αιτίες εμφάνισής του που τέθηκε και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Τι γεννά και αναγεννά το φασισμό, τον ολοκληρωτισμό και την ακροδεξιά;
Οι συνήθεις απαντήσεις εστιάζουν τη προσοχή τους στις αδυναμίες του πολιτικού συστήματος, στις αδυναμίες των κομμάτων και στο «έλλειμμα δημοκρατίας». Ορισμένες απαντήσεις «από τ΄ αριστερά» αναδείχνουν και τα κοινωνικά προβλήματα της ανισότητας, της ανεργίας, του αποκλεισμού, του ρατσισμού κλπ τα οποία «τρέφουν» την ακροδεξιά και κατ’ επέκταση το φασισμό.
Μια ανάλυση των αιτιών χωρίς ιεράρχηση του βασικού από το δευτερεύον θα μας οδηγούσε σε μια χωρίς τέλος παράθεση επιχειρημάτων άξια μεν να μελετηθούν όχι όμως και να λύσουν το πρόβλημα της γενεσιουργού αιτίας της ακροδεξιάς και του φασιστικού φαινομένου.
Ο φασισμός είναι στοιχείο του πολιτικού εποικοδομήματος του καπιταλισμού αλλά δεν έχει ως αιτία εμφάνισης του το ίδιο το εποικοδόμημα ή ειδικότερα τις αδυναμίες λειτουργίας της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Τόσο ο φασισμός όσο και η αστική δημοκρατία είναι στοιχεία του εποικοδομήματος και πολιτικές μορφές διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος. Εδράζονται δε ευθέως στη βάση της εξουσίας του κεφαλαίου και της ταξικής δικτατορίας του, στις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις - άσχετα από την απόλυτη εξωτερική αντίθεση που παρουσιάζουν μεταξύ τους ως μορφές.
Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής εμπεριέχει ένα σύστημα παραγωγικών σχέσεων που πυρήνας τους είναι το απόλυτο δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας και διαχείρισης των μέσων παραγωγής πάνω στα οποία εδράζεται το απόλυτο δικαίωμα διεύθυνσης των παραγωγικών δυνάμεων από το κεφάλαιο και το απόλυτο δικαίωμα ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της παραγωγής. Αυτός είναι ο πυρήνας της δικτατορίας της αστικής τάξης με την έννοια ότι τον επιβάλλει και τον υπερασπίζει μέχρι θανάτου αφού χωρίς αυτό το πυρήνα δεν υπάρχει καπιταλιστική εκμετάλλευση δηλαδή δεν υπάρχει κεφάλαιο άρα και η ίδια η αστική τάξη. Παρεμπιπτόντως, για αυτό και είναι γελοίο να ισχυρίζεται κάποιος ότι όταν υπάρχει αστική δημοκρατία δεν υπάρχει ταξική δικτατορία της αστικής τάξης. Η αστική δημοκρατία όπως και ο φασισμός είναι απλώς πολιτικές μορφές διαχείρισης αυτής της ταξικής δικτατορίας ή αλλιώς του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και όπως είναι γνωστό οι μορφές διαχείρισης εκφράζουν αλλά δεν καθορίζουν το περιεχόμενο.
Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα είχαμε σκληρά απολυταρχικά καθεστώτα αλλά όχι φασισμό. Ο φασισμός είναι πολιτικό προϊόν του ιμπεριαλισμού. Η εξήγηση είναι πως στην εποχή του καπιταλισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού οι κυβερνήσεις οποιασδήποτε μορφής διαχειρίστηκαν για χάρη του κεφαλαίου με αμυντικό τρόπο, μια ιστορική διαδικασία περιορισμού των απολύτων δικαιωμάτων διαχείρισης και αυτοδιάθεσης του κεφαλαίου με αντάλλαγμα, έναντι της εργατικής τάξης, την επιβίωση και τη συνέχιση της ανάπτυξής του. Με άλλα λόγια μετά την αρχική καπιταλιστική συσσώρευση όπου το δικαίωμα της απόλυτης ιδιοκτησίας στο κεφάλαιο ταυτιζόταν με το απόλυτο δικαίωμα διαχείρισης του και κατ΄ επέκταση με τη διαχείριση όλων των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων, έγινε φανερό ότι παραπέρα ανάπτυξη ήταν δυνατή μόνο με περιορισμούς στο απόλυτο δικαίωμα διαχείρισης των παραγωγικών δυνάμεων χωρίς βέβαια να αγγίζεται το απόλυτο (και «ιερό») δικαίωμα ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Οι «περιορισμοί» αυτοί, δεν ήταν άλλο από τα εργατικά και δημοκρατικά δικαιώματα των, εκτός αστικής τάξης, πολιτών ή αλλιώς των άμεσα και έμμεσα εκμεταλλευομένων. Αυτά τα δικαιώματα ήταν η (εξωτερική) προϋπόθεση παραπέρα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και του κεφαλαίου.
Έτσι στη πράξη άρχισαν να αναπτύσσονται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα τα εργατικά και δημοκρατικά δικαιώματα (με αιματηρούς αγώνες βέβαια) τα οποία αυτόματα σήμαιναν περιορισμό του απόλυτου δικαιώματος διεύθυνσης και αυτοδιάθεσης της ιδιοκτησίας (του κεφαλαίου). Τα νέα εποικοδομήματα των καπιταλιστικών κρατών όλο και περισσότερο ενσωμάτωναν δημοκρατικά και εργατικά δικαιώματα και κατακτήσεις ως προϋπόθεση ομαλής και διευρυμένης αναπαραγωγής του συστήματος.
