Αναδημοσίευση από το www.eea.gr
Κατά τις εργασίες
του 1ου Ασφαλιστικού Συνεδρίου της «Ναυτεμπορικής» με θέμα «Ασφαλιστικό: H
επόμενη μέρα», στις 14 Ιουνίου 2016, αναλύθηκε το τεράστιο και πολύπλοκο
θέμα της κοινωνικής ασφάλισης. Για άλλη μια φορά όμως, αναδείχτηκε το
μακροπρόθεσμο αδιέξοδο των μεταρρυθμίσεων της, κάθε φοράς, δήθεν «οριστικής σωτηρίας»
του ασφαλιστικού από το 1992! Αυτό που έγινε κατανοητό είναι ότι σε λίγο καιρό
θα χρειαστεί και άλλη «σωτήρια» μεταρρύθμιση!
Από τους ομιλητές και τις συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης, πολλές ήταν
οι αναφορές στο αν ακλουθούμε ή πρέπει να ακολουθήσουμε εφαρμογές με
«κεφαλαιοποιητικό» ή «αναδιανεμητικό» σύστημα.
Το πρόβλημα τέθηκε με έναν όρο φανερού αδιεξόδου:
Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα προϋποθέτει ότι οι εισφορές δεν πηγαίνουν για
κανένα άλλο σκοπό παρά για τη συνταξιοδότηση και μόνο του ασφαλισμένου,
αυξομειούμενες αναλόγως της οικονομικής ανάπτυξης και της ενεργής αξιοποίησής τους.
Αυτό όμως σε μια χώρα με βαθιά κρίση και με μηδέν αποθεματικά των ταμείων,
είναι αδύνατο. Αναγκαστικά έτσι θα ακολουθείται το αναδιανεμητικό σύστημα με
διάφορες μορφές, είτε με την βασική σύνταξη του κράτους, είτε με τη μείωση του
ποσοστού αναπλήρωσης της σύνταξης, είτε με τη φορολογία και τις κρατήσεις στις συντάξεις
και τα εισοδήματα, ως έμμεση μορφή εισφορών για αδύναμα ταμεία και συνταξιούχους.
Από την αλληλεγγύη των γενεών στην «αλληλεγγύη» των τάξεων!
Εδώ είναι καιρός να ανασύρουμε την ιστορία του ασφαλιστικού
συστήματος της χώρας, από το 1950, για να δούμε πως το δήθεν αναδιανεμητικό σύστημα
που θεσπίστηκε στη βάση της αλληλεγγύης των γενεών, έγινε κεφαλαιοποιητικο
σύστημα «αλληλεγγύης» των τάξεων!
Πράγματι, από 1950 με τον αναγκαστικό
νόμο 1611/1950 τα ασφαλιστικά ταμεία υποχρεωτικά κατέθεταν τα αποθεματικά τους
στην Τράπεζα της Ελλάδας, με ελάχιστο ή και σχεδόν μηδενικό επιτόκιο, πράγμα
που σήμαινε ότι τα αποθεματικά μειώνονταν κατά τη διαφορά από τον πληθωρισμό
που δεν ήταν και μικρός.
Υπολογίζεται ότι με τη μέθοδο αυτή, την περίοδο
1951-1975 χάθηκαν περίπου 58 δισ. ευρώ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η τελευταία
περίοδος της χούντας, όπου το 1974, με πληθωρισμό 26,5%, το επιτόκιο των
αποθεματικών παρέμεινε στο 4% (απώλεια 22,5%)!
Το 1985, επιτράπηκε στα Ταμεία να
καταθέτουν τα αποθεματικά τους για κάποιο χρόνο, με τα τρέχοντα επιτόκια αλλά και
πάλι κάτω από ελεγχόμενες καταθέσεις με μεγάλες απώλειες.
Το 1990, με το νόμο 2076/1992, δόθηκε
η δυνατότητα στα Ταμεία να «παίζουν» το 20% των αποθεματικών τους στο χρηματιστήριο,
δήθεν για να κερδίσουν «τζάμπα» κεφάλαια για τη σύνταξη! Το ποσοστό αυτό
αυξήθηκε με το νόμο 2676/1999 και παράλληλα δόθηκε η δυνατότητα σε συμμετοχή
των Ταμείων στα λεγόμενα «νέα» τραπεζικά και άλλα προϊόντα.
Την περίοδο 1999-2002 και 2008-2009
χάθηκαν περίπου 7 δισ. ευρώ στο χρηματιστηριακό τζόγο/αγορά μετοχών από τα
ασφαλιστικά ταμεία και τη διαχείριση των κοινών αποθεματικών των ΝΠΔΔ από την
ΤτΕ, στην οποία αναγκαστικά κατέθεταν τα αποθεματικά τα Ταμεία, μετά από κάποιους
μήνες, και όταν δεν ήταν για μισθούς ή δεν αγόραζαν ομόλογα, «δομημένα
ομόλογα» ή μετοχές.
Η πιο πρόσφατη απώλεια αποθεματικών, κάποιοι τα υπολογίζουν σε 13
δισ. ευρώ, έγινε με το γνωστό PSI.