Μ’ άλλα λόγια η διεύρυνση και η ανάπτυξη του συστήματος στον 20ο αιώνα θα ήταν αδύνατη αν η αστική τάξη επέστρεφε στο αναχρονιστικό, απολυταρχικό μοντέλο μιας κοινωνίας χωρίς κανένα εργατικό και κοινωνικό δικαίωμα. Ο εργαζόμενος έπρεπε να διαχειρισθεί σύγχρονα ανεπτυγμένα και πολύπλοκα μέσα παραγωγής που απαιτούν γνώσεις, προσωπικότητα, ευθύνη και πρωτοβουλία. Αυτά είναι παράγωγα ενός ελάχιστου επιπέδου εργασιακών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων κάτω από το οποίο καταρρέει το σύστημα των παραγωγικών σχέσεων και των παραγωγικών δυνάμεων.
Η νέα αυτή ποιοτική κατάσταση στο καπιταλισμό συνδέθηκε με το πέρασμα του στο μονοπωλιακό καπιταλισμό στις αρχές του 20ου αιώνα. Για το σύστημα τώρα, δε χρειαζόταν αναχρονιστικές και απολυταρχικές εξουσίες που έχουν σαν όνειρο, μοντέλο και στόχο την επανάκτηση του απολύτου ανεξέλεγκτου δικαιώματος διεύθυνσης του κεφαλαίου και των παραγωγικών δυνάμεων από την μονοπωλιακή, πλέον, αστική τάξη αλλά η εισαγωγή ενός νέου μοντέλου που θα ελέγχει πλήρως και προς το συμφέρον της όλη την αναγκαία για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του συστήματος δομή των παραγωγικών δυνάμεων. Το απόλυτο και ανεξέλεγκτο δικαίωμα διεύθυνσης και αυτοδιάθεσης του κεφαλαίου μετατράπηκε σε απαίτηση για απόλυτη και ανεξέλεγκτη ρύθμιση όλης της δομής των παραγωγικών σχέσεων και του εποικοδομήματος, των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Η παλιά απολυταρχική πολιτική για την άρνηση κάθε δικαιώματος στους εργαζόμενους έδινε τη θέση της στη πολιτική για οργανωμένη υποταγή και ενσωμάτωση των εργαζομένων και του λαού σε απολύτως ελεγχόμενες λειτουργικές δομές, για τους σκοπούς της σύγχρονης αναπαραγωγής του κεφαλαίου και της μονοπωλιακής αστικής τάξης. Ήταν μια μείξη του παλιού απολυταρχικού δικαιώματος με τις σύγχρονες ανάγκες λειτουργίας των παραγωγικών δυνάμεων σε ένα αμυντικό σύστημα διαχείρισης του συστήματος.
Γεννήθηκε έτσι ο φασισμός.
Ο φασισμός αφορά τη διαχείριση οργανωμένων κοινωνιών σε επίπεδο μονοπωλιακού καπιταλισμού (Γερμανία, Ιταλία, Χιλή, Ελλάδα, τάσεις παγκόσμιας φασιστικοποίησης από τις ΗΠΑ). Αντίθετα τα σκληρά αναχρονιστικά καθεστώτα τύπου Σαουδική Αραβία, Ιράκ, Λιβύη, Βιρμανία, Ταλιμπάν κ.α. δεν χαρακτηρίζονταν για χρόνια ως τυπικά φασιστικά παρ’ ότι ήταν εξ ίσου ή και περισσότερο ολοκληρωτικά, γιατί αναφέρονται σε διαχείριση κοινωνιών με αναχρονιστική, προ-μονοπωλιακή, κοινωνική οργάνωση και στην επιβολή της κλασσικής αστικής δικτατορίας (της ντόπιας μονοπωλιακής αστικής τάξης με ιμπεριαλιστική στήριξη) για την επιτάχυνση της συσσώρευσης.
Ο φασισμός επιδιώκει να παρουσιάσει μια νέα οργάνωση της κοινωνίας όπου "ο καθένας θα έχει «τη θέση που του αρμόζει"! Κοινό ιδανικό θα είναι η υποταγή στο σύστημα εκμετάλλευσης και όλα τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα θα υπάρχουν μόνο στο μέτρο που αποτελούν απαραίτητο όρο για τη λειτουργία των παραγωγικών δυνάμεων και την αέναη αναπαραγωγή του συστήματος. Ο φασισμός "εναρμονίζει" το σύνολο της κοινωνίας στις λειτουργικές απαιτήσεις του μονοπωλιακού κεφαλαίου και αποκαθιστά τα ανεξέλεγκτα δικαιώματα της αστικής τάξης πάνω στο κεφάλαιο και στην κοινωνία ως δικαιώματα της μονοπωλιακής αστικής τάξης, με μια πλήρως ελεγχόμενη πολιτικό-κοινωνική δομή. Αυτή η θέση δεν αφορά μόνο εθνικά επίπεδα διακυβέρνησης αλλά και σύγχρονα παγκοσμιοποιημένα επίπεδα με κυριαρχία των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Σε επίπεδο οικονομίας ο φασισμός σημαίνει αποκατάσταση της ανεξέλεγκτης εξουσίας του κεφαλαίου πάνω στην εργασία και σε επίπεδο πολιτικής αυτονομείται ως απόλυτη και ανεξέλεγκτη πολιτική εξουσία πάνω στο λαό.
Στο βαθμό που αυτός ο έλεγχος εκτρέπονταν σε απόλυτη αφαίρεση δικαιωμάτων και σε επιστροφή στο απολυταρχικό καθεστώς του κεφαλαίου της πρωταρχικής συσσώρευσης, στον ίδιο βαθμό αποδιοργανώνονταν η σύγχρονη παραγωγική διαδικασία και επιταχύνονταν η αποσύνθεση του φασισμού ως λύση στα αδιέξοδα του συστήματος. Πρακτικά δηλαδή ο φασισμός ήταν δέσμιος των ιστορικών εξελίξεων και αδυνατούσε να φέρει τα δικαιώματα κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο γιατί το σύστημα το οποίο υποτίθεται ότι επεδίωκε να σώσει αποσυνθέτονταν ταχύτερα από τη φυσιολογική αποσύνθεση που έτσι και αλλιώς φέρνει.
Η αποκατάσταση των δικαιωμάτων της μονοπωλιακής αστικής τάξης γίνεται για να βελτιωθεί εθνικά και παγκόσμια το ποσοστό κέρδους και η αποδοτικότητα των κεφαλαίων τα οποία «επλήγησαν» από τα εργασιακά και δημοκρατικά δικαιώματα. Εξ’ ου και η μετά βδελυγμίας καταπάτηση αυτών των δικαιωμάτων από κάθε φασίζουσα τάση.
Πηγή του φασισμού λοιπόν δεν είναι τίποτα άλλο παρά η τάση για αποκατάσταση του ανεξέλεγκτου δικαιώματος της μονοπωλιακής αστικής τάξης να διευθύνει τη κεφαλαιοκρατική οργάνωση της κοινωνίας σε ένα "ανώτερο", ιμπεριαλιστικό επίπεδο οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων. Υπ’ αυτή την έννοια δεν είναι δυνατή η εξαφάνιση του φασισμού ως φαινόμενο με πολιτικά μέσα παρά μόνο με την εξαφάνιση του ίδιου του μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Παρ’ ότι ο φασισμός αποτελεί πάντα τη "πίσω λύση" και το κρυφό όνειρο της μονοπωλιακής αστικής τάξης, εν τούτοις χρησιμοποιείται κατά κανόνα μόνο ως έσχατη λύση όταν τα άλλα μέσα, αστική δημοκρατία, μοναρχία, φασίζουσες αστικές δημοκρατίες, ταξική πίεση και ταξική συναίνεση αδυνατούν να διασφαλίσουν μια «αποδεκτή» αποδοτικότητα του μονοπωλιακού κεφαλαίου ή όταν κινδυνεύει ολοκληρωτικά το σύστημα πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας του κεφαλαίου.
Ο φασισμός παρ’ ότι βραχυπρόθεσμα φαίνεται να προσφέρει τη λύση της αποδοτικότητας του κεφαλαίου πολύ γρήγορα αποδεικνύεται τροχοπέδη του αφού η παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μπορεί να επιτευχθεί μόνο με νέο, ανεπτυγμένο, εργατικό δυναμικό για το οποίο προϋπόθεση είναι τα στοιχεία ακριβώς που ο φασισμός στερεί από τη κοινωνία: εργατικά δικαιώματα, συμμετοχή, δημοκρατία, ατομικά δικαιώματα, δικαιώματα στη μόρφωση και το πολιτισμό, ελεύθερος χρόνος κλπ. Αυτή η εσωτερική αντίφαση του συστήματος παρεμποδίζει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και του ίδιου του κεφαλαίου και έτσι εξαναγκάζει τη μονοπωλιακή αστική τάξη να τον χρησιμοποιεί μόνο ως έσχατη λύση. Εννοείται βέβαια ότι σε κοινωνικό επίπεδο ο φασισμός οδηγεί τελικά όλο το λαό σε μαχητική αντίθεση με τις πολιτικές επιλογές της αστικής τάξης και οι αιματηροί, κατά κανόνα, αγώνες επιδεινώνουν ακόμη περισσότερο τους όρους αξιοποίησης του κεφαλαίου και τους όρους διεύθυνσης της κοινωνίας.
Ο φασισμός αναδεικνύει με τη λειτουργία του το αδιέξοδο που έχει ο καπιταλισμός στο μονοπωλιακό του στάδιο. Χωρίς ανάπτυξη εργατικών, δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων είναι αδύνατο να αναπτυχθεί παραπέρα αλλά κάθε τέτοια ανάπτυξη αποτελεί αυτόματα ένα περιοριστικό στοιχείο στην ουσία της πραγμάτωσης του. Η εσωτερική αντίφαση παραγωγικών δυνάμεων – παραγωγικών σχέσεων είναι απόλυτη. Έτσι θεμελιώνεται και το αναγκαίο και αναπόφευκτο της κοινωνικοποίησης του κεφαλαίου ως μόνη λύση στην αντίφαση. Καταπολεμώντας αυτή τη νομοτελειακή τάση ο φασισμός, θέλει να αποτρέψει τη κοινωνικοποίηση του κεφαλαίου με τη κεφαλαιοκρατικοποίηση της κοινωνίας.
Σε πολιτικό επίπεδο βέβαια βλέπουμε τη φασιστική τάση να εκδηλώνεται ως ακροδεξιά τάση που λειτουργεί στα όρια του αστικού κοινοβουλευτισμού εν αναμονή κατάργησης του. Έτσι γίνεται πολιτική ζύμωση για να αποδεχθεί τμήμα του λαού τη φασιστική λύση, με ένα συνοθύλευμα συνθημάτων λαϊκισμού, αντικομουνισμού, ρατσισμού, εθνικισμού, πατριδοκαπηλίας, ξενοφοβίας, θρησκοληψίας κλπ Άλλοτε πάλι βλέπουμε έναν υφέρπον φασισμό μέσα από προσπάθειες απαξίωσης της πολιτικής, των κομμάτων, των θεσμών της αστικής δημοκρατίας κλπ με την «αθώα» συμβολή πολλών κομμάτων, μέσων μαζικής ενημέρωσης, «απολίτικων» δήθεν φορέων κλπ.