Η «κεφαλαιοποίηση»
Το κύριο επιχείρημα όλων των
κυβερνήσεων, αλλά κυρίως των προδικτατορικών ήταν ότι με τα χαμηλότοκα
αποθεματικά των ταμείων χρηματοδοτούνταν επίσης χαμηλότοκα η οικονομική
ανάπτυξη της χώρας, σε συνέχεια τη ανάπτυξης από το Σχέδιο Μάρσαλ. Έτσι, εφόσον
αναπτυχθεί η χώρα θα έχουμε ισχυρή οικονομία, ικανή να δώσει και συντάξεις και
περίθαλψη και παροχές, αναβαθμισμένες μάλιστα κι έτσι οι ασφαλισμένοι δεν
χρειάζεται να ανησυχούν!
Το τι έγινε είναι γνωστό. Μεγάλες επιχειρήσεις,
βιομηχανικές, ενεργειακές, κατασκευαστικές, εμπορικές, πετρελαϊκές, εφοπλιστικές
κ.α. έλαβαν τεράστια χαμηλότοκα ή άτοκα δάνεια και πραγματικά αναπτύχθηκαν. Η οικονομία
μέχρι και τα πρώτα 2-3 χρόνια της δεκαετίας του ’70, αναπτύσσονταν με ρυθμούς 5%,
6% και 7%! Σημειώθηκε μεγάλη συγκέντρωση κεφαλαίου σε όλη την οικονομία. Οι επιχειρήσεις
πλούτισαν! Σε λίγο καιρό, όμως, αυτές άρχισαν να φτωχαίνουν και τα κεφάλαια να μεταφέρονται
και να πλουτίζουν τους ιδιοκτήτες τους!
Δεκάδες οι προβληματικές
επιχειρήσεις για τις οποίες κλήθηκε ο λαός να πληρώσει τα «θαλασσοδάνεια» και
την περίφημη «κοινωνικοποίηση» της δεκαετίας
του ’80. Η διαρροή – εξαγωγή συναλλάγματος έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη. Τις ίδιες δεκαετίες άρχισε να αυξάνει το δημόσιο
χρέος και οι άνεργοι γινόταν μετανάστες, αγωνιζόμενοι στην ξένη να στείλουν συνάλλαγμα
για να σώσουν τις οικογένειες από τη φτώχεια και τις κατασχέσεις.
Στις επόμενες δεκαετίες, η απομείωση των
αποθεματικών συνεχίστηκε με άλλους τρόπους. Τεράστια ποσά, είτε μέσω χρηματιστήριου,
είτε μέσω ομολόγων και καταθέσεων, διέρρευσαν σε ισχυρές επιχειρήσεις, στις τράπεζες
και το κράτος. Και πάλι το επιχείρημα ήταν η αξιοποίηση των αποθεματικών, ώστε
να υπάρχουν επαρκή κεφάλαια για να δοθούν συντάξεις. Υπογείως κυκλοφορούσε και
η ιδιοτελής άποψη ότι οι συνταξιούχοι μέσω ομολόγων και μετοχών θα καταφέρουν
να πάρουν από τους άλλους, χωρίς να έχουν καταβάλει εργασία ή εισφορές, ένα
μέρος του πλούτου και θα αυξήσουν τη σύνταξη!
Φυσικά δεν ρώτησαν ποτέ τους συνταξιούχους
αν ήθελαν σύνταξη από τον ιδρώτα των άλλων και όχι την ανταπόδοση της από τις εισφορές
που κατέθεσαν.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι τα αποθεματικά των
Ταμείων πραγματικά «αξιοποιήθηκαν» και «κεφαλαιοποιήθηκαν». Η μόνη διαφορά ήταν
ότι σε άλλη τάξη ανήκαν και από άλλη τάξη αξιοποιήθηκαν, κεφαλαιοποιήθηκαν,
ιδιοποιήθηκαν και μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό! Δεν εκπλήσσει κανέναν πλέον όταν
ξένες εφημερίδες γράφουν για καταθέσεις ελληνικών κεφαλαίων στους «φορολογικούς
παράδεισους» από 300 ως 600 δισεκατομμύρια ευρώ!
Όταν ήρθε η ώρα να δοθούν
συντάξεις από μια «ανεπτυγμένη και ρωμαλέα οικονομία», διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε
ούτε ρωμαλέα οικονομία, ούτε αποθεματικά, ούτε λεφτά για κανονικές συντάξεις! Έτσι,
έπρεπε να εγκαταλειφτεί κάθε ιδέα απόδοσης συντάξεων, αναλόγως των εισφορών (εξαιρούνται
εδώ οι χαριστικές συντάξεις σε υμετέρους, φίλους, συντεχνίες κ.α.) και άρχισαν
οι συνεχείς «μεταρρυθμίσεις» για την προσαρμογή - μείωση των συντάξεων σε ένα
φτωχοποιημένο κράτος με φτωχοποιημένη οικονομία.
ΣΒ