Το ότι ένα μέρος του λαού ακολουθεί την ακροδεξιά δεν είναι παράξενο. Ο φασισμός στηριζόμενος στη πιο επιθετική μερίδα του κεφαλαίου που διαθέτει τεράστια μέσα προκειμένου να κερδίσει πολλαπλάσια καταφέρνει να εξιδανικεύει τη πλήρη υποταγή του λαού στο κεφάλαιο ως τη νέα σταθερά διασφαλισμένη δομή και ιεραρχία της κοινωνίας όπου ο καθένας θα έχει διασφαλισμένη (!)τη «θέση του». Ο άνεργος, ο μικροαστός που απειλείται , ο αγρότης που ξεκληρίζεται, ο νέος που δεν έχει μέλλον, όλοι μπορούν να ονειρευτούν μια «νέα τάξη». Ακόμη κι αν σημαίνει υποταγή, μέρος από αυτούς δέχονται ν’ ανταλλάξουν αυτή την υποταγή με την υποτιθέμενη σταθερότητα, άσχετα τι συμβαίνει στο τέλος. Η ένταξη αυτή θυμίζει το δούλο που δεν αμφισβητεί το δικαίωμα του δουλοκτήτη να του αφαιρεί τη ζωή αλλά του το αναγνωρίζει επισήμως ελπίζοντας ότι θα το χρησιμοποιήσει για άλλους ή ότι θα το καθυστερήσει εν όσο είναι χρήσιμος…
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για τα μεσαία στρώματα που έχοντας θητεύσει ως μικροκαπιταλιστές έχουν γευθεί το απόλυτο δικαίωμα εξουσίας του κεφαλαίου το οποίο με κάθε κρίση χάνουν και έτσι παράγουν ακραίους και ένθερμους οπαδούς της αποκατάστασης αυτού του δικαιώματος ονειρευόμενοι μερίδιο της εξουσίας από τη μεγαλοαστική τάξη δια μέσου της υποταγής σ’ αυτή στο σύστημα του φασισμού. Αυτή η ταύτιση δια της υποταγής είναι μια από τις πιο επικίνδυνες πτυχές του φασισμού.
Σε κάθε περίπτωση η ιδεολογική και πολιτική υποδούλωση στα συμφέροντα της μονοπωλιακής αστικής τάξης ενός μέρους των μικροαστών, των εργαζομένων και του λαού γενικότερα, αποτελεί προϋπόθεση πολιτικής άνθισης του φασιστικού φαινομένου. Όταν δια μέσου της συνεχούς προπαγάνδας, πίεσης και δυναμικών ενεργειών μεταβληθεί αρνητικά για το λαό αλλά και για την αστική δημοκρατία ο πολιτικός και ταξικός συσχετισμός δυνάμεων, τότε αναπτύσσεται και δρομολογείται ο φασισμός. Εννοείται βέβαια ότι σ’ όλη αυτή τη διαδικασία υπάρχει η στήριξη μέρους ή όλης της μονοπωλιακής αστικής τάξης είτε άμεσα με οικονομικά μέσα είτε έμμεσα με «βοήθειες» από το κρατικό μηχανισμό και άλλα κέντρα ελέγχου και χειραγώγησης της κοινωνίας.
Ειδικά πρέπει να επισημάνουμε ότι η ακροδεξιά και ο φασισμός ενυπάρχουν πάντα στο περιθώριο του πολιτικού συστήματος ως εν δυνάμει λύσεις και τίθενται σε ύπνωση ή εγρήγορση όταν η ανάγκη της κυρίαρχης τάξης το επιτάσσει. Γι’ αυτό και οι ανοδικές και πτωτικές πορείες αυτών των φαινομένων δεν εξηγούνται επαρκώς μόνο με αναλύσεις σε επίπεδο πολιτικών λειτουργιών και ακόμη περισσότερο βέβαια με ιδεολογικούς όρους αναλύσεων (έλξη στις ακραίες ιδέες κλπ)
Συμπέρασμα.
Συμπερασματικά διαπιστώνουμε ότι το φασιστικό φαινόμενο και η ευρύτερη ακροδεξιά τάση είναι ένα παράγωγο της καρδιάς του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στο μονοπωλιακό στάδιο ανάπτυξης και όχι ένα παράγωγο της ελλιπούς λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Το πολιτικό σύστημα αν λειτουργεί καλά μπορεί να το περιορίσει όχι όμως να το εξαλείψει. Ωστόσο όταν τα ζωτικά συμφέροντα της μονοπωλιακής αστικής τάξης το επιβάλλουν, το πολιτικό σύστημα λειτουργεί με τέτοιο τρόπο που να εκτρέφεται το φασιστικό φαινόμενο. Η μετάβαση στο φασισμό βίαια (Ινδονησία, Χιλή, απριλιανή δικτατορία) ή δια μέσου του κοινοβουλευτικού συστήματος( Χίτλερ, Μεταξάς) ενυπάρχει πάντα στο σύστημα καθ ότι αποτελεί εναλλακτική πολιτική μορφή διαχείρισης του.
Ανάγοντας το φασιστικό φαινόμενο σε σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο επίπεδο με κυριαρχία πολυεθνικών επιχειρήσεων και ιμπεριαλιστική επικυριαρχία βλέπουμε ότι συντελούνται αναλογικά παρόμοιες κινήσεις με επιβολή παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής τάξης. Στη «τάξη» αυτή εντάσσεται η υποταγή των κρατών, οι επιμέρους εθνικές ακροδεξιές κινήσεις, ο γενικός περιορισμός εθνικών, δημοκρατικών και ατομικών δικαιωμάτων κλπ. Στο βαθμό που ανατρέπονται σε βάρος των λαών οι συσχετισμοί δυνάμεων και στο βαθμό που είναι αναγκαία η βίαιη διοικητική και εξωοικονομική παρέμβαση για αποκατάσταση της αποδοτικότητας του πολυεθνικού κεφαλαίου, στον ίδιο βαθμό θα έχουμε μια πορεία παγκόσμιας φασιστικοποίησης με άπειρες επί μέρους ειδικές τοπικές εθνικές και περιφερειακές μορφές.
Οι συνήθεις απαντήσεις εστιάζουν τη προσοχή τους στις αδυναμίες του πολιτικού συστήματος, στις αδυναμίες των κομμάτων και στο «έλλειμμα δημοκρατίας». Ορισμένες απαντήσεις «από τ΄ αριστερά» αναδείχνουν και τα κοινωνικά προβλήματα της ανισότητας, της ανεργίας, του αποκλεισμού, του ρατσισμού κλπ τα οποία «τρέφουν» την ακροδεξιά και κατ’ επέκταση το φασισμό.
Μια ανάλυση των αιτιών χωρίς ιεράρχηση του βασικού από το δευτερεύον θα μας οδηγούσε σε μια χωρίς τέλος παράθεση επιχειρημάτων άξια μεν να μελετηθούν όχι όμως και να λύσουν το πρόβλημα της γενεσιουργού αιτίας της ακροδεξιάς και του φασιστικού φαινομένου.
Ο φασισμός είναι στοιχείο του πολιτικού εποικοδομήματος του καπιταλισμού αλλά δεν έχει ως αιτία εμφάνισης του το ίδιο το εποικοδόμημα ή ειδικότερα τις αδυναμίες λειτουργίας της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Τόσο ο φασισμός όσο και η αστική δημοκρατία είναι στοιχεία του εποικοδομήματος και πολιτικές μορφές διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος. Εδράζονται δε ευθέως στη βάση της εξουσίας του κεφαλαίου και της ταξικής δικτατορίας του, στις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις - άσχετα από την απόλυτη εξωτερική αντίθεση που παρουσιάζουν μεταξύ τους ως μορφές.
Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής εμπεριέχει ένα σύστημα παραγωγικών σχέσεων που πυρήνας τους είναι το απόλυτο δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας και διαχείρισης των μέσων παραγωγής πάνω στα οποία εδράζεται το απόλυτο δικαίωμα διεύθυνσης των παραγωγικών δυνάμεων από το κεφάλαιο και το απόλυτο δικαίωμα ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της παραγωγής. Αυτός είναι ο πυρήνας της δικτατορίας της αστικής τάξης με την έννοια ότι τον επιβάλλει και τον υπερασπίζει μέχρι θανάτου αφού χωρίς αυτό το πυρήνα δεν υπάρχει καπιταλιστική εκμετάλλευση δηλαδή δεν υπάρχει κεφάλαιο άρα και η ίδια η αστική τάξη. Παρεμπιπτόντως, για αυτό και είναι γελοίο να ισχυρίζεται κάποιος ότι όταν υπάρχει αστική δημοκρατία δεν υπάρχει ταξική δικτατορία της αστικής τάξης. Η αστική δημοκρατία όπως και ο φασισμός είναι απλώς πολιτικές μορφές διαχείρισης αυτής της ταξικής δικτατορίας ή αλλιώς του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και όπως είναι γνωστό οι μορφές διαχείρισης εκφράζουν αλλά δεν καθορίζουν το περιεχόμενο.
Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα είχαμε σκληρά απολυταρχικά καθεστώτα αλλά όχι φασισμό. Ο φασισμός είναι πολιτικό προϊόν του ιμπεριαλισμού. Η εξήγηση είναι πως στην εποχή του καπιταλισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού οι κυβερνήσεις οποιασδήποτε μορφής διαχειρίστηκαν για χάρη του κεφαλαίου με αμυντικό τρόπο, μια ιστορική διαδικασία περιορισμού των απολύτων δικαιωμάτων διαχείρισης και αυτοδιάθεσης του κεφαλαίου με αντάλλαγμα, έναντι της εργατικής τάξης, την επιβίωση και τη συνέχιση της ανάπτυξής του. Με άλλα λόγια μετά την αρχική καπιταλιστική συσσώρευση όπου το δικαίωμα της απόλυτης ιδιοκτησίας στο κεφάλαιο ταυτιζόταν με το απόλυτο δικαίωμα διαχείρισης του και κατ΄ επέκταση με τη διαχείριση όλων των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων, έγινε φανερό ότι παραπέρα ανάπτυξη ήταν δυνατή μόνο με περιορισμούς στο απόλυτο δικαίωμα διαχείρισης των παραγωγικών δυνάμεων χωρίς βέβαια να αγγίζεται το απόλυτο (και «ιερό») δικαίωμα ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Οι «περιορισμοί» αυτοί, δεν ήταν άλλο από τα εργατικά και δημοκρατικά δικαιώματα των, εκτός αστικής τάξης, πολιτών ή αλλιώς των άμεσα και έμμεσα εκμεταλλευομένων. Αυτά τα δικαιώματα ήταν η (εξωτερική) προϋπόθεση παραπέρα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και του κεφαλαίου.
Έτσι στη πράξη άρχισαν να αναπτύσσονται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα τα εργατικά και δημοκρατικά δικαιώματα (με αιματηρούς αγώνες βέβαια) τα οποία αυτόματα σήμαιναν περιορισμό του απόλυτου δικαιώματος διεύθυνσης και αυτοδιάθεσης της ιδιοκτησίας (του κεφαλαίου). Τα νέα εποικοδομήματα των καπιταλιστικών κρατών όλο και περισσότερο ενσωμάτωναν δημοκρατικά και εργατικά δικαιώματα και κατακτήσεις ως προϋπόθεση ομαλής και διευρυμένης αναπαραγωγής του συστήματος.
Μ’ άλλα λόγια η διεύρυνση και η ανάπτυξη του συστήματος στον 20ο αιώνα θα ήταν αδύνατη αν η αστική τάξη επέστρεφε στο αναχρονιστικό, απολυταρχικό μοντέλο μιας κοινωνίας χωρίς κανένα εργατικό και κοινωνικό δικαίωμα. Ο εργαζόμενος έπρεπε να διαχειρισθεί σύγχρονα ανεπτυγμένα και πολύπλοκα μέσα παραγωγής που απαιτούν γνώσεις, προσωπικότητα, ευθύνη και πρωτοβουλία. Αυτά είναι παράγωγα ενός ελάχιστου επιπέδου εργασιακών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων κάτω από το οποίο καταρρέει το σύστημα των παραγωγικών σχέσεων και των παραγωγικών δυνάμεων.
Η νέα αυτή ποιοτική κατάσταση στο καπιταλισμό συνδέθηκε με το πέρασμα του στο μονοπωλιακό καπιταλισμό στις αρχές του 20ου αιώνα. Για το σύστημα τώρα, δε χρειαζόταν αναχρονιστικές και απολυταρχικές εξουσίες που έχουν σαν όνειρο, μοντέλο και στόχο την επανάκτηση του απολύτου ανεξέλεγκτου δικαιώματος διεύθυνσης του κεφαλαίου και των παραγωγικών δυνάμεων από την μονοπωλιακή, πλέον, αστική τάξη αλλά η εισαγωγή ενός νέου μοντέλου που θα ελέγχει πλήρως και προς το συμφέρον της όλη την αναγκαία για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του συστήματος δομή των παραγωγικών δυνάμεων. Το απόλυτο και ανεξέλεγκτο δικαίωμα διεύθυνσης και αυτοδιάθεσης του κεφαλαίου μετατράπηκε σε απαίτηση για απόλυτη και ανεξέλεγκτη ρύθμιση όλης της δομής των παραγωγικών σχέσεων και του εποικοδομήματος, των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Η παλιά απολυταρχική πολιτική για την άρνηση κάθε δικαιώματος στους εργαζόμενους έδινε τη θέση της στη πολιτική για οργανωμένη υποταγή και ενσωμάτωση των εργαζομένων και του λαού σε απολύτως ελεγχόμενες λειτουργικές δομές, για τους σκοπούς της σύγχρονης αναπαραγωγής του κεφαλαίου και της μονοπωλιακής αστικής τάξης. Ήταν μια μείξη του παλιού απολυταρχικού δικαιώματος με τις σύγχρονες ανάγκες λειτουργίας των παραγωγικών δυνάμεων σε ένα αμυντικό σύστημα διαχείρισης του συστήματος.
Γεννήθηκε έτσι ο φασισμός.
Ο φασισμός αφορά τη διαχείριση οργανωμένων κοινωνιών σε επίπεδο μονοπωλιακού καπιταλισμού (Γερμανία, Ιταλία, Χιλή, Ελλάδα, τάσεις παγκόσμιας φασιστικοποίησης από τις ΗΠΑ). Αντίθετα τα σκληρά αναχρονιστικά καθεστώτα τύπου Σαουδική Αραβία, Ιράκ, Λιβύη, Βιρμανία, Ταλιμπάν κ.α. δεν χαρακτηρίζονταν για χρόνια ως τυπικά φασιστικά παρ’ ότι ήταν εξ ίσου ή και περισσότερο ολοκληρωτικά, γιατί αναφέρονται σε διαχείριση κοινωνιών με αναχρονιστική, προ-μονοπωλιακή, κοινωνική οργάνωση και στην επιβολή της κλασσικής αστικής δικτατορίας (της ντόπιας μονοπωλιακής αστικής τάξης με ιμπεριαλιστική στήριξη) για την επιτάχυνση της συσσώρευσης.
Ο φασισμός επιδιώκει να παρουσιάσει μια νέα οργάνωση της κοινωνίας όπου "ο καθένας θα έχει «τη θέση που του αρμόζει"! Κοινό ιδανικό θα είναι η υποταγή στο σύστημα εκμετάλλευσης και όλα τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα θα υπάρχουν μόνο στο μέτρο που αποτελούν απαραίτητο όρο για τη λειτουργία των παραγωγικών δυνάμεων και την αέναη αναπαραγωγή του συστήματος. Ο φασισμός "εναρμονίζει" το σύνολο της κοινωνίας στις λειτουργικές απαιτήσεις του μονοπωλιακού κεφαλαίου και αποκαθιστά τα ανεξέλεγκτα δικαιώματα της αστικής τάξης πάνω στο κεφάλαιο και στην κοινωνία ως δικαιώματα της μονοπωλιακής αστικής τάξης, με μια πλήρως ελεγχόμενη πολιτικό-κοινωνική δομή. Αυτή η θέση δεν αφορά μόνο εθνικά επίπεδα διακυβέρνησης αλλά και σύγχρονα παγκοσμιοποιημένα επίπεδα με κυριαρχία των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Σε επίπεδο οικονομίας ο φασισμός σημαίνει αποκατάσταση της ανεξέλεγκτης εξουσίας του κεφαλαίου πάνω στην εργασία και σε επίπεδο πολιτικής αυτονομείται ως απόλυτη και ανεξέλεγκτη πολιτική εξουσία πάνω στο λαό.
Στο βαθμό που αυτός ο έλεγχος εκτρέπονταν σε απόλυτη αφαίρεση δικαιωμάτων και σε επιστροφή στο απολυταρχικό καθεστώς του κεφαλαίου της πρωταρχικής συσσώρευσης, στον ίδιο βαθμό αποδιοργανώνονταν η σύγχρονη παραγωγική διαδικασία και επιταχύνονταν η αποσύνθεση του φασισμού ως λύση στα αδιέξοδα του συστήματος. Πρακτικά δηλαδή ο φασισμός ήταν δέσμιος των ιστορικών εξελίξεων και αδυνατούσε να φέρει τα δικαιώματα κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο γιατί το σύστημα το οποίο υποτίθεται ότι επεδίωκε να σώσει αποσυνθέτονταν ταχύτερα από τη φυσιολογική αποσύνθεση που έτσι και αλλιώς φέρνει.
Η αποκατάσταση των δικαιωμάτων της μονοπωλιακής αστικής τάξης γίνεται για να βελτιωθεί εθνικά και παγκόσμια το ποσοστό κέρδους και η αποδοτικότητα των κεφαλαίων τα οποία «επλήγησαν» από τα εργασιακά και δημοκρατικά δικαιώματα. Εξ’ ου και η μετά βδελυγμίας καταπάτηση αυτών των δικαιωμάτων από κάθε φασίζουσα τάση.
Πηγή του φασισμού λοιπόν δεν είναι τίποτα άλλο παρά η τάση για αποκατάσταση του ανεξέλεγκτου δικαιώματος της μονοπωλιακής αστικής τάξης να διευθύνει τη κεφαλαιοκρατική οργάνωση της κοινωνίας σε ένα "ανώτερο", ιμπεριαλιστικό επίπεδο οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων. Υπ’ αυτή την έννοια δεν είναι δυνατή η εξαφάνιση του φασισμού ως φαινόμενο με πολιτικά μέσα παρά μόνο με την εξαφάνιση του ίδιου του μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Παρ’ ότι ο φασισμός αποτελεί πάντα τη "πίσω λύση" και το κρυφό όνειρο της μονοπωλιακής αστικής τάξης, εν τούτοις χρησιμοποιείται κατά κανόνα μόνο ως έσχατη λύση όταν τα άλλα μέσα, αστική δημοκρατία, μοναρχία, φασίζουσες αστικές δημοκρατίες, ταξική πίεση και ταξική συναίνεση αδυνατούν να διασφαλίσουν μια «αποδεκτή» αποδοτικότητα του μονοπωλιακού κεφαλαίου ή όταν κινδυνεύει ολοκληρωτικά το σύστημα πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας του κεφαλαίου.
Ο φασισμός παρ’ ότι βραχυπρόθεσμα φαίνεται να προσφέρει τη λύση της αποδοτικότητας του κεφαλαίου πολύ γρήγορα αποδεικνύεται τροχοπέδη του αφού η παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μπορεί να επιτευχθεί μόνο με νέο, ανεπτυγμένο, εργατικό δυναμικό για το οποίο προϋπόθεση είναι τα στοιχεία ακριβώς που ο φασισμός στερεί από τη κοινωνία: εργατικά δικαιώματα, συμμετοχή, δημοκρατία, ατομικά δικαιώματα, δικαιώματα στη μόρφωση και το πολιτισμό, ελεύθερος χρόνος κλπ. Αυτή η εσωτερική αντίφαση του συστήματος παρεμποδίζει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και του ίδιου του κεφαλαίου και έτσι εξαναγκάζει τη μονοπωλιακή αστική τάξη να τον χρησιμοποιεί μόνο ως έσχατη λύση. Εννοείται βέβαια ότι σε κοινωνικό επίπεδο ο φασισμός οδηγεί τελικά όλο το λαό σε μαχητική αντίθεση με τις πολιτικές επιλογές της αστικής τάξης και οι αιματηροί, κατά κανόνα, αγώνες επιδεινώνουν ακόμη περισσότερο τους όρους αξιοποίησης του κεφαλαίου και τους όρους διεύθυνσης της κοινωνίας.
Ο φασισμός αναδεικνύει με τη λειτουργία του το αδιέξοδο που έχει ο καπιταλισμός στο μονοπωλιακό του στάδιο. Χωρίς ανάπτυξη εργατικών, δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων είναι αδύνατο να αναπτυχθεί παραπέρα αλλά κάθε τέτοια ανάπτυξη αποτελεί αυτόματα ένα περιοριστικό στοιχείο στην ουσία της πραγμάτωσης του. Η εσωτερική αντίφαση παραγωγικών δυνάμεων – παραγωγικών σχέσεων είναι απόλυτη. Έτσι θεμελιώνεται και το αναγκαίο και αναπόφευκτο της κοινωνικοποίησης του κεφαλαίου ως μόνη λύση στην αντίφαση. Καταπολεμώντας αυτή τη νομοτελειακή τάση ο φασισμός, θέλει να αποτρέψει τη κοινωνικοποίηση του κεφαλαίου με τη κεφαλαιοκρατικοποίηση της κοινωνίας.
Σε πολιτικό επίπεδο βέβαια βλέπουμε τη φασιστική τάση να εκδηλώνεται ως ακροδεξιά τάση που λειτουργεί στα όρια του αστικού κοινοβουλευτισμού εν αναμονή κατάργησης του. Έτσι γίνεται πολιτική ζύμωση για να αποδεχθεί τμήμα του λαού τη φασιστική λύση, με ένα συνοθύλευμα συνθημάτων λαϊκισμού, αντικομουνισμού, ρατσισμού, εθνικισμού, πατριδοκαπηλίας, ξενοφοβίας, θρησκοληψίας κλπ Άλλοτε πάλι βλέπουμε έναν υφέρπον φασισμό μέσα από προσπάθειες απαξίωσης της πολιτικής, των κομμάτων, των θεσμών της αστικής δημοκρατίας κλπ με την «αθώα» συμβολή πολλών κομμάτων, μέσων μαζικής ενημέρωσης, «απολίτικων» δήθεν φορέων κλπ.
Το ότι ένα μέρος του λαού ακολουθεί την ακροδεξιά δεν είναι παράξενο. Ο φασισμός στηριζόμενος στη πιο επιθετική μερίδα του κεφαλαίου που διαθέτει τεράστια μέσα προκειμένου να κερδίσει πολλαπλάσια καταφέρνει να εξιδανικεύει τη πλήρη υποταγή του λαού στο κεφάλαιο ως τη νέα σταθερά διασφαλισμένη δομή και ιεραρχία της κοινωνίας όπου ο καθένας θα έχει διασφαλισμένη (!)τη «θέση του». Ο άνεργος, ο μικροαστός που απειλείται , ο αγρότης που ξεκληρίζεται, ο νέος που δεν έχει μέλλον, όλοι μπορούν να ονειρευτούν μια «νέα τάξη». Ακόμη κι αν σημαίνει υποταγή, μέρος από αυτούς δέχονται ν’ ανταλλάξουν αυτή την υποταγή με την υποτιθέμενη σταθερότητα, άσχετα τι συμβαίνει στο τέλος. Η ένταξη αυτή θυμίζει το δούλο που δεν αμφισβητεί το δικαίωμα του δουλοκτήτη να του αφαιρεί τη ζωή αλλά του το αναγνωρίζει επισήμως ελπίζοντας ότι θα το χρησιμοποιήσει για άλλους ή ότι θα το καθυστερήσει εν όσο είναι χρήσιμος…
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για τα μεσαία στρώματα που έχοντας θητεύσει ως μικροκαπιταλιστές έχουν γευθεί το απόλυτο δικαίωμα εξουσίας του κεφαλαίου το οποίο με κάθε κρίση χάνουν και έτσι παράγουν ακραίους και ένθερμους οπαδούς της αποκατάστασης αυτού του δικαιώματος ονειρευόμενοι μερίδιο της εξουσίας από τη μεγαλοαστική τάξη δια μέσου της υποταγής σ’ αυτή στο σύστημα του φασισμού. Αυτή η ταύτιση δια της υποταγής είναι μια από τις πιο επικίνδυνες πτυχές του φασισμού.
Σε κάθε περίπτωση η ιδεολογική και πολιτική υποδούλωση στα συμφέροντα της μονοπωλιακής αστικής τάξης ενός μέρους των μικροαστών, των εργαζομένων και του λαού γενικότερα, αποτελεί προϋπόθεση πολιτικής άνθισης του φασιστικού φαινομένου. Όταν δια μέσου της συνεχούς προπαγάνδας, πίεσης και δυναμικών ενεργειών μεταβληθεί αρνητικά για το λαό αλλά και για την αστική δημοκρατία ο πολιτικός και ταξικός συσχετισμός δυνάμεων, τότε αναπτύσσεται και δρομολογείται ο φασισμός. Εννοείται βέβαια ότι σ’ όλη αυτή τη διαδικασία υπάρχει η στήριξη μέρους ή όλης της μονοπωλιακής αστικής τάξης είτε άμεσα με οικονομικά μέσα είτε έμμεσα με «βοήθειες» από το κρατικό μηχανισμό και άλλα κέντρα ελέγχου και χειραγώγησης της κοινωνίας.
Ειδικά πρέπει να επισημάνουμε ότι η ακροδεξιά και ο φασισμός ενυπάρχουν πάντα στο περιθώριο του πολιτικού συστήματος ως εν δυνάμει λύσεις και τίθενται σε ύπνωση ή εγρήγορση όταν η ανάγκη της κυρίαρχης τάξης το επιτάσσει. Γι’ αυτό και οι ανοδικές και πτωτικές πορείες αυτών των φαινομένων δεν εξηγούνται επαρκώς μόνο με αναλύσεις σε επίπεδο πολιτικών λειτουργιών και ακόμη περισσότερο βέβαια με ιδεολογικούς όρους αναλύσεων (έλξη στις ακραίες ιδέες κλπ)
Συμπέρασμα.
Συμπερασματικά διαπιστώνουμε ότι το φασιστικό φαινόμενο και η ευρύτερη ακροδεξιά τάση είναι ένα παράγωγο της καρδιάς του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στο μονοπωλιακό στάδιο ανάπτυξης και όχι ένα παράγωγο της ελλιπούς λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Το πολιτικό σύστημα αν λειτουργεί καλά μπορεί να το περιορίσει όχι όμως να το εξαλείψει. Ωστόσο όταν τα ζωτικά συμφέροντα της μονοπωλιακής αστικής τάξης το επιβάλλουν, το πολιτικό σύστημα λειτουργεί με τέτοιο τρόπο που να εκτρέφεται το φασιστικό φαινόμενο. Η μετάβαση στο φασισμό βίαια (Ινδονησία, Χιλή, απριλιανή δικτατορία) ή δια μέσου του κοινοβουλευτικού συστήματος( Χίτλερ, Μεταξάς) ενυπάρχει πάντα στο σύστημα καθ ότι αποτελεί εναλλακτική πολιτική μορφή διαχείρισης του.
Ανάγοντας το φασιστικό φαινόμενο σε σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο επίπεδο με κυριαρχία πολυεθνικών επιχειρήσεων και ιμπεριαλιστική επικυριαρχία βλέπουμε ότι συντελούνται αναλογικά παρόμοιες κινήσεις με επιβολή παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής τάξης. Στη «τάξη» αυτή εντάσσεται η υποταγή των κρατών, οι επιμέρους εθνικές ακροδεξιές κινήσεις, ο γενικός περιορισμός εθνικών, δημοκρατικών και ατομικών δικαιωμάτων κλπ. Στο βαθμό που ανατρέπονται σε βάρος των λαών οι συσχετισμοί δυνάμεων και στο βαθμό που είναι αναγκαία η βίαιη διοικητική και εξωοικονομική παρέμβαση για αποκατάσταση της αποδοτικότητας του πολυεθνικού κεφαλαίου, στον ίδιο βαθμό θα έχουμε μια πορεία παγκόσμιας φασιστικοποίησης με άπειρες επί μέρους ειδικές τοπικές εθνικές και περιφερειακές μορφές.
Ο νέος κίνδυνος είναι αδιαμφισβήτητος